Μια 46χρονη εργαζόμενη, μητέρα μιας 16χρονης εφήβου, μου περιέγραφε προ ολίγων εβδομάδων το ημερήσιο πρόγραμμά της. «Ξυπνάω στις 5.30 για να μαγειρέψω και να είμαι στο γραφείο όσο πιο νωρίς γίνεται, συνήθως κατά τις 7. Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι εγκαίρως για να είμαι κοντά στο παιδί, που εφέτος έχει άπειρο διάβασμα». «Και τι ώρα κοιμάσαι το βράδυ;» τόλμησα αφελώς να τη ρωτήσω. «Εννοείται ότι στις 10 ήδη ροχαλίζω». Δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτε άλλο. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα (παραίτησης) όλο νόημα. Οταν εργάζεσαι, η ημερήσια γονεϊκή ρουτίνα δεν αφήνει ζωτικό χώρο για τίποτε, μα τίποτε άλλο. Ας μην αυταπατώμεθα. Ο σύζυγος /σύντροφος είναι πλέον, για να καταφύγω στα γλυκερά επικοινωνιακά σλόγκαν της τελευταίας προεκλογικής περιόδου, κάτι σαν «αναγκαίο καλό», μια επιβεβλημένη cohabitation για την ανατροφή των παιδιών. Στην Ελλάδα της κρίσης ο γάμος μοιάζει σχεδόν να έχει επανασχεδιαστεί πάνω στη μία και μοναδική αξία της πλήρως αφοσιωμένης γονεϊκότητας (άλλως ειπείν του «υπεργονεϊσμού»).