Μπορεί να νιώθουμε ότι τα λιπαρά φαγητά αποτελούν «καταφύγιο» σε στρεσογόνες περιόδους – για παράδειγμα στην καραντίνα που όλοι ζήσαμε και στη «νέα κανονικότητα» που συνεχίζουμε να ζούμε – ωστόσο μια νέα μελέτη δείχνει ότι η κανανάλωση ακόμη και ενός γεύματος με πολλά κορεσμένα λιπαρά μπορεί να μειώσει την ικανότητα συγκέντρωσης.
Το τεστ του κορεσμένου λίπους
Στο πλαίσιο της μελέτης που διεξήχθη από ειδικούς του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «American Journal of Clinical Nutrition» οι ερευνητές συνέκριναν τις επιδόσεις που είχαν 51 γυναίκες σε τεστ προσοχής μετά την κατανάλωση ενός γεύματος πλούσιου σε κορεσμένο λίπος και ενός γεύματος που είχε προετοιμαστεί με χρήση ηλιελαίου το οποίο περιέχει πολύ λιγότερο κορεσμένο λίπος.
Οπως προέκυψε, οι επιδόσεις στα τεστ ήταν χειρότερες μετά την κατανάλωση του γεύματος με τα κορεσμένα λιπαρά, γεγονός που μαρτυρεί επίδραση του κορεσμένου λίπους στον εγκέφαλο. «Οι περισσότερες προηγούμενες μελέτες σχετικά με την επίδραση της διατροφής στον εγκέφαλο διερευνούσαν αυτή την επίδραση σε μεγαλύτερο διάστημα χρόνου. Ηταν αξιοσημείωτο ότι εμείς είδαμε διαφορά με μόνο ένα γεύμα» ανέφερε η Ανελίζ Μάντισον, κύρια συγγραφέας της μελέτης, απόφοιτη Κλινικής Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Οι εθελόντριες υποβλήθηκαν αρχικώς σε τεστ προσοχής πριν από την κατανάλωση του γεύματος. Στη συνέχεια κατανάλωσαν το γεύμα το οποίο περιελάμβανε αβγά, λουκάνικο γαλοπούλας, ψωμί και κρεμώδη σάλτσα (τυπικό αμερικάνικο πρωινό, κυρίως στον Νότο) και περιείχε 60 γραμμάρια λιπαρών – είχε μαγειρευτεί είτε με λάδι που είχε ως βάση το παλμιτικό οξύ και ήταν πλούσιο σε κορεσμένα λιπαρά είτε με ηλιέλαιο που περιέχει λιγότερα κορεσμένα λιπαρά. Και τα δύο γεύματα παρείχαν 930 θερμίδες και είχαν σχεδιαστεί ώστε να αντιστοιχούν σε τυπικά δημοφιλή γεύματα που πωλούνται από γνωστές αλυσίδες πρόχειρου φαγητού.
Πέντε ώρες μετά την κατανάλωση του γεύματος οι γυναίκες υποβλήθηκαν και πάλι σε τεστ προσοχής. Μια ως τέσσερις εβδομάδες αργότερα, επανέλαβαν τα ίδια ακριβώς βήματα μόνο που τη δεύτερη φορά κατανάλωσαν το αντίθετο γεύμα από αυτό που είχαν καταναλώσει την πρώτη φορά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, μετά την κατανάλωση του γεύματος που περιείχε πολλά κορεσμένα λιπαρά, όλες οι γυναίκες, εμφάνισαν κατά μέσο όρο 11% χαμηλότερες επιδόσεις στα τεστ προσοχής σε σύγκριση με όταν κατανάλωσαν το αντίστοιχο γεύμα με λιγότερα κορεσμένα λιπαρά.
Αύξηση των επιπέδων φλεγμονής
Παρότι στη συγκεκριμένη μελέτη δεν προσδιορίστηκε τι ακριβώς συμβαίνει στον εγκέφαλο μετά την κατανάλωση γεύματος με πολλά κορεσμένα λιπαρά, η κυρία Μάντισον ανέφερε πως προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι τροφές που είναι πλούσιες σε κορεσμένα λιπαρά μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα φλεγμονής σε ολόκληρο τον οργανισμό, συμπεριλαμβανομένου πιθανώς και του εγκεφάλου. Να σημειωθεί ότι τα λιπαρά οξέα μπορούν να διαπεράσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, το κυτταρικό «δίχτυ» που προστατεύει τον εγκέφαλο από την είσοδο εν δυνάμει επικίνδυνων ουσιών εντός του. «Είναι πιθανό τα λιπαρά οξέα να αλληλεπιδρούν απευθείας με τον εγκέφαλο» σημείωσε η κύρια συγγραφέας της μελέτης.
Πιο έντονο το πρόβλημα εν μέσω πανδημίας
Τα αποτελέσματα αυτά μαρτυρούν ότι η ικανότητα συγκέντρωσης μπορεί να μειώνεται ακόμη περισσότερο αυτήν την περίοδο καθώς ολοένα και περισσότερα άτομα στρέφονται στις λιπαρές τροφές θεωρώντας τις ως «διέξοδο» στο στρες που βιώνουν εξαιτίας της πανδημίας, ανέφερε η πρώτη συγγραφέας της νέας μελέτης, καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Ψυχολογίας καθώς και διευθύντρια του Ινστιτούτου Ερευνας στη Συμπεριφορική Ιατρική στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο, Τζάνις Κίκολτ-Γκλέιζερ. «Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι όταν οι άνθρωποι βιώνουν άγχος, αρκετοί από αυτούς βρίσκουν πιο ελκυστικό ένα γεύμα με πολλά κορεσμένα λιπαρά παρά ένα γεύμα με μπρόκολο. Γνωρίζουμε επίσης από άλλες μελέτες ότι η κατάθλιψη και το άγχος μπορούν επίσης να έχουν αρνητική επίδραση στη συγκέντρωση και στην προσοχή. Αν προσθέσουμε αυτά στο γεύμα με τα πολλά λιπαρά, μπορούμε να αναμένουμε οι επιπτώσεις στην πραγματική ζωή σε ό,τι αφορά τη γνωστική απόδοση θα είναι ακόμη μεγαλύτερες».
Τσώλη Θεοδώρα