“Υπήρξε άραγε κανείς που πρόσεξε την απουσία μας; Υπήρξε άραγε κανείς που να αναρωτήθηκε: Μα πού πήγαν οι νυχτερίδες; Εύχομαι να υπήρξε. Γιατί τη μια μπορεί να είναι οι νυχτερίδες που λιγοστεύουν, την άλλη ένα λουλούδι που χάνεται, την παράλλη ένα πουλί που εξαφανίζεται, κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει κανείς, έρχεται μια μέρα που ο κόσμος γίνεται φτωχότερος”.
Πώς μπορεί μια ξέγνοιαστη ζωή να μετατραπεί σε εφιάλτη μέσα σε λίγους μήνες; Τρεις νυχτεριδούλες που λατρεύουν το καλό φαγητό και τις εξερευνήσεις αρχίζουν να παρατηρούν ότι κάθε μέρα η αποικία τους μικραίνει. Μα πού πάνε οι νυχτερίδες; Πού χάνονται; Έχοντας ένα κακό προαίσθημα και έτοιμες να βρουν λύση στο ερώτημα που τις βασανίζει (και απειλεί την ύπαρξή τους), οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ανακαλύπτουν την τραγική αλήθεια: ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει πεθάνει από δηλητηρίαση από εντομοκτόνα. Η ζωή πλέον στην αγροικία δεν είναι ασφαλής και η άμεση μετακόμιση είναι επιτακτική αν θέλουν να επιβιώσουν.