Η φτώχεια στην Ελλάδα αλλάζει «στρατόπεδο», καθώς, χρόνο με τον χρόνο, μειώνεται ο σχετικός δείκτης για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών και αυξάνεται ταχύτατα για τους υπόλοιπους, ειδικά για τους νέους και τα παιδιά κάτω των 17 ετών. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η φτώχεια των ηλικιωμένων –μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις που πραγματοποιεί το κράτος– έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με τα προ κρίσεως επίπεδα, ενώ το πρόβλημα για νέους και μεσήλικες έχει αυξηθεί πάνω από τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες.
Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του: Τα διαθέσιμα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού εξαντλούνται για τη χρηματοδότηση των συντάξεων, ενώ ελάχιστοι είναι οι πόροι που απομένουν για επιδόματα προς τις νεότερες γενιές. Είναι αποκαλυπτικό ότι για τους μακροχρόνια ανέργους –συνολικά είναι περισσότεροι από 800.000– δαπανώνται λιγότερα από 22 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση τη στιγμή που η κρατική συμμετοχή για την καταβολή των συντάξεων φτάνει στο 9% του ΑΕΠ ή περίπου στα 15 δισ. ευρώ.
Η έκθεση που συνέταξε η Παγκόσμια Τράπεζα, προκειμένου να προτείνει τρόπους χρηματοδότησης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αμφισβητεί πλήρως τη ρητορική της σημερινής κυβέρνησης, η οποία επιδίωξε να υπερασπιστεί τις υφιστάμενες συντάξεις με το επιχείρημα ότι οι συνταξιούχοι συντηρούν με το εισόδημά τους και τα νεότερα μέλη της οικογένειας.
Τελικά η κυβέρνηση υπαναχώρησε και σε περικοπές εισοδήματος των χαμηλοσυνταξιούχων, όπως η σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ αλλά και η αύξηση των εισφορών υπέρ υγείας που έχει πλήξει το σύνολο των περίπου 2,8 εκατομμυρίων συνταξιούχων. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, «οι συνταξιοδοτικές δαπάνες μειώνουν τη φτώχεια στις τάξεις των ηλικιωμένων, δεν έχουν όμως αντίστοιχη επίπτωση και στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες».
Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, μόνο το 12,2% των παιδιών ηλικίας κάτω των 14 ετών ζει σε νοικοκυριό στο οποίο υπάρχει συνταξιούχος, παρά το γεγονός ότι είμαστε πρωταθλητές Ευρώπης στους συνταξιούχους κάτω των 60% (σ.σ. το 19% των ατόμων ηλικίας 50-59 ετών στην Ελλάδα είναι συνταξιούχοι με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη να περιορίζεται στο 10%).
Στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, ο κίνδυνος φτώχειας αφορούσε περίπου το 28,4% του πληθυσμού το 2004. Εκτοτε, το ποσοστό άρχισε να μειώνεται χρόνο με τον χρόνο, με μοναδική εξαίρεση το 2011 όταν και ανήλθε στο 23,6%. Το 2012 υποχώρησε στο 17,2%, το 2013 στο 15,1%, το 2014 στο 14,9% και το 2015 στο 13,7%.
Οι αιτίες
Το γεγονός ότι το ποσοστό της φτώχειας των συνταξιούχων έχει περιοριστεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, προφανώς και δεν οφείλεται στην αύξηση του εισοδήματός τους. Αποδίδεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι ετήσιες αποδοχές των χαμηλοσυνταξιούχων μειώθηκαν μεν αλλά με πολύ μικρότερο ρυθμό σε σχέση με την κάμψη αποδοχών που παρατηρήθηκε στο σύνολο της χώρας.
Στην πράξη, η συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων που προ κρίσης είχαν μηνιαίες αποδοχές της τάξεως των 800 ευρώ, έχουν χάσει τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας και προσφάτως ένα μέρος της καθαρής σύνταξής τους λόγω της αύξησης των εισφορών υπέρ υγείας. Συνολικά, οι απώλειες του μηνιαίου εισοδήματος ήταν μέχρι τώρα μικρότερες του 20%.
Τι έγινε το ίδιο διάστημα στο σύνολο των αποδοχών; Η πτώση έχει ξεπεράσει το 36% από το 2010 μέχρι σήμερα, ενώ το κατώφλι του κινδύνου φτώχειας έχει υποχωρήσει κατά 37%. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το 2010 κίνδυνο φτώχειας διέτρεχε όποιος είχε μηνιαίο εισόδημα κάτω από 7.178 ευρώ τον χρόνο ή περίπου 598 ευρώ τον μήνα. Το 2015, το όριο του κινδύνου φτώχειας έχει υποχωρήσει στα 4.512 ευρώ ετησίως ή στα 376 ευρώ τον μήνα.
Είτε με την ελάχιστη σύνταξη είτε με το ΕΚΑΣ (το οποίο οδεύει προς κατάργηση) είτε με τη σύνταξη του ανασφάλιστου υπερήλικα, το εθνικό σύστημα κοινωνικών μεταβιβάσεων εξασφαλίζει μέχρι τώρα στον συνταξιούχο εισόδημα υψηλότερο του ορίου της φτώχειας (στα χαμηλά επίπεδα που αυτό έχει διαμορφωθεί πλέον) και έτσι δικαιολογείται και η συνεχής μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας στο επίπεδο του 13,7%. Αυτό όμως που ισχύει για τους ηλικιωμένους δεν ισχύει για τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.
Μείωση διαθέσιμου εισοδήματος κατά 36% από το 2010
Η παιδική φτώχεια λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις και ήδη το ελληνικό ποσοστό είναι μεταξύ των τριών υψηλότερων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα άτομα ηλικίας έως 17 ετών, η φτώχεια έχει αυξηθεί από το 23% το 2008 στο 26,6% το 2015, ενώ στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών, από το 18,7% το ποσοστό έχει αυξηθεί στο 22,5%. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κρίση έπληξε όλες τις ηλικιακές ομάδες μειώνοντας το εισόδημά τους. Δεν χτυπήθηκαν όμως όλοι το ίδιο· το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα έχει μειωθεί στην Ελλάδα περίπου κατά 36% κατά τη διάρκεια των μνημονίων, έχει περιοριστεί από τις 12.000 ευρώ το 2010, κοντά στις 7.500 ευρώ το 2015. Ποιες κοινωνικές ομάδες υπέστησαν μεγαλύτερο «κούρεμα» εισοδήματος από τον εθνικό μέσο όρο;
• Οι οικογένειες με δύο ή περισσότερα παιδιά. Οικογένεια με δύο παιδιά έχει χάσει περίπου το 38,5% του εισοδήματός της, ενώ στους πολυτέκνους οι απώλειες φθάνουν στο 44%. Αντιθέτως, στα ζευγάρια ηλικιωμένων (και οι δύο άνω των 65) η μείωση εισοδήματος περιορίζεται στο 25%.
• Οι άνεργοι έχουν απολέσει το 40% του μέσου εισοδήματος, όταν στους συνταξιούχους το ποσοστό περιορίζεται στο 26%.
Η κατάργηση του ΕΚΑΣ που πέρασε η σημερινή κυβέρνηση προφανώς θα επιδεινώσει την κατάσταση στα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, καθώς η απώλεια εισοδήματος θα ξεπεράσει σε αρκετές περιπτώσεις το 20%.
Αντιθέτως, με τη θέσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν θα ξεφύγουν πολλοί νεότεροι από το φάσμα της σχετικής φτώχειας. Αλλωστε, εξ ορισμού το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δεν αποσκοπεί στο να βοηθηθούν αυτοί που έχουν εισόδημα της τάξεως των 4.500-5.000 ευρώ ετησίως, αλλά αυτοί που βρίσκονται κάτω από τα όρια της απόλυτης φτώχειας, δηλαδή κάτω από 2.500-3.000 ευρώ τον χρόνο.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου