Βγάζουν ακόμα το ματωμένο σεντόνι μετά την πρώτη νύχτα γάμου για να αποδείξουν την αγνότητα των κοριτσιών τους αλλά συγχρόνως τα καταδικάζουν σε μια ζωή με δυσεπίλυτα προβλήματα υγείας και προσωπικά και με ελάχιστες επαγγελματικές ευκαιρίες. Τη συνήθεια των Τσιγγάνων να παντρεύουν από πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά τους είχε ως θέμα ημερίδα που διοργάνωσε η Κοινωνική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων ΑΡΣΙΣ με σκοπό την ευαισθητοποίηση σχετικά με το φαινόμενο των πρόωρων και αναγκαστικών γάμων και την επίδρασή του στη ζωή των νέων.
Τσιγγάνοι, κάτοικοι διαφόρων περιοχών ανά την Ελλάδα και επιστήμονες μιλώντας στην ημερίδα κατέληξαν στην κοινή διαπίστωση ότι μόνο η παιδεία μπορεί να συντελέσει στην άρση του φαινομένου που τείνει να μειωθεί σε κάποιους οικισμούς Ρομά οι οποίοι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Παράλληλα, υπογραμμίσθηκε η σπουδαιότητα φοίτησης των παιδιών σε σχολεία με μη Τσιγγανάκια, προκειμένου να αποφεύγεται η γκετοποίηση και η κοινωνική απομόνωση. Ιδιαίτερη μνεία έγινε και στους μουσουλμάνους Τσιγγάνους που κατοικούν στην ορεινή Ξάνθη όπου οι πρόωροι γάμοι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι. Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό κ. Αζίζ, συντονιστή του επιμορφωτικού κέντρου Γλαύκης, το φαινόμενο μειώνεται όταν αυξάνεται το εκπαιδευτικό επίπεδο. «Από το 1976 έως τις αρχές του 2000, τα κορίτσια μόλις παρουσίαζαν έμμηνο ρύση, έπρεπε να σταματήσουν το σχολείο και να επιστρέψουν στο σπίτι τους προκειμένου να μάθουν το νοικοκυριό», ανέφερε στην ημερίδα ο κ. Αζίζ προσθέτοντας ότι την τελευταία δεκαετία όλο και περισσότερα κορίτσια πηγαίνουν σχολείο. Πάντως, στην παρέμβασή της στην ημερίδα, η καθηγήτρια Αστικού Δικαίου του ΑΠΘ, Θεανώ Παπαζήση, υποστήριξε ότι θεωρεί «πολύ σημαντικό να μην εφαρμόζεται η σαρία στις προσωπικές σχέσεις Ελλήνων μουσουλμάνων». Στην αγραμματοσύνη των περισσότερων γονιών Τσιγγάνων αναφέρθηκε από την πλευρά της η Άννα Μάγκα από το Σύλλογο Γυναικών Δενδροποτάμου, υπογραμμίζοντας ότι τα περισσότερα παιδιά, όταν γυρνάνε από το σχολείο, έχουν κάποιον να τα βοηθήσει στα μαθήματά τους. «Εμείς όμως αναγκαζόμαστε να βγαίνουμε στο δρόμο, με μία φωτοτυπία στο χέρι από τη δασκάλα του σχολείου και να ζητούμε από κάποιον εγγράμματο να μας βοηθήσει να καταλάβουμε προκειμένου να το εξηγήσουμε στη συνέχεια στα παιδιά μας», είπε χαρακτηριστικά. Την πεποίθησή του ότι «υπάρχει και άλλος δρόμος για τους Τσιγγάνους αρκεί η Πολιτεία να δώσει κίνητρα», εξέφρασε ο Γιώργος Δημητρίου από την Ένωση Ρομά Κωνσταντινοπολιτών σημειώνοντας ωστόσο και το μερίδιο ευθυνών των ίδιων των Τσιγγάνων που πολλές φορές επιλέγουν την απομόνωση. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όσοι επιλέγουν τον γάμο σε πολύ μικρή ηλικία, θα αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια, σε μεγάλο ποσοστό, προβλήματα στο γάμο τους», κατέληξε. Επιβάρυνση της υγείας από την τεκνοποίηση σε νεαρή ηλικία Για τις έφηβες Τσιγγάνες μητέρες και τις επιπτώσεις στην υγεία τους και στην υγεία των παιδιών, μίλησε η Μάρθα Μωραΐτου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Μαιευτικής, η οποία επικαλέστηκε στοιχεία από έρευνα που διενήργησε το 2009 το υπουργείο Απασχόλησης και η ίδια ήταν υπεύθυνη στον τομέα υγείας των Τσιγγάνων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου «Εκπόνηση Μελέτης για την Καταγραφή της Υφιστάμενης Κατάστασης των Ρομά στην Ελλάδα, Απολογισμός Δράσεων και Εκπόνηση Σχεδίου Δράσης για την 4η Προγραμματική Περίοδο» με χρηματοδότηση του υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και με Ανάδοχο την «Ευρωδιάσταση». Το δείγμα καλύπτει 276 νοικοκυριά με 1.464 μέλη, τα οποία κατανέμονται σε 7 περιφέρειες, 10 νομούς και 15 δήμους. Όπως προέκυψε, οι Τσιγγάνες γίνονται μητέρες πολύ νέες και έχουν περισσότερες κυήσεις, τοκετούς και αποβολές από τον υπόλοιπο πληθυσμό, γεγονός που επιβαρύνει την υγεία τους, διότι σπάνια παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της κύησης. Σε ό,τι αφορά τους τοκετούς, το 60% περίπου έχει γεννήσει μέχρι 4 παιδιά, ενώ από τις γυναίκες που γέννησαν το 46% δηλώνει ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τις παρακολουθούσε γιατρός του νοσοκομείου (ή κέντρου υγείας), το 20% δηλώνει ιδιώτη γιατρό και το 32% δηλώνει ότι δεν είχε καμιά παρακολούθηση. Ανάλογα ποσοστά εμφανίζονται και στη συχνότητα επισκέψεων στο γυναικολόγο όπου το 34,5% δηλώνει μέχρι 3 επισκέψεις, το 42,3% από 4- 9 επισκέψεις και πάνω από 9 το 25,0%. Από τις γυναίκες αυτές, το 17% δηλώνει το θάνατο ενός παιδιού. Ειδικότερα, περίπου το 21% δηλώνει το θάνατο βρέφους 0-12 μηνών, ενώ το 50% δηλώνει το θάνατο παιδιού 1-5 ετών. Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες θανάτου, φαίνεται ότι η πλειονότητα των γυναικών δεν έχει σαφή εικόνα. Πάντως, αν και το 80% δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να αποκτήσει άλλα παιδιά, εντούτοις, το 65% δεν λαμβάνει κανένα μέτρο αντισύλληψης, ενώ το 7,5% μόνο χρησιμοποιεί χάπι ή σπιράλ. Νατάσα Καραθάνου
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου