Ο Θανάσης Χατζόπουλος με τις δύο νουβέλες μάς δίνει το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο ύστερα από μια μακρά και ευδόκιμη θητεία στην ποίηση
Ενας τόπος μικρός και στενόχωρος: χωρίς ανοίγματα, χωρίς προοπτικές, χωρίς κανένα φως να ζεσταίνει την καθημερινότητά του. Με σύννεφα βαριά να σκεπάζουν τον ουρανό του, ακόμη και αν εκείνοι που τον κατοικούν δεν καταφέρνουν να τα ξεχωρίσουν και να νιώσουν στο πετσί τους τη δυσβάστακτη πυκνότητά τους. Οι άνθρωποι εδώ μιλάνε, αλλά ποιος να ακούσει τον λόγο τους; Ο λόγος τους αγγίζει τα όρια της σιωπής, αλλά και πάλι η σιωπή τους δεν είναι σημαίνουσα: δεν παράγει νοήματα, δεν εκλύει συναίσθημα. Μοιάζει με βουβαμάρα. Κανένας όμως δεν θα μείνει βουβός αν είναι να σκανδαλιστεί με εκείνους που διαφέρουν, με εκείνους που δεν έχουν τρόπο να βαδίσουν σύμφωνα με τον κανόνα της πεπατημένης. Μα ποιοι ακριβώς είναι οι τελευταίοι; Μήπως κάποιοι ανεκδήλωτοι ανατροπείς και αμφισβητίες που επιζητούν με την περιθωριακή τους στάση να υπερβούν τα εσκαμμένα; Κάθε άλλο. Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα στις δύο νουβέλες του Θανάση Χατζόπουλου, που μας δίνει το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο ύστερα από μια μακρά και ευδόκιμη θητεία στην ποίηση, είναι δύο παρεμποδισμένοι: δύο φιγούρες με σπασμωδικό ή λειψό μυαλό και έρμαιη ψυχολογία, παραδομένες μονίμως στη σύγχυση και στον παραδαρμό τους.
Ενας άντρας και μια γυναίκα: η Αννιώ και ο Αργύρης. Η Αννιώ πάσχει από κάποιο είδος νοητικής στέρησης. Δεν θα κατορθώσει ποτέ να ενηλικιωθεί και να απεξαρτηθεί από τη μαμά της (ο πατέρας θα φύγει νωρίς), ακόμα κι όταν η μαμά θα περιέλθει με τη σειρά της σε πλήρη διανοητική αδράνεια. Ολα στον νου της Αννιώς κινούνται με απελπιστική βραδύτητα: για να γίνει παραδεκτή η οποιαδήποτε πραγματικότητα θα πρέπει να μεσολαβήσει άπειρος χρόνος και όταν θα επέλθει το πλήρωμα του χρόνου η ίδια δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε για να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματά του. Και ο Αργύρης; Εκ πρώτης όψεως η κατάσταση του Αργύρη είναι καλύτερη: υποφέρει από επιληπτικές κρίσεις, αλλά κατά τα άλλα κουτσοδουλεύει σ' ένα φαρμακείο, όπου, παρ' όλα αυτά, ο ρόλος του δεν είναι κάτι παραπάνω από τον ρόλο που είναι σε θέση να αναλάβει ένα έπιπλο. Γιατί και εν προκειμένω υπάρχει μια νοητική καθήλωση, μια εκ των ένδον ακινησία. Εξάλλου είναι κι ο Αργύρης εξαρτημένος από τη μαμά του, με τη διαφορά πως η δική του μαμά θα πεθάνει γρήγορα (όπως ο μπαμπάς της Αννιώς), για να τον κληροδοτήσει σε έναν πατέρα ο οποίος θα αναζητήσει καινούργια σύντροφο παρατώντας τον ίδιο στα χέρια της τύχης.
Ιδού λοιπόν ποιους αντιστρατεύονται οι κάτοικοι της μικρής μας πόλης: όσους τείνουν να ξεφύγουν από τους μέσους όρους, έστω και αν η διαφυγή τους θα αποδειχθεί καθοδική, καθιστώντας τους σχεδόν αόρατους, βυθίζοντας τις βασανισμένες μορφές τους στην ασημαντότητα και στην αφάνεια. Η ασημαντότητα, εν τούτοις, στο βιβλίο του Χατζόπουλου δεν έχει την έννοια που έχει η ασημαντότητα στο τελευταίο μυθιστόρημα του Κούντερα. Εκεί η ασημαντότητα είναι ένα σπιρτόζικο εγκεφαλικό παιχνίδι, μια αναμέτρηση με τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα της εγκόσμιας ύπαρξης. Εδώ η ασημαντότητα και η αφάνεια είναι ένας γαιώδης, σε απόλυτους όρους, υπαρξιακός εκμηδενισμός: μια ταινία χωρίς ήχο και χωρίς υπότιτλους. Ο Χατζόπουλος ξέρει μολοντούτο πώς να τρυγήσει τη γύρη από τα άνθη της ερήμου. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας εδραίας λογοτεχνικής παράδοσης, που έχει επικεντρωθεί πρωτίστως στο σκέλος της τρέλας, από τον Σολωμό, τον Βικέλα και τον Εφταλιώτη ως τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη και τον Φιλύρα (χωρίς πάντως να αδιαφορήσει και για άλλες μορφές παρεμποδισμού), ο συγγραφέας θα ανασκαλέψει εις βάθος την εσωτερική ζωή των ηρώων του και θα αποκαλύψει τους κρυφούς της ρυθμούς όχι για να δικαιώσει και να μυθοποιήσει την αναπηρία αλλά για να ξεδιπλώσει την περιπέτεια της αφάνειας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα πρόσωπα της Αννιώς και του Αργύρη θα λειτουργήσουν σαν δύο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες: η Αννιώ με τη βαθμιαία καταβύθιση και την τελική αλαλία της, όταν σχεδόν θα αποφασίσει να ράψει το στόμα της, για να παρασυρθεί εν συνεχεία από τα νερά του προσωπικού της Αχέροντα, και ο Αργύρης με τη φυσική ζωική του δύναμη, που θα του επιτρέψει να αρχίσει να ζει έστω και την εσχάτη ώρα. Οσο για τον τόπο της Αννιώς και του Αργύρη, δεν θα λυτρωθεί ποτέ από τη δική του αφάνεια: όσο κι αν τρομοκρατηθεί από τα άδοξα παιδιά του, όσο κι αν ξορκίσει τη λοξή, ανεύρετη μοίρα τους.
Θανάσης Χατζόπουλος
Οι λησμονημένοι. Δύο νουβέλες
Εκδόσεις Γαβριηλίδης,
σελ. 309, τιμή 15,98 ευρώ
Πηγή: Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου