Ο συγγραφέας των μπεστ σέλερ καλεί τους γονείς να πάρουν τα τηλέφωνα των παιδιών τους, επισημαίνοντας πως η διαχείριση των συνεπειών έχει γίνει δουλειά πλήρους απασχόλησης.
ΟΤζόναθαν Χέιντ άφησε τον γιο του να περπατήσει μισό μίλι μέχρι το σχολείο μόνος του στην τετάρτη τάξη, δύο χρόνια πριν το κάνουν οι συμμαθητές του. Έδωσε στον 9χρονο ένα iPhone που του είχε παραχωρηθεί και παρακολουθούσε νευρικά στο δικό του τηλέφωνο καθώς ο γιος του διέσχιζε μια πολυσύχναστη διασταύρωση στη γειτονιά τους στο Greenwich Village.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η κόρη του Χέιντ πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού, δεν πήρε iPhone. Αυτό ήταν το 2019, και οι ανησυχίες για τη χρήση των τηλεφώνων από τα παιδιά αυξάνονταν. Αντ’ αυτού, της πήρε ένα ρολόι Gizmo με GPS, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί τη διαδρομή της προς το σχολείο.
Ο Χέιντ, κοινωνικός ψυχολόγος και καθηγητής στο Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, έχει έκτοτε διεξάγει εκτεταμένη έρευνα σχετικά με το θέμα των παιδιών και των smartphones. Τα συµπεράσματά του τον έχουν µετατρέψει σε έναν προβεβλημένο επικριτή µιας από τις πιο προσοδοφόρες βιοµηχανίες του κόσµου, καθώς υποστηρίζει ότι οι κολοσσοί που µας έφεραν τα smartphones -µε την ψυχαγωγία και τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης που προσφέρουν όλο το εικοσιτετράωρο- είναι η κύρια αιτία της αύξησης του άγχους και της κατάθλιψης στους εφήβους.
Η θέση του Χέιντ, η οποία παρατίθεται στο νέο του βιβλίο, «The Anxious Generation«, τον έχει οδηγήσει στην κλιμακούμενη συζήτηση σχετικά με τα παιδιά και τα τηλέφωνα.
Ο Χέιντ λέει ότι στόχος του είναι να ενώσει τους γονείς για να αναλάβουν συλλογική δράση, επειδή συχνά δίνουν στα παιδιά τους τηλέφωνα και εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης λόγω της πίεσης των συνομηλίκων. «Ο στόχος μου είναι ότι κανένας γονέας που θέλει να κάνει το σωστό δεν θα είναι ο μόνος που θα κάνει το σωστό», δήλωσε σε συνέντευξή του.
Το βιβλίο βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των best seller των New York Times για τα μη λογοτεχνικά βιβλία, κάθε εβδομάδα από τότε που κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου. Είναι το θέμα συζήτησης σε ομάδες μαμάδων. Η Όπρα Γουίνφρεϊ το εξήρε, το ίδιο και διάσημες μαμάδες όπως η Τζέσικα Σάινφελντ.
Η κυβερνήτης του Αρκάνσας, Σάρα Χάκαμπι Σάντερς, μια Ρεπουμπλικανή, έστειλε αντίγραφα σε όλους τους κυβερνήτες των πολιτειών και στα μέλη του νομοθετικού σώματος της πολιτείας της με μια επιστολή που καλούσε τους νομοθέτες να προστατεύσουν τα παιδιά από τον ««σκοτεινό υπόνομο» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Χέιντ είναι τόσο απασχολημένος με την προώθηση του βιβλίου και την αντιμετώπιση ερωτημάτων που η αυτοματοποιημένη απάντηση στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο λέει ότι δεν θα είναι σε θέση να απαντήσει μέχρι να τελειώσει η περιοδεία του βιβλίου του, τον Αύγουστο.
Μια κριτική στο έγκριτο περιοδικό Nature αναφέρει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θεωρία του και τον κατηγορεί για κινδυνολογία.
«Ακόμη χειρότερα, η τολμηρή πρόταση ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ευθύνονται μπορεί να μας αποσπάσει από την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πραγματικών αιτιών της σημερινής κρίσης ψυχικής υγείας των νέων», έγραψε στο Nature η Κάντις Λ. Οντζερς, καθηγήτρια ψυχολογίας και αναπληρώτρια κοσμήτορας για την έρευνα στο Πανεπιστήμιο Irvine της Καλιφόρνιας.
Η Οντζερς, η οποία μελετά την ψυχική υγεία των εφήβων εδώ και 20 χρόνια, δήλωσε σε συνέντευξή της ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας προέρχονται από ένα σύνθετο μείγμα γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η ένοπλη βία και οι οικονομικές δυσκολίες.
Η TikTok, η Snap και η Meta, η μητρική εταιρεία του Instagram και του Facebook, αρνήθηκαν να σχολιάσουν τα ευρήματα του Χέιντ.
Περίπου το 57% των μαθητριών λυκείου ανέφεραν το 2021 επίμονα συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας, έναντι 36% πριν από μια δεκαετία, σύμφωνα με διετή έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2023 από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων. Μεταξύ των εφήβων αγοριών, τα συναισθήματα απελπισίας αυξήθηκαν από 21% σε 29%.
Ελεύθερη παιδική ηλικία
Ο 60χρονος Χέιντ μεγάλωσε στα προάστια του Scarsdale της Νέας Υόρκης και περνούσε τις μέρες του κάνοντας ποδήλατο και εξερευνώντας ττη γειτονιά με τους φίλους του. Ήταν σημαντικό γι’ αυτόν και τη σύζυγό του, Τζέιν, να προσφέρουν στα παιδιά τους το ίδιο είδος ελευθερίας.
Αφού σπούδασε φιλοσοφία ως προπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Yale, δούλεψε για λίγο ως προγραμματιστής υπολογιστών, δουλειά την οποία βρήκε βαρετή. Αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει καθηγητής και πήρε διδακτορικό στην κοινωνική ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Μια προσωρινή θέση διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης μετατράπηκε σε πλήρη απασχόληση και τελικά σε μόνιμη θέση. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Village, όπου ένιωθε ότι τα παιδιά του θα μπορούσαν να έχουν μια ελεύθερη παιδική ηλικία.
Οι γονείς των προαστίων διστάζουν να αφήσουν τα παιδιά τους να πάνε μόνα τους στο πάρκο, επειδή κάποιος μπορεί να καλέσει την αστυνομία και να καταγγείλει ένα παιδί χωρίς επίβλεψη, έγραψε στο βιβλίο του. «Στο Μανχάταν, κανείς δεν θα σκεφτόταν να καλέσει την αστυνομία για ένα 8χρονο που βγαίνει μόνο του», λέει.
Όταν τα παιδιά του άρχισαν να πηγαίνουν με τα πόδια στο σχολείο, τα παρακολουθούσε στις συσκευές τους μόνο για μερικές ημέρες πριν υποχωρήσει το άγχος του.
Η συγγραφή βιβλίων για καυτά θέματα έγινε το φόρτε του, ξεκινώντας με ένα βιβλίο για την ευτυχία και στη συνέχεια με ένα άλλο για το γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο διχασμένοι όσον αφορά στη θρησκεία και στην πολιτική. Κατά τη διάρκεια της έρευνας για ένα βιβλίο σχετικά με την ευθραυστότητα των αμερικανών φοιτητών, το «The Coddling of the American Mind», άρχισε να αναρωτιέται για την ψυχική υγεία των νεότερων φοιτητών.
Γνώρισε την Jean Twenge, καθηγήτρια ψυχολογίας στο San Diego State University, σε ένα ακαδημαϊκό συνέδριο το 2017. Το βιβλίο της, «iGen», σχετικά με τη δυστυχία των παιδιών στην εποχή των smartphones, είχε μόλις κυκλοφορήσει και είχε δεχτεί τις αντιδράσεις που δέχεται τώρα αυτός.
Ενώ η τεχνολογία έχει επαναπρογραμματίσει τους εγκεφάλους των παιδιών με ανθυγιεινούς τρόπους, λέει ο Χέιντ, οι κοινωνικές πλατφόρμες είχαν βοήθεια από δύο ταυτόχρονες τάσεις: την παρακμή του ελεύθερου παιχνιδιού και την άνοδο της υπερπροστατευτικής γονικής μέριμνας. Οι γονείς που στερούν από τα παιδιά τους την ευκαιρία να επιλύουν προβλήματα μόνα τους, τα εμποδίζουν να αναπτύξουν πυγμή, λέει.
Η δημοτικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των βιντεοπαιχνιδιών σημαίνει ότι τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο στις οθόνες, επικοινωνώντας με φίλους -αλλά και αγνώστους.
Ο Χέιντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέσσερα πράγματα μπορούν να γίνουν για να δημιουργηθεί μια πιο υγιής παιδική ηλικία: να μην έχουν τα παιδιά smartphones μέχρι να πάνε στο λύκειο, να μην επιτρέπονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν από την ηλικία των 16 ετών, να μην υπάρχουν τηλέφωνα στα σχολεία και να ενθαρρύνεται περισσότερο το παιχνίδι χωρίς επίβλεψη.
Ο ίδιος έδωσε στα παιδιά του τηλέφωνα νωρίτερα από ό,τι συνιστά τώρα -η κόρη του πήρε ένα στην έκτη τάξη- αλλά παρέμεινε σταθερός στον κανόνα του όχι στα social media πριν από το λύκειο, παρόλο που και τα δύο παιδιά ζήτησαν Instagram στο γυμνάσιο.
Ο γιος του, που τώρα είναι 17 ετών και η κόρη του, 14 ετών, ακολουθούν τον κανόνα του σπιτιού να μην έχουν τα τηλέφωνά τους στα υπνοδωμάτια τους τη νύχτα.
Συσχέτιση vs. αιτιώδης συνάφεια
Ο Χέιντ άρχισε να δημοσιεύει την έρευνα, στην οποία αναφερόταν στο βιβλίο του το 2019, και έκτοτε έρχεται αντιμέτωπος με αυτήν. «Ήμουν πολύ ξεκάθαρος για να επισημάνω ποιες μελέτες δείχνουν συσχέτιση και ποιες δείχνουν αιτιώδη συνάφεια», λέει.
Μεγάλο μέρος του βιβλίου του Χέιντ επικεντρώνεται στα κορίτσια. Λέει ότι έχουν πληγεί περισσότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από ό,τι τα αγόρια. Ένα κεφάλαιο του βιβλίου του εξηγεί πώς τα αγόρια έχουν ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο προς το άγχος και την κατάθλιψη, απομονώνοντας τον εαυτό τους με βιντεοπαιχνίδια και αποκτώντας πρόσβαση σε πορνό στα smartphones τους.
«Είμαι μεγάλος θαυμαστής του, αλλά εκεί που διαφωνώ είναι με τον ισχυρισμό του για επιστημονική απόδειξη της άμεσης αιτιώδους σχέσης μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της κατάθλιψης των εφήβων-κοριτσιών», λέει ο Άαρον Μπράουν, πρώην χρηματιστής της Wall Street που διδάσκει στατιστική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων και στο NYU.
Κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής αναμετάδοσης του «The Reason«, ενός φιλελεύθερου podcast, τον περασμένο μήνα, ο Μπράουν διαπληκτίστηκε με τον Χέιντ σχετικά με την έρευνα στην οποία ο δεύτερος στήριξε τα συμπεράσματά του.
Ο Μπράουν είπε ότι μόνο 22 από τις 476 μελέτες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Χέιντ περιέχουν στοιχεία για την έντονη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή για σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας των εφήβων και ότι καμία δεν έχει στοιχεία και για τα δύο.
«Είναι θεμιτό να πούμε ότι οι περισσότερες από τις μελέτες είναι ανεπαρκείς, και αυτό ισχύει στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής επιστήμης», λέει ο Χέιντ, «αλλά είχε τόσο υψηλό πήχη που είπε ότι καμία δεν πληρούσε τα στάνταρ του».
Πηγή: Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου