Νήπια που εκρήγνυνται, φωνάζουν και κλαίνε, χτυπάνε τα πόδια τους στο πάτωμα και πετούν πράγματα στους τοίχους. Η εικόνα ενός παιδιού που βιώνει tantrum (δηλ. ξεσπάσματα…) μπορεί να μας φέρνει σε αμηχανία, αλλά μας είναι οικεία. Πώς, άραγε, αντιδρούμε όταν αντικρίζουμε ένα ανάλογο συναισθηματικό ξέσπασμα από μια μητέρα ενώπιον των παιδιών της ή ακόμη και ενώπιον ξένων, σε έναν δημόσιο χώρο; «Η οργή μιας μητέρας είναι κάτι το μεμπτό. Οι μητέρες υποτίθεται ότι διαθέτουν την υπομονή ενός οσιομάρτυρα. Δεν πρέπει να θέλουμε να χτυπήσουμε τα παιδιά μας ή να τραβήξουμε τα μαλλιά μας. Κρύβουμε αυτές τις ορμές γιατί φοβόμαστε ότι θα μας χαρακτηρίσουν “κακές μαμάδες”». Με αυτά τα εξομολογητικά λόγια η συγγραφέας Μίνα Ντάμπιν, μητέρα δύο παιδιών, άνοιξε το 2019, με ένα πρώτο της δοκίμιο, μια άβολη συζήτηση για την «οργή των μαμάδων». Τέσσερα χρόνια αργότερα και μετά τον θόρυβο που προκάλεσε, μιλώντας ανοιχτά για το δικαίωμα στον μητρικό θυμό, η Ντάμπιν επιστρέφει με το βιβλίο «Mom Rage – the everyday crisis of modern motherhood» από τις εκδόσεις Seal Press.
Στο συγγραφικό της πόνημα συνοψίζει τη συναισθηματική κατάσταση των γυναικών, που καλούνται να ενσαρκώσουν αγόγγυστα πολλούς ρόλους με μικρή (έως και μηδαμινή) υποστήριξη κατά την εγκυμοσύνη, τη λοχεία και τα πρώτα χρόνια διαπαιδαγώγησης των παιδιών, στηριζόμενη όχι μόνο στα δικά της βιώματα, αλλά σε συνεντεύξεις 50 γυναικών, με πολύ διαφορετικό κοινωνικό και μορφωτικό υπόβαθρο. Μαμάδες που για να καταπνίξουν τον θυμό τους πετούν πέτρες στη θάλασσα, βγάζουν κραυγές, ξεπουπουλιάζουν μαξιλάρια και παπλώματα, ανοίγουν το ψυγείο για να καταβροχθίσουν ό,τι βρουν.
«Μου συμβαίνει κι εμένα»
«Μετά το πρώτο μου δοκίμιο έλαβα αμέτρητα emails απ’ όλο τον κόσμο, όλες οι γυναίκες έγραφαν το ίδιο πράγμα: μου συμβαίνει κι εμένα», λέει στην «Κ» μέσω zoom η Μίνα Ντάμπιν, λίγες ημέρες προτού κυκλοφορήσει το βιβλίο της σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο. Στο εξώφυλλο μια γαλατιέρα, που ξεχειλίζει πάνω στο αναμμένο μάτι της κουζίνας, στέλνει ένα διττό μήνυμα – οι μαμάδες υλοποιούν μόνες ένα απαιτητικό πρότζεκτ, συσσωρεύουν έντονα συναισθήματα, που με την πρώτη αφορμή θα εκτοξευθούν. «Ο θυμός, κατ’ εμέ, προκαλείται αφενός από την έλλειψη υποστήριξης της μητέρας μέσα στην οικογένεια, αλλά και μέσα στην κοινωνία» απαντάει στο εύλογο ερώτημα, «αφετέρου από τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες των γυναικών που αποκτούν παιδιά». Οι προσλαμβάνουσες που έχουν «προέρχονται από ταινίες και διαφημίσεις, επώνυμες γυναίκες που παρουσιάζουν μια πολυτελή ζωή και μια αψεγάδιαστη καθημερινότητα». Οι γυναίκες, λοιπόν, θέλουν να γίνουν μητέρες, δεν έχουν όμως ρεαλιστική απεικόνιση του τι συνεπάγεται η μητρότητα. «Κι εγώ η ίδια, που γέννησα στα 31 και στα 34, δεν είχα ρεαλιστικές προσδοκίες, ήθελα αρχικά απλώς να έχω στην αγκαλιά μου ένα χαριτωμένο μωρό», παραδέχεται. Τα μωρά, όμως, δεν κοιμούνται απαραίτητα γαλήνια, όπως στις διαφημίσεις – κλαίνε συχνά ασταμάτητα και χωρίς προφανή αιτία, αρνούνται να φάνε, να υπακούσουν, να ακολουθήσουν αυτονόητες οδηγίες της μαμάς… «Απαξ και μια γυναίκα γίνεται μητέρα, η ταυτότητά της συρρικνώνεται· παύει να φέρει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που είχε έως τότε και μεταμορφώνεται απλώς σε μια γυναίκα που αναλώνεται σε μια προδιαγεγραμμένη ρουτίνα, αυτή του παιδιού της», συμπληρώνει η ίδια.
Η χώρα προέλευσης των γυναικών που επικοινωνούν με την Ντάμπιν ποικίλλει, κάτι που αποδεικνύει ότι πρόκειται για οικουμενικό ζήτημα. «Σε όλες τις πατριαρχικές κοινωνίες συναντάται αυτό, φανταστείτε ότι στις ΗΠΑ δεν έχουμε καν άδεια λοχείας και μητρότητας», παρατηρεί η ίδια, που έχει σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες και έχει αρθρογραφήσει επί σειράν ετών για θέματα που άπτονται της ταυτότητας, του φύλου, της σεξουαλικότητας κ.ά.
«Ο θυμός προκαλείται αφενός από την έλλειψη υποστήριξης της μητέρας στην οικογένεια, αλλά και στην κοινωνία, και αφετέρου από τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες των ίδιων των γυναικών».
Το πρώτο δοκίμιό της αναδημοσιεύεται στους New York Times τον Απρίλιο του 2020 και η συνέχειά του, «I am going to physically explode: Mom Rage in a Pandemic», στην οποία παρατίθεται πλήθος μαρτυριών γυναικών που αναθρέφουν τα παιδιά τους και παράλληλα τηλεργάζονται μέσα σε ένα ασταθές περιβάλλον, τον Ιούλιο του 2020. Σύμφωνα με την ίδια, η συνθήκη της πανδημίας ταλαιπώρησε έτι περαιτέρω τις μητέρες, που κλήθηκαν να αλλάξουν οριστικά τις προτεραιότητές τους και ώθησε πολλές στο να εκφράσουν ανοιχτά τον θυμό τους που ανέβλυζε· «το συναίσθημα όμως αυτό προϋπήρχε», εκτιμά.
Επειτα από κάθε δική της έκρηξη, η Ντάμπιν εξηγεί στο παιδί της τις αιτίες της οργής της και του ζητάει να τη συγχωρέσει. «Ζητώ συγγνώμη χωρίς αστερίσκους, πρόκειται για μια ειλικρινή απολογία χωρίς “ναι μεν, αλλά”». Ωστόσο, τα δικά της «tantrums» έχουν σημαντικά αραιώσει. «Οσο τα παιδιά μεγαλώνουν, η συνεννόηση είναι πιο εύκολη μαζί τους και η κούραση λιγότερη», διευκρινίζει.
Η ίδια είχε αρχίσει να νιώθει η «χειρότερη μαμά του κόσμου» και απευθύνθηκε σε πολλούς και διαφορετικούς επαγγελματίες ψυχικής υγείας για να το διερευνήσει. Το ίδιο μάλιστα συστήνει, ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μητέρα νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο και ενδέχεται να γίνει κακοποιητική για τα παιδιά της. «Οταν μοιράστηκα αυτό το ντροπιαστικό συναίσθημα και έλαβα ανταπόκριση από τόσες πολλές γυναίκες, κατάλαβα ότι το πρόβλημα δεν ήταν δικό μου και ένιωσα λιγότερο μόνη», ομολογεί.
Απενοχοποίηση
H Ντάμπιν προσδοκά να απενοχοποιήσουμε την οργή μας, που συνδέει άμεσα με τις παθογένειες της πατριαρχικής κοινωνίας. Αν τύχει σήμερα να γίνει μάρτυρας μιας δημόσιας έκρηξης μητέρας, πώς θα αντιδράσει; «Θα πλησιάσω, θέλοντας να της τείνω χείρα βοηθείας, με τον τρόπο μου να της δείξω ότι δεν την κρίνω, αντίθετα συμπάσχω μαζί της». Μετά την όποια κανονικοποίηση του θυμού, σε τι θα πρέπει να ελπίζουμε; «Θέλω να προσφέρουμε στις μητέρες ανακούφιση και συμπόνια, θεωρώ δε ότι μιλώντας ανοιχτά για το θέμα μπορούμε να προωθήσουμε αλλαγές, να τεθεί η υποστήριξη της μητέρας ως προτεραιότητα στη χάραξη κοινωνικής πολιτικής» τονίζει. «Σήμερα η φροντίδα των παιδιών επαφίεται σε ένα ομόηχο δίπολο: “money or mom”», λέει χαρακτηριστικά στα αγγλικά, «όσοι, δηλαδή, διαθέτουν χρήματα μπορούν να έχουν βοήθεια στην ανατροφή του παιδιού τους, για όλους τους υπόλοιπους –και είναι η συντριπτική πλειονότητα– η μοναδική επιλογή είναι η μαμά· έχει φτάσει, όμως, το πλήρωμα του χρόνου για να δημιουργηθούν δομές για τη βρεφική και την προσχολική ηλικία που να απευθύνονται σε όλους».
ΧΡΥΣΑ ΚΑΡΑΚΑΝΑ
Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
Το στρες της τελειότητας
«Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε τον θυμό από την οργή», λέει στην «Κ» η ψυχολόγος Χρύσα Καρακάνα, μητέρα η ίδια δύο παιδιών 16 και 20 ετών. «Ο θυμός είναι ένα υγιές συναίσθημα, προσφέρεται μάλιστα ως αφορμή για μετέπειτα συζήτηση με ένα παιδί, στο οποίο μπορούμε να εξηγήσουμε, ανάλογα πάντα με την ηλικία του, τι μας θύμωσε», συμπληρώνει. «Η οργή, όμως, αποτελεί ένδειξη ψυχοπαθολογίας, ανοιχτών δηλαδή παιδικών τραυμάτων του ίδιου του γονέα», εκτιμά η κ. Καρακάνα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται ο γονιός να έχει ενσυνείδηση, «να κάνει ένα βήμα πίσω και να αναστοχαστεί». Αν ο ενήλικας έχει επίγνωση, «οφείλει να μην κάνει μετατόπιση ευθυνών· συναντώ συχνά θεραπευόμενους που δικαιολογούν τον εαυτό τους λέγοντας “έτσι κι εγώ μεγάλωσα”, τη στιγμή που οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι θέλουν να μεγαλώσουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα δικά τους παιδιά». Τι μπορεί, όμως, να εξοργίσει έναν γονέα; «Τα παιδιά έχουν συχνά μιμητικές συμπεριφορές», υπενθυμίζει, «συχνά βλέπουμε απέναντί μας, ειδικά στην εφηβεία, τον εαυτό μας και αυτό είναι που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε». Επίσης, «οι μητέρες συχνά είναι συγκεντρωτικές και θέλουν να έχουν τα πάντα υπό τον απόλυτο έλεγχό τους (σχολείο, παρέες παιδιών, νοικοκυριό κ.ά.), με συνέπεια να εξουθενώνονται». Οι σύγχρονοι γονείς, από 35 ετών και πάνω, «μεγάλωσαν από τη γενιά της Μεταπολίτευσης, επιζητούν την τελειότητα σε όλα, ακόμη και στην οικογενειακή ζωή, όπου είναι τελικώς ανέφικτο· πρέπει να επιδιώκουν την αρμονία για να μη φθείρονται ψυχικά».
Δρ ΖΩΗ ΜΑΚΑ
Ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων, ζεύγους και οικογένειας
Τρόμος για το παιδί
«Η οργή της μαμάς είναι κάτι το τρομακτικό για ένα παιδί μικρής ηλικίας, το οποίο είναι απόλυτα εξαρτώμενο από αυτήν», λέει η δρ Ζωή Μακά, που έχει τρία παιδιά 4,5 και 8 ετών. «Είναι ανθρώπινο να θυμώσει η μαμά και αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί για να εμπεδώσουν τα παιδιά τα όρια· όμως, η οργή ξεπερνάει σε ένταση τον θυμό και οφείλουμε ως γονείς να ελέγχουμε τα ακραία συναισθήματά μας». Ο θυμός, βέβαια, ενδέχεται να απορρέει από την κούραση της μαμάς, τα οικονομικά προβλήματα σε μια οικογένεια ή την έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στο ανδρόγυνο. Ωστόσο, αν επιτρέψουμε στην καθημερινότητά μας τις εκρήξεις οργής, θα πρέπει να αναμένουμε ότι σταδιακά το παιδί θα μας μιμηθεί και θα εκρήγνυται εξίσου. Αν διακρίνουμε τα μάτια του παιδιού τρομοκρατημένα, ενόσω εμείς έχουμε μια έκρηξη, αυτό αρκεί για να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας. «Το παιδί δεν πρέπει να φοβάται τον γονιό· αντίθετα, πρέπει να το γαλουχήσουμε έτσι ώστε να μας σέβεται και να μας εμπιστεύεται», τονίζει. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αποφύγουμε να εγκλωβιστούμε στην εικόνα. «Δεν πρέπει ποτέ να μας απασχολεί τι θα πει ο κόσμος, αυτό είναι μια αντίληψη που μας κληροδοτήθηκε από άλλες εποχές και άλλες (κλειστές) κοινωνίες», καταλήγει η κ. Μακά. Στην άκρη πάντοτε του μυαλού μας ας κρατάμε ότι «την ευθύνη για την ποιότητα και τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη της σχέσης μας με το παιδί μας, τη φέρουμε αποκλειστικά εμείς, οι γονείς».
Δρ ΑΝΝΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ
Νευροψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια
Ανακούφιση και κίνδυνος
«Η Ντάμπιν εξετάζει το ζήτημα του θυμού –εκτιμώ ότι η επιλογή της λέξης “οργή” γίνεται για να προκαλέσει αίσθηση– από τη σκοπιά της φεμινιστικής ψυχολογίας», παρατηρεί η δρ Αννα Πολεμικού, μητέρα η ίδια ενός παιδιού 11 μηνών. «Ανοίγει έναν ενδιαφέροντα διάλογο, από τον οποίον ωστόσο απουσιάζει η σκοπιά των παιδιών». Ομολογουμένως οι μητέρες είναι περισσότερο επιβαρυμένες. «Ειδικά όταν δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για βοήθεια, νιώθουν ότι η υπομονή τους εξαντλείται», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Εχει εδώ και χρόνια περιγραφεί το περίφημο shaken baby syndrome, όταν δηλαδή ένα βρέφος κλαίει ασταμάτητα και η μητέρα καταλήγει να το ταρακουνάει με δύναμη, μήπως πάψει το κλάμα. Οι ειδικοί αντιπροτείνουν να απομακρυνθεί η μητέρα για δέκα λεπτά σε άλλο δωμάτιο, εφόσον το παιδί παραμένει προστατευμένο σε ασφαλή χώρο». Μέσω της έκθεσης του προβλήματος «το θέμα παύει να είναι προσωπικό, γίνεται κοινωνικό και κατ’ επέκταση πολιτικό· η κανονικοποίησή του ενδέχεται να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε λύσεις που να ανακουφίσουν πολλές γυναίκες», τονίζει η δρ Πολεμικού, «ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος κάποια μητέρα να αποποιηθεί των ευθυνών της, να αποδώσει την προσωπική της οργή στα στρεβλά του συστήματος και να μη ζητήσει ποτέ βοήθεια». H Ντάμπιν ισχυρίζεται ότι η οργή πάει χέρι χέρι με την αγάπη, κάτι με το οποίο δεν είναι σύμφωνη η δρ Πολεμικού. «Για μένα η αγάπη δεν είναι παθητική κατάσταση, είναι κόπος, μόχθος και δέσμευση απέναντι σε αυτόν/ήν που αγαπάς».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου