Σε ένα καφέ του Χολαργού, η Ίρις Σαμαρτζή ζωγραφίζει μια καμηλοπάρδαλη. Είναι ο τρόπος της για να διανθίσει τη χειρόγραφη αφιέρωση στο βιβλίο της, που μου έχει φέρει ως δώρο. «Αν το σκεφτείς, η τέχνη ήταν αυτή που μας έσωσε στην πανδημία», μου λέει. «Τι κάναμε για να αισθανθούμε ανάταση; Διαβάζαμε βιβλία, ακούγαμε μουσικές, βλέπαμε ταινίες, σειρές, διαδικτυακές παραστάσεις». Η δική της τέχνη απευθύνεται κυρίως σε παιδιά. Μέσα από φιγούρες και χρώματα. Μέσα από λεπτοδουλεμένες, ενίοτε συγκινητικές εικόνες που ζωντανεύουν ιστορίες και τους δίνουν παλμό. Μη εξοικειωμένη με το να δίνει προφορικές συνεντεύξεις, ανά διαστήματα μου μοιάζει και εκείνη με παιδί που το σήκωσαν στον πίνακα να το εξετάσουν. Την ίδια στιγμή, ο λόγος της δεν διαθέτει τίποτα το γλυκερό, καμία αφέλεια, καμία επιτηδευμένη ροζ τρυφερότητα.