Καθόμουν στην τάξη, στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, και σιωπηλά κρατούσα σημειώσεις, όταν ξαφνικά κάτι αναρριχήθηκε κάτω από το κάθισμά μου και εμφανίστηκε μπροστά μου. Πετάχτηκα τρομαγμένη: Ηταν μία μάγισσα!
Και μετά ξύπνησα. Παρότι ο ενδοσχολικός μου εφιάλτης ίσως να είχε ακραία χαρακτηριστικά, σε καμία περίπτωση δεν ήμουν η μοναδική που της έλειπε ύπνος, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, η οποία έδειξε ότι οι Αμερικανοί νέοι είναι σε γενικές γραμμές νυσταγμένοι. Μερικοί από αυτούς μάλιστα λένε ότι τα σχολεία πρέπει να αλλάξουν ωράρια για να τους εξυπηρετήσουν.
Στο περιοδικό The Atlantic, η Jessica Lahey γράφει ότι σε δημοσίευση του επιστημονικού περιοδικού American Academy of Pediatrics, η Judith Owens και οι συνεργάτες της αναφέρουν ότι «ο μέσος έφηβος στις ΗΠΑ εμφανίζει χρόνια έλλειψη ύπνου και είναι παθολογικά νυσταγμένος (όπως, για παράδειγμα, βιώνουν επίπεδα νύστας αντίστοιχα με αυτά ασθενών που έχουν διαταραχές ύπνου, όπως η ναρκοληψία)». Οι επιστήμονες ισχυρίζονται επίσης ότι η έλλειψη ύπνου μειώνει την απόδοση των παιδιών στο σχολείο και τους θέτει σε κίνδυνο εμπλοκής σε τροχαία ατυχήματα και εμφάνισης αγχωδών διαταραχών και διαβήτη τύπου 2. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα οι ερευνητές προτείνουν ότι «στις περισσότερες περιφέρειες, τα γυμνάσια και τα λύκεια θα έπρεπε να στοχεύουν σε μία ώρα έναρξης των μαθημάτων που δεν θα είναι πριν από τις 8.30 π.μ.», για να επιτρέπουν έτσι στα παιδιά να κοιμούνται όσο χρειάζεται.
Δεν αισθάνονται νύστα
Γιατί όμως να αναγκάσουμε τα σχολεία να αλλάξουν; Η Lahey γράφει ότι «αλλάζοντας την ώρα που πέφτουν τα παιδιά για ύπνο δεν θα λύσει το πρόβλημα, ειδικά για τους εφήβους», εξηγώντας ότι οι έφηβοι μένουν ξύπνιοι έως αργά, όχι επειδή δεν θέλουν να πάνε για ύπνο, αλλά επειδή δεν μπορούν. Λόγω της καθυστερημένης έκκλησης μελατονίνης στον εγκέφαλο των εφήβων και της έλλειψης διάθεσης για ύπνο ως απάντηση στην κούραση, οι έφηβοι δεν αισθάνονται νύστα μέχρι πολύ πιο αργά τη νύχτα, σε σχέση με τα μικρότερα παιδιά ή τους ενήλικες, και δυσκολεύονται να κοιμηθούν, ακόμα και όταν είναι κουρασμένοι.
Η δρ Owens, η βασική ερευνήτρια της παραπάνω έρευνας, της οποίας η κόρη πηγαίνει σε σχολείο το οποίο άλλαξε την ώρα έναρξης των μαθημάτων, ξεκινώντας στις 8.30, με ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα, λέει ότι «είχα την ευκαιρία να δω με τα μάτια μου τα πλεονεκτήματα μιας πιο ξεκούραστης, σε εγρήγορση και λιγότερο ευέξαπτης μαθήτριας, τόσο ως μητέρα όσο και ως ερευνήτρια ύπνου».
Οι φοιτητές, επίσης, δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από εμένα, όταν στα φοιτητικά μου χρόνια ήρθα αντιμέτωπη με τη φανταστική μάγισσα. Ο Adam Knowlden, καθηγητής Επιστήμης της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, ανακάλυψε σε έρευνά του ότι περίπου το 60% των φοιτητών δεν θα καταφέρουν να κοιμηθούν αρκετά, όταν αυτό το ποσοστό στον γενικό πληθυσμό δεν ξεπερνά το 33%. Ο δρ Knowlden ισχυρίζεται επίσης ότι «η ικανότητα των φοιτητών να λάβουν ικανοποιητικές ποσότητες ύπνου είναι περισσότερο στο χέρι τους, ενώ ο ενήλικος πληθυσμός σε γενικές γραμμές είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίζει διαταραχές ύπνου ιατρικής φύσης».
Η δρ Owens και οι συνεργάτες της αναφέρουν στο επιστημονικό τους άρθρο ότι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης στην καθιέρωση της έναρξης του σχολείου αργότερα είναι η εκπαίδευση γονέων, δασκάλων, μαθητών και όλων όσοι εμπλέκονται στην εκπαίδευση των παιδιών, ώστε αυτοί να αντιληφθούν ότι «η έλλειψη ύπνου αποτελεί κίνδυνο για την υγεία, την ασφάλεια και την ακαδημαϊκή επιτυχία των παιδιών». Αν καταφέρουν να περάσουν ένα τέτοιο μέτρο, ίσως τα παιδιά του μέλλοντος να δείχνουν μεγαλύτερη προσοχή στους δασκάλους τους, και λιγότερη στους ήρωες που υποσυνείδητα ξεπηδούν κάτω από τις καρέκλες τους.
Τι είναι ο «λευκός θόρυβος»
«Δεν υπάρχει ιδιαίτερη επιστημονική έρευνα πίσω από την επίδραση του λευκού θορύβου στην πρόκληση ύπνου, εκτός από τη χρήση του με σκοπό να καλύψει άλλους ήχους», λέει η δρ Αννα Κρίγκερ, ιατρική διευθύντρια του Κέντρου Ιατρικής του Υπνου στο Πρεσβυτεριανό νοσοκομείο της Νέας Υόρκης.
Σε αυτή την περίπτωση, λέει η δρ Κρίγκερ, κάποιος μπορεί να έχει συνηθίσει τον ήχο που παράγει η συσκευή, το οποίο αυτό καθ’ αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα, εκτός και αν η ένταση του ήχου είναι υψηλή. «Χρόνια έκθεση σε κάποιο θόρυβο δεν είναι ευεργετική για την υγεία μας, μιας και μπορεί να πυροδοτεί την έκλυση στρεσογόνων ορμονών, ενώ επίσης επηρεάζει την υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος», επισημαίνει η δρ Κρίγκερ.
Αρκετές συσκευές παράγουν επίσης και ανακουφιστικούς και απαλούς ήχους αντί ή επιπρόσθετα στον τυχαίο λευκό θόρυβο. Κάποιες εναλλακτικές, προτείνει η δρ Κρίγκερ, είναι να ανοίξεις ένα παράθυρο, να ανάψεις έναν ανεμιστήρα οροφής, να ανοίξεις το ραδιόφωνο και σε χαμηλή ένταση να το συντονίσεις μεταξύ δύο σταθμών, ή να προγραμματίσεις το smartphone σου να παίζει απαλούς ήχους.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου