Τον αποκλεισμό των προσφυγόπουλων από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας αναλύει σε έκθεσής της η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία RSA, και καλεί το υπουργείο Παιδείας να διασφαλίσει την ομαλή και απρόσκοπτη πρόσβαση των παιδιών στη δημόσια εκπαίδευση, μέσω του έγκαιρου καθορισμού των απαιτούμενων τάξεων, της πρόσληψης διδακτικού προσωπικού και των μέτρων για τη μεταφορά τους.
Στην έκθεση της RSA που δημοσιεύεται στην αγγλική γλώσσα με τίτλο «Excluded and Segregated. The vanishing education of refugee children in Greece» (Περιθωριοποιημένα και διαχωρισμένα: Η «εξαφανισμένη» εκπαίδευση των προσφυγόπουλων στην Ελλάδα), αναλύονται οι φραγμοί σε διαφορετικά επίπεδα στην εκπαίδευση μέσα από τη ματιά των προσφυγόπουλων, των γονέων τους και των εκπαιδευτικών.
Η έκθεση εντοπίζει αρχικά την απουσία τακτικής λεπτομερούς δημοσίευσης επίσημων στατιστικών σχετικά με τον αριθμό των παιδιών-προσφύγων σχολικής ηλικίας που διαμένουν στη χώρα, τον αριθμό των παιδιών που έχουν εγγραφεί στα σχολεία και τον αριθμό των παιδιών που τελικά παρακολουθούν την τυπική εκπαίδευση.
Επισημαίνονται τα προβλήματα στη δομή του ειδικού πλαισίου για την εκπαίδευση που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το 2016, όπως ενδεικτικά η αποτυχία της έγκαιρης δημιουργίας και στελέχωσης τάξεων υποδοχής και οι καθυστερήσεις στην οργάνωση της μεταφοράς των παιδιών στα σχολεία.
Στη συνέχεια, περιγράφεταιι ο αντίκτυπος που έχουν οι ευρύτερες πλημμέλειες στη διαδικασία ασύλου και στο σύστημα υποδοχής της χώρας στην πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση. Οι δε ξενοφοβικές συμπεριφορές στο σχολείο, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, δημιουργούν περαιτέρω δυσκολίες για αυτά τα παιδιά.
Τέλος, γίνεται αναφορά στις επιπτώσεις των περιορισμών μετακίνησης λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού που επηρεάζουν τη φυσική παρουσία στα σχολεία, καθώς και της αδυναμίας πρόσβασης στην τηλεκπαίδευση.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα περιλαμβάνει τρία ειδικά υποστηρικτικά μέτρα για την ένταξη των παιδιών προσφύγων:
Νηπιαγωγεία μέσα στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) και στις δομές φιλοξενίας της ηπειρωτικής χώρας,
Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση των Προσφυγοπαίδων (ΔΥΕΠ), ήτοι απογευματινά μαθήματα σε δημόσια σχολεία,
πρωινές Τάξεις Υποδοχής (ΤΥ) εντός των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ) σε καθορισμένα δημόσια σχολεία.
Το πλαίσιο συμπληρώνεται από τους Συντονιστές / Συντονίστριες Εκπαίδευσης Προσφύγων (ΣΕΠ) που λειτουργούν ως «γέφυρα» μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και των οικογενειών των προσφύγων.
Όπως επισημαίνεται, «αποκλεισμός των παιδιών-προσφύγων από το εκπαιδευτικό σύστημα έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ».
Από τα διαθέσιμα επίσημα στατιστικά στοιχεία καταδεικνύεται μία ταχεία και ραγδαία πτώση των εγγραφών παιδιών-προσφύγων σε δημόσια σχολεία τα τελευταία δύο χρόνια, από 12.867 τον Ιούνιο του 2019 σε 8.637 τον Μάρτιο του 2021. Οι εκπαιδευτικοί τονίζουν ότι η πραγματική φοίτηση στο σχολείο βρίσκεται σε δραματικά χαμηλό ποσοστό.
Ο αποκλεισμός οφείλεται σε μια σειρά ελλείψεων στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού πλαισίου, στις καθυστερήσεις στη δημιουργία τάξεων υποδοχής και ΔΥΕΠ και στην πρόσληψη διδακτικού προσωπικού, στην απουσία ή ανεπάρκεια υπηρεσιών μεταφοράς.
Σύμφωνα με την οργάνωση, η υπόθεση του καταυλισμού στην Ριτσώνα Ευβοίας είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα του αποκλεισμού των παιδιών-προσφύγων από την τυπική εκπαίδευση στην Ελλάδα.
Μετά τον διπλασιασμό του πληθυσμού το 2020, ο καταυλισμός φιλοξενεί 2.763 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων πάνω από 800 παιδιά σχολικής ηλικίας. Ενώ οι νέες τάξεις δεν έχουν ακόμη στελεχωθεί, δεν υπάρχουν αρκετά λεωφορεία για να μεταφερθούν όλα τα παιδιά στο σχολείο ώστε να παρακολουθήσουν μαθήματα στις τάξεις που λειτουργούν από πέρυσι.
Σήμερα, όλα τα παιδιά του καταυλισμού παραμένουν εκτός σχολείου, ενώ η Δήμαρχος Χαλκιδέων έχει αντιταχθεί στην πρόσβασή τους σε τοπικά σχολεία, υποστηρίζοντας ότι η σχολική υποδομή δεν δύναται να απορροφήσει επιπλέον μαθητές και ότι η ένταξή τους θα δημιουργούσε κινδύνους για τη δημόσια υγεία λόγω της πανδημίας του COVID -19.
«Ο μισαλλόδοξος δημόσιος λόγος κατά της εκπαίδευσης παιδιών προσφύγων, με αναφορές σε κινδύνους για τη δημόσια υγεία, εξακολουθεί να παρατηρείται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας», υπογραμμίζεται.
Ελλείψεις στο σύστημα ασύλου και κορωνοϊός
Η πρόσβαση των παιδιών-προσφύγων στην εκπαίδευση επιβαρύνεται περαιτέρω από παράγοντες που απορρέουν από ευρύτερες ελλείψεις στο ελληνικό σύστημα ασύλου, συμπεριλαμβανομένων των εμποδίων στη διαδικασία ασύλου, των επισφαλών συνθηκών διαβίωσης και της διακοπής της στέγασης.
Τα χαμηλότερα ποσοστά εγγραφής εντοπίζονται στα παιδιά-πρόσφυγες στα νησιά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στα ΚΥΤ, η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών δεν έχει πρόσβαση στην εκπαίδευση, ακόμη και σε μη τυπική εκπαίδευση.
Βάσει των περιορισμών περιορισμούς κυκλοφορίας που επιβλήθηκαν στα ΚΥΤ και στους καταυλισμούς τον Μάρτιο του 2020 μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19, επιτρέπεται η έξοδος από τη δομή μόνο ενός μέλους ανά οικογένεια ή ενός εκπροσώπου ανά ομάδα από τις 7 το πρωί έως τις 7 το βράδυ.
Οι περιορισμοί κυκλοφορίας παρατάθηκαν διαδοχικά ακόμη και μετά το πέρας της καραντίνας για τον υπόλοιπο πληθυσμό τον Μάιο του 2020, πυροδοτώντας έντονη κριτική κατά των διακρίσεων εις βάρος των προσφύγων.
Ενώ το κλείσιμο των σχολείων λόγω της πανδημίας οδήγησε στην μετάβαση του εκπαιδευτικού συστήματος στη δυσμενή πραγματικότητα της τηλεκπαίδευσης, τα περισσότερα παιδιά-πρόσφυγες εξακολουθούν να στερούνται τα απαραίτητα μέσα για φοίτησή τους, όπως πρόσβαση στο Διαδίκτυο, τεχνικό εξοπλισμό και γλωσσικές δεξιότητες για την πλοήγηση στην πλατφόρμα που έχει συσταθεί από τις αρχές για την τηλεκπαίδευση και λειτουργεί στα ελληνικά.
Η εμμονή της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη δημιουργία μεγάλων δομών για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, μακριά από αστικά κέντρα, επιβεβαιώνει τους φόβους περαιτέρω αποκλεισμού και διαχωρισμού των παιδιών-προσφύγων.
Το μνημόνιο συνεργασίας σχετικά με το προγραμματισμένο «ΚΥΤ πολλαπλών χρήσεων» στη Μυοτιλήνη προβλέπει τη διεξαγωγή σχολικής εκπαίδευσης εντός των εγκαταστάσεων, όπου δεν καθίσταται δυνατή η παρακολούθηση σε δημόσιο σχολείο.
Με βάση τα εκτεθέντα, η Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο (RSA) διατυπώνει τις ακόλουθες συστάσεις:
Ο πρωταρχικός στόχος οποιασδήποτε ουσιαστικής εκπαιδευτικής πολιτικής πρέπει να είναι η ένταξη των παιδιών προσφύγων στα δημόσια σχολεία με την απαραίτητη υποστήριξη. Προς τούτο, το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να συνεχίσει την τακτική εποπτεία και αξιολόγηση της λειτουργίας των ΤΥ-ΖΕΠ και ΔΥΕΠ και να διεξάγει διαβουλεύσεις με τον εκπαιδευτικό τομέα για τον εντοπισμό συγκεκριμένων μέτρων βελτίωσης των πολιτικών.
Το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να διασφαλίσει την τακτική δημοσίευση λεπτομερών στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό των παιδιών-προσφύγων σχολικής ηλικίας που ζουν στη χώρα, τον αριθμό των παιδιών που έχουν εγγραφεί σε σχολεία και τον αριθμό των παιδιών που φοιτούν πραγματικά.
Το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να διασφαλίσει την ομαλή και απρόσκοπτη πρόσβαση των παιδιών προσφύγων στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα μέσω του έγκαιρου καθορισμού των απαιτούμενων τάξεων, της πρόσληψης διδακτικού προσωπικού και των μέτρων για τη μεταφορά των παιδιών.
Ο περιορισμός των αιτούντων άσυλο σε μεγάλες δομές μακριά από αστικά κέντρα, μεταξύ άλλων στα σύνορα, δεν επιτρέπει στο κράτος να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να εγγυάται στα παιδιά το δικαίωμα στην εκπαίδευση, όπως καταδεικνύει η ελληνική πρακτική. Για το λόγο αυτό, πρέπει να αποφευχθεί το μοντέλο της υποδοχής σε απομονωμένα μεγάλα κέντρα και η εφαρμογή των διαδικασιών των συνόρων.
Πρέπει να αποφευχθεί ο διαχωρισμός στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η δημιουργία παράλληλων συστημάτων εκπαίδευσης εντός των δομών, με βάση την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, ή με τη μορφή ξεχωριστών απογευματινών τάξεων κατά κανόνα για τους πρόσφυγες, οδηγεί στη δημιουργία «εκπαιδευτικών γκέτο».
Τα μέτρα για τη δημόσια υγεία δεν πρέπει να συνεπάγονται διακριτική μεταχείριση. Τυχόν επείγοντα μέτρα που επηρεάζουν την ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να σέβονται το δικαίωμα και την υποχρέωση των παιδιών να φοιτούν στο σχολείο.
Πηγή: CNNGreece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου