Ένα αγόρι που αγαπάει να ζωγραφίζει και ένα πακέτο κραγιόνια που τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιο χρώμα χρησιμοποιεί περισσότερο το παιδί ή όχι και αν επιλέγει «σωστά» ή «λάθος» τα χρώματα για τα αντικείμενα που ζωγραφίζει αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας που διαβάζουμε. Μια μικρή λεπτομέρεια που αφήνει ο συγγραφέας να διαφανεί στην αρχή, μια μικρή λέξη που κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί, μια βεβαιότητα που έρχεται να σφραγίσει το τέλος: το αγόρι είναι τυφλό. Ένα βιβλίο που θα ήταν ενδιαφέρον ως ανάγνωσμα, αν δεν ήταν βαθιά προβληματικό ως σύλληψη και ως εκτέλεση.
Κρατάμε στα χέρια μας ένα εικονογραφημένο βιβλίο που αναφέρεται στην τυφλότητα, ένα από τα ελάχιστα στην Ελλάδα που έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα. Τι γίνεται όμως όταν το βιβλίο αυτό που μιλάει για την τυφλότητα και απευθύνεται σε παιδιά βλέποντα, βασίζεται σε μια εντελώς λάθος υπόθεση, δίνοντας έτσι λάθος εντύπωση για τη συγκεκριμένη αναπηρία; Για την ακρίβεια δύο είναι οι βασικές ερωτήσεις που προκύπτουν από την προσεχτική ανάγνωση του βιβλίου:
α) Επιλέγει όντως ένα τυφλό παιδί να εκφραστεί μέσω της ζωγραφικής και μπορεί να παράγει εικόνες που μόνο ένας άνθρωπος που βλέπει θα αποτύπωνε έτσι στο χαρτί; Και β), τα χρώματα χρησιμοποιούνται κατά τυχαίο τρόπο από τον ήρωα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η τυφλότητα και άρα η μη ικανότητα αναγνώρισης του χρώματος του κραγιονιού απελευθερώνει τον δημιουργό που σπάει τα στερεότυπα των χρωμάτων. Είναι όμως αλήθεια ότι τα χρώματα δεν έχουν σημασία και δεν αναγνωρίζονται από τους τυφλούς;
Ξεκινώντας από το γεγονός ότι στο βιβλίο παρουσιάζεται ένα τυφλό παιδί που έχει την ικανότητα να πιάνει το μολύβι και να ζωγραφίζει εικόνες αναπαριστώντας τις μορφές όπως ακριβώς θα έκανε ένα παιδί που βλέπει, μάς κίνησε την περιέργεια για να μιλήσουμε με ειδικούς*. Τα τυφλά παιδιά γράφουν με μολύβι; Ζωγραφίζουν; Το τυφλό άτομο, αν και μπορεί να αποκτήσει την ικανότητα της γραφής, δεν θα επιλέξει να τη χρησιμοποιήσει στη ζωή του, παρά μόνο για να μάθει να κάνει την υπογραφή του, κάτι που θα του χρησιμεύσει στην ενήλικη ζωή του, για πρακτικούς λόγους. Η εκπαίδευση ενός τέτοιου ατόμου ξεκινάει πάντα με την εκμάθηση της γραφής Μπράιγ και αργότερα με τη χρήση μέσων τεχνολογίας και ποτέ οι εκπαιδευτικοί, τουλάχιστον αυτοί που γνωρίζουν, δεν θα μπουν στη διαδικασία να μάθουν ένα τυφλό παιδί να κρατάει μολύβι ή να «διαβάζει» το αλφάβητο, από τη στιγμή πως ως ικανότητα θα του είναι αχρείαστη στη ζωή του. Όσον αφορά τη ζωγραφική, μπορεί να την επιλέξει ως μέσο ψυχαγωγίας, δεν θα είναι όμως η πρώτη του επιλογή. Αν το τυφλό άτομο επιλέξει να αποτυπώσει κάτι που έχει ψιλαφήσει, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το κάνει ζωγραφίζοντάς το σε χαρτί, αλλά χρησιμοποιώντας ένα μέσο που να διαθέτει πλαστικότητα, όπως ο πηλός.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο διαπιστώνουμε πως υπάρχει λάνθασμένη υπόθεση, μετά την ενδελεχή έρευνά μας και τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήσαμε, είναι η ιδέα ότι τα χρώματα δεν αφορούν τα τυφλά άτομα. Κι όμως, σύμφωνα με έρευνα ομάδας γνωστικών νευροεπιστημόνων του Πανεπιστήμιου Johns Hopkins στην Αμερική, το 2021, ανατρέπεται η όποια πεποίθηση υπήρχε ως τώρα ότι τα τυφλά άτομα δεν αντιλαμβάνονται τα χρώματα ή δε δίνουν σημασία σε αυτά (ή βλέπουν μόνο μαύρο). Τα αποτελέσματα της έκθεσης δημοσιεύτηκαν στο Proceedings of the National Academy of Sciences και αναφέρουν πως όπως ακριβώς τα βλέποντα παιδιά, έτσι και τα τυφλά, μαθαίνουν μέσω των γονιών/φροντιστών τους τον κόσμο γύρω τους. Έτσι, η υπόθεση ότι ένα τυφλό παιδί δεν μπορεί να ξέρει τι χρώμα έχουν τα σύννεφα, το χορτάρι ή η θάλασσα επειδή δεν τα έχει δει ποτέ του, ανατρέπεται, καθώς τα τυφλά ή με μειωμένη όραση άτομα μαθαίνουν και αντιλαμβάνονται τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που κάνουν και τα βλέποντα άτομα: μέσω της επικοινωνίας με ανθρώπους που τους περιγράφουν αυτά που βλέπουν γύρω τους. Και την έρευνα αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει τυφλό εκ γενετής άτομο με το οποίο μοιραστήκαμε τους προβληματισμούς μας.
Τέλος, αν και παρατηρείται μια προσπάθεια μέσα από την ιστορία να ανατραπεί το στερεότυπο της σωστής επιλογής χρωμάτων και της ελευθερίας της έκφρασης με όχημα την Τέχνη, αυτό δεν επιτυχγάνεται, αλλά δημιουργείται μια επιπλέον σύγχυση στον αναγνώστη ως προς την πραγματική, τη σωστή απεικόνιση των τυφλών ατόμων και των ικανοτήτων τους μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου για παιδιά.
Παρά τις όποιες καλές προθέσεις για την αναφορά στο θέμα της αναπηρίας και της αποδοχής του διαφορετικού, ακόμα και της ελευθερίας της έκφρασης, σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά, στο κείμενο υπάρχουν δυστυχώς κι άλλα σημεία που ξενίζουν. Ένα από τα πιο βασικά και αυτό που ίσως «χτυπάει» περισσότερο είναι η αντιμετώπιση που έχει η παρέα των κραγιονιών απέναντι στη λευκή μπογιά, επειδή εκείνη δε θέλει να τη λερώνουν τα άλλα κραγιόνια με τα δικά τους χρώματα, αφήνοντας πάνω της τα σημάδια τους. Η πρόταση «Κι εμένα οι ξαδέρφες μου με κοροϊδεύουν που ζωγραφίζω μοβ τα δέντρα, μου είπαν να πάω σε ψυχολόγο ή οφθαλμίατρο, δε θυμάμαι, έναν από τους δυο πάντως», ακόμα και αν έχει γραφτεί ως αστείο, είναι καθ’όλα προβληματική έως και κακοποιητική, αντανακλώντας εν έτει 2023 μια πεποίηθηση περασμένων δεκαετιών ότι η ανάγκη ενός ατόμου να συμβουλευτεί έναν ειδικό ψυχικής υγείας για οποιοδήποτε θέμα τον απασχολεί αποτελεί στοιχείο περίγελου. Το ίδιο συμβαίνει και με την αναφορά της πρότασης «… τυφλές είστε;», που απευθύνει η λευκή μπογιά στις υπόλοιπες, δημιουργώντας μια ακόμα σύγχυση για το πώς τελικά αντιμετωπίζεται η τυφλότητα μέσα στο κείμενο.
Προσπαθώντας να ξεπεράσουμε την πρώτη αίσθηση ότι η ιστορία που διαβάζουμε μοιάζει νοηματικά αρκετά με δυο πολύ γνωστά και αγαπητά εικονογραφημένα βιβλία («Η μέρα που τα κραγιόνια τα παράτησαν», Oliver Jeffers & Drew Daywalt, εκδ. Ικαρος και «Κόκκινο: Η ιστορία ενός κραγιονιού», Michael Hall, εκδ. Πουά), με την προσθήκη όμως του στοιχείου της αναπηρίας, βλέπουμε πως υπάρχουν και κάποιες εικονογραφικές ανακρίβειες. Παρατηρούμε τις ζωγραφιές του τυφλού πρωταγωνιστή στις οποίες αποτυπώνονται αντικείμενα με την ακρίβεια ενός βλέποντος παιδιού, γεγονός που προκαλεί σύγχυση, ενώ η γενικότερη αίσθηση ατημέλητης εικόνας του βιβλίου που ξεκινάει ήδη από τη φόδρα του αφήνει να διαφανεί μια στερεοτυπική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θεωρούμε εμείς οι βλέποντες ότι απεικονίζεται ο κόσμος ενός τυφλού ατόμου. Στα θετικά της εικονογράφησης, θα πρέπει να σημειωθεί και να τονιστεί η προσπάθεια της εικονογράφου να μειώσει σε μεγάλο βαθμό το τεράστιο (για εικονογραφημένο βιβλίο) κείμενο, μετατρέποντας μέρος αυτού σε εικόνα, όπως άλλωστε ορίζει και ο βασικός κανόνας του «show, don’t tell» (δείξε, μη λες). Έτσι, διάλογοι του κειμένου εισχωρούν στην εικονογράφηση μέσω σύννεφων ομιλίας (speech bubbles), ενώ η χειρόγραφη γραμματοσειρά δημιουργεί ανακουφιστικές παύσεις στο ατελείωτο κείμενο.
*Σημείωση: Για την κριτική αυτού του βιβλίου απευθυνθήκαμε σε επαγγελματίες του χώρου της εκπαίδευσης ατόμων με μειωμένη οπτική ικανότητα ή τυφλά, σε άτομο τυφλό εκ γενετής, καθώς και σε συγγενή τυφλού ατόμου που ειδικεύεται πλέον στην εκπαίδευση τυφλών, ώστε να διασφαλίσουμε την ορθότητα των γραφομένων μας.
Τα χρώματα έχουν πόλεμο!
Συγγραφέας: Μάριος Μάζαρης
Εικονογράφηση: Ιφιγένεια Καμπέρη
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Χρονιά έκδοσης: 2023
Ηλικίες: 5+
Πηγή: Κόκκινη Αλεπού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου