Η μητρότητα «βλάπτει σοβαρά» την καριέρα των γυναικών, επιβεβαιώνει μεγάλη έρευνα των πανεπιστημίων LSE και Princeton.
Οι γυναίκες που θέλουν να γίνουν μητέρες, θα πρέπει να ετοιμαστούν για να αντιμετωπίσουν δυσμενείς συνέπειες στην καριέρα τους, καθώς εκτός από το ίδιο το κόστος της ανατροφής των παιδιών, εκείνες πληρώνουν ένα ακόμα τίμημα: Αυτό της επαγγελματικής τους εξέλιξης. Σχεδόν παντού στον κόσμο η καριέρα των γυναικών πλήττεται αφού γίνουν μητέρες. Ενώ σε όλο τον κόσμο το 95% των ανδρών ηλικίας μεταξύ 25 και 54 ανήκει στο εργατικό δυναμικό, το ποσοστό για τις γυναίκες της ίδιας ηλικίας είναι μόλις 52%. Μια ομάδα ακαδημαϊκών από το London School of Economics (LSE) και το Πανεπιστήμιο του Princeton έχει συγκεντρώσει τώρα πλήθος δεδομένων που καταγράφει την επίδραση της μητρότητας σε 134 χώρες, όπου κατοικεί το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Οι ερευνητές βασίστηκαν στο έργο της Claudia Goldin, οικονομολόγου του Χάρβαρντ που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά για την έρευνά της σχετικά με την ανισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας. Κατά τη συγκεκριμένη έρευνα του LSE και του Princeton, την οποία παρουσιάζει ο Economist, οι συγγραφείς συγκρίνουν μητέρες και πατέρες με άτεκνα άτομα παρόμοιας ηλικίας, εκπαίδευσης, οικογενειακής κατάστασης κ.λπ. και το συμπέρασμα είναι σαφές: Η συμμετοχή των μητέρων στην αγορά εργασίας μειώνεται μετά τον τοκετό σε όλες σχεδόν τις 134 χώρες της μελέτης.
Οι συγγραφείς μάλιστα κάνουν λόγο για «ποινή μητρότητας», την οποία και ορίζουν ως το μέσο ποσό κατά το οποίο μειώνεται η πιθανότητα μιας γυναίκας να απασχοληθεί κατά τη διάρκεια των δέκα ετών μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Κατά μέσο όρο, το 24% των γυναικών εγκαταλείπει την εργασία του κατά τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό. Πέντε χρόνια μετά, το 17% εξακολουθεί να απέχει από την αγορά εργασίας, ενώ δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό πέφτει ελάχιστα, στο 15%.
Πολλές γυναίκες σε πλούσιες χώρες έχουν ακόμα ένα πρόβλημα για το οποίο ανησυχούν: Το γεγονός πως πληρώνονται λιγότερο από τους άνδρες. Τα δύο αυτά ζητήματα, το μισθολογικό κενό και η αποχή από την αγορά εργασίας, συνδέονται, όπως καταδεικνύει η μελέτη: Τα κενά στην απασχόληση τείνουν να περιορίζουν τις αποδοχές μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της ζωής της. Η έλλειψη εργασίας μπορεί να σημαίνει καθυστέρηση ή απώλεια εξέλιξης στην εργασία για μία γυναίκα, ενώ παράλληλα χάνει κι άλλες ευκαιρίες προαγωγής ή σταδιοδρομίας. Σύμφωνα, πάντως, με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, με τον τρέχοντα ρυθμό, θα χρειαστούν άλλα 170 χρόνια για να κλείσει το οικονομικό χάσμα μεταξύ των φύλων, παγκοσμίως.
Πότε εγκαταλείπουν οι γυναίκες την αγορά εργασίας
Η επίδραση της μητρότητας στην απασχόληση ποικίλλει ευρέως μεταξύ των χωρών. Στον πλούσιο κόσμο, το 80% του χάσματος μεταξύ της συμμετοχής ανδρών και γυναικών στο εργατικό δυναμικό αφορά στις γυναίκες που εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Αντίθετα, στις φτωχότερες χώρες η μητρότητα εξηγεί μόνο το 10% του χάσματος αυτού: Εκεί, οι γυναίκες τείνουν να εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας μόλις παντρευτούν, συνήθως πολύ πριν γεννηθεί το πρώτο τους παιδί.
Στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να εργάζονται μετά τον γάμο τους, αλλά πολλές εγκαταλείπουν την εργασία τους οριστικά αφού γίνουν μητέρες. Για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική, το 38% των εργαζομένων γυναικών εγκαταλείπει την εργασία μετά την απόκτηση ενός παιδιού και το 37% εξακολουθεί να παραμένει εκτός αγοράς εργασίας, μια δεκαετία αργότερα. Τελικά, το συνολικό χάσμα απασχόλησης σε αυτές τις χώρες είναι ελάχιστα διαφορετικό από αυτό στις χώρες με χαμηλό εισόδημα.
Οικονομικοί και πολιτιστικοί οι λόγοι για τις γυναίκες που μένουν σπίτι με τα παιδιά
Πολλές μητέρες εγκαταλείπουν τη δουλειά τους, καθώς μια τέτοια κίνηση έχει νόημα οικονομικά: «Δεν υπάρχει λόγος να λείπω τέσσερις ή πέντε ημέρες την εβδομάδα, γιατί θα μου έμεναν περίπου 100 λίρες το μήνα [127 $] τον μήνα, μετά τη φροντίδα των παιδιών», λέει στο πλαίσιο της έρευνας η Alison Greatorex, μια μητέρα στο Surrey της Αγγλίας, που δεν έχει επιστρέψει στη δουλειά μετά τη γέννηση του δίχρονου παιδιού της.
Οι πολιτιστικές νόρμες έχουν επίσης αποτέλεσμα. Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας που είναι υπηρεσία του ΟΗΕ, εκτιμά ότι το 2018, 606 εκατομμύρια γυναίκες σε ηλικία εργασίας σε όλο τον κόσμο δεν μπορούσαν να εργαστούν εκτός σπιτιού, λόγω των καθηκόντων οικογενειακής φροντίδας που είχαν αναλάβει - έναντι μόλις 41 εκατομμυρίων ανδρών. Σε μια προηγούμενη, μικρότερη διεθνή μελέτη, οι συγγραφείς του LSE και του Princeton διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες των οποίων οι μητέρες έμεναν στο σπίτι ήταν πιο πιθανό να κάνουν το ίδιο.
Σήμερα, πολλοί πολιτικοί αναζητούν τρόπους να επαναφέρουν τις μητέρες στην αγορά εργασίας: Βρετανία, Αυστρία, Γερμανία και Ολλανδία σχεδιάζουν να μεταρρυθμίσουν τις κρατικές επιδοτήσεις για τη φροντίδα των παιδιών ή τη γονική άδεια. Το 2021 ο Καναδάς άρχισε να προσφέρει επιδοτούμενη παιδική φροντίδα - μόλις 7,50 δολάρια την ημέρα. Η Ιαπωνία αναδιαρθρώνει τα φορολογικά κίνητρα για να ωθήσει τις γυναίκες να εργαστούν. Πέρυσι, η Ιορδανία έθεσε στόχο να διπλασιάσει τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό έως το 2033 με την επέκταση των επιδοτήσεων για τη φροντίδα των παιδιών για τις εργαζόμενες μητέρες.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα πέρυσι και την οποία επικαλείται ο Economist, εξέτασε τα δεδομένα σε 95 χώρες και διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 4%, κατά μέσο όρο, πέντε χρόνια αφότου μια χώρα θέσπιζε νόμους για τη φροντίδα των παιδιών.
Πηγή: LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου