ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΑΚΑΛΟΥ
ομότιμου καθηγητή Παιδαγωγικής ΑΠΘ
Εχοντας στα μάτια μου τις εφιαλτικές εικόνες από το ναυάγιο στη Σάμο, τις πνιγμένες έγκυες γυναίκες και τις νεαρές μητέρες που κρατούσαν μέχρι την τελευταία τους πνοή σφιχτά στην αγκαλιά τους τα βρέφη και τα μικρά παιδιά τους, ξεκίνησα την Τρίτη το πρωί για τα σύνορα. Να παραλάβω τη δωδεκάχρονη Σ., που γνώριζα ότι τρία τέσσερα χρόνια πριν είχε κάνει το ίδιο περίπου ταξίδι με τους νεκρούς πρόσφυγες της προηγούμενης μέρας, κι είχε σταθεί εκείνη τότε τυχερή. «Τυχερή» σε σχέση με όσα είχε βιώσει στο δρόμο της από το Αφγανιστάν μέχρι τον Εβρο: είχε δει να χάνονται όλοι οι δικοί της και να της απομένει μόνον η γιαγιά της. Από τότε γιαγιά και εγγονή μοιράστηκαν και βίωσαν στην Αθήνα την απόλυτη ανέχεια που συνοδεύει όσους και όσες, θύματα ατέλειωτων πολέμων σε χώρες της Ασίας, ζητούν επίσημα καταφύγιο στη δική μας χώρα -την πρώτη χώρα που συναντούν στο δρόμο τους για την Ευρώπη. Τις γνώριζα γιαγιά και εγγονή ως όνομα και ιστορία από τη διευθύντρια και τους/τις εκπαιδευτικούς του σχολείου όπου φοιτούσε κι όπου αναδείχτηκε «πρώτη μαθήτρια» η Σ.