Αυξημένο (περίπου πενταπλάσιο) κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών κατά τα πρώτα χρόνια της παιδικής τους ηλικίας αντιμετωπίζουν τα παιδιά που οι μητέρες τους, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, λάμβαναν το αντιεπιληπτικό φάρμακο βαλπροϊκό νάτριο. Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν επιστήμονες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νέας γαλλικής μελέτης.
Στο πλαίσιο της έρευνας, αναλύθηκαν από τους ειδικούς –με επικεφαλής τη δρα Rosemary Dray-Spira – στοιχεία για 1,721,990 παιδιά τα οποία είχαν γεννηθεί στη Γαλλία, στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου του 2011 και Δεκεμβρίου του 2014.
Οι ερευνητές της Εθνικής Γαλλικής Υπηρεσίας για την Ασφάλεια των Φαρμάκων και των Προϊόντων Υγείας (ANSM) δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο επιστημονικό περιοδικό «Scientific Reports». Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, 11.549 μητέρες λάμβαναν –κατά την εγκυμοσύνη τους- κάποιο αντιεπιληπτικό φάρμακο, ενώ 15.458 παιδιά από το σύνολο των περιπτώσεων που μελετήθηκαν, διαγνώστηκαν με κάποια νευροαναπτυξιακή διαταραχή ως το τέλος του 2016.
Ως προς τη χρήση του το βαλπροϊκού νατρίου από τις έγκυες μητέρες (για την αντιμετώπιση της επιληψίας από την οποία οι ίδιες έπασχαν) αυτό φαίνεται πως αποτέλεσε το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παιδιά που επρόκειτο να γεννηθούν. Συγκεκριμένα, 50 από τα 991 παιδιά (ποσοστό 5%) που εκτέθηκαν στο εν λόγω φάρμακο διαγνώσθηκαν με νευροαναπτυξιακή διαταραχή στα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής τους, έναντι ποσοστού 0,89% μεταξύ των παιδιών, των οποίων οι μητέρες δεν είχαν λάβει αντιεπιληπτικά φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Ειδικότερα, από την έρευνα φάνηκε ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν στο βαλπροϊκό νάτριο ως έμβρυα, πριν από τη γέννησή τους, αντιμετώπιζαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών στην παιδική τους ηλικία. Συγκεκριμένα παρουσίαζαν 5,1 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίζουν κάποια νοητική αναπηρία, 4,7 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν γλωσσικές, μαθησιακές και κινητικές δυσκολίες, ενώ αντιμετώπιζαν, 4,6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι δεν παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος σε έμβρυα που εκτέθηκαν στο βαλπροϊκό νάτριο μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης της μητέρας και ο κίνδυνος ήταν χαμηλότερος για τα παιδιά που εκτέθηκαν σε μικρότερες δόσεις του φαρμάκου, σε σύγκριση με τις περιπτώσεις εκείνων που εκτέθηκαν σε μεγαλύτερες δόσεις.
Τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες, οι οποίες κατά την εγκυμοσύνη έπαιρναν τρία άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα (λαμοτριγίνη, καρβαμαζεπίνη και πρεγκαμπαλίνη), αντιμετώπιζαν κατά αντιστοιχία 1,6 φορές, 1,9 φορές και 1,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Καθόλου αυξημένος κίνδυνος δεν διαπιστώθηκε για τα παιδιά των οποίων οι μητέρες λάμβαναν άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα όπως: κλοναζεπάμη, γκαμπαπεντίνη, λεβετιρακετάμη ή οξυκαρβαζεπίνη.
Στο πλαίσιο μιας δεύτερης- αμερικανικής μελέτης, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Δρ. Brian D’Onofrio, του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα στο Μπλούμινγκτον, οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία για 14.614 παιδιά που είχαν γεννηθεί (μεταξύ των ετών 1996 και 2011) από μητέρες οι οποίες έπασχαν από επιληψία. Περίπου το 23% αυτών των γυναικών λάμβανε κάποιο αντιεπιληπτικό φάρμακο κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Η καρβαμαζεπίνη (10% των γυναικών), η λαμοτριγίνη (7%) και το βαλπροϊκό οξύ (5%) ήταν τα πιο συνηθισμένα φάρμακα που λάμβαναν οι έγκυες που έπασχαν από επιληψία.
Από την έρευνα –τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας– φάνηκε ότι οι μέλλουσες μητέρες που λάμβαναν βαλπροϊκό οξύ κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης αντιμετώπιζαν 2,3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδιά που θα εμφάνιζαν αυτισμό στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, καθώς και 1,7 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδιά που επρόκειτο να διαγνωστούν με ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) αργότερα (ως την ηλικία των 10 ετών). Τα παραπάνω δεδομένα παρουσιάζονται σε σύγκριση με στοιχεία που αφορούν παιδιά, των οποίων οι μητέρες δεν λάμβαναν αντιεπιληπτικά φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας δεν εντοπίστηκε αυξημένος κίνδυνος αυτισμού ή ΔΕΠΥ για τα παιδιά, των οποίων οι έγκυες μητέρες λάμβαναν τα άλλα δύο φάρμακα κατά της επιληψίας (λαμοτριγίνη και καρβαμαζεπίνη).
«Τα ευρήματά μας έρχονται να προστεθούν στον αυξανόμενο όγκο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι συγκεκριμένα αντιεπιληπτικά φάρμακα μπορεί να είναι ασφαλέστερα από άλλα κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης», ανέφερε μεταξύ άλλων ο D’Onofrio.
Νικόλας Περδικάρης
Πηγή: ΕΡΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου