«Θα ήθελα να αλλάζαμε σπίτι, γειτονιά, πόλη, δεν έχω φίλους εδώ. Είμαι οκτώ χρόνων και το πρώτο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα μετά τις διακοπές δεν έχω σταματήσει να κλαίω. Μου λείπει η φύση, ο ανοιχτός ορίζοντας, η παιδική χαρά που έσφυζε από κόσμο, η πλατεία όπου μπορούσα να παίζω δίχως να φοβάμαι, τα γατάκια και όλα τα άλλα ζώα που έγιναν φίλοι μου. Κυρίως, μου λείπουν οι παρέες, οι φίλοι που γνώρισα στις παραλίες, στις πλατείες, στις παραστάσεις, στα πανηγύρια που πήγαμε. Νιώθω τόση μοναξιά». Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που σφίγγεται στην αγκαλιά σου, η φθινοπωρινή Αθήνα, έτοιμη για μια όμορφη εκτονωτική καταιγίδα, ξαφνικά χάνει τη μαγεία της. Σταματάς να βλέπεις την κρυμμένη ομορφιά που ένιωθες πως υπήρχε ακόμη και στις πιο εγκαταλελειμμένες γειτονιές της και βλέπεις μόνο τη μοναξιά κάποιων ανθρώπων. Υπερβολικός συναισθηματισμός; Δεν νομίζω. Ενα μοναχοπαίδι που βρίσκεται στην Αθήνα το καλοκαίρι δίχως φίλους έχει αρκετά κοινά με έναν αντίστοιχο ηλικιωμένο που μένει μόνος του, αν και φυσικά δεν μπορούν να συγκριθούν οι δύο καταστάσεις.