Πριν από λίγες μέρες ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων και ολοκληρώθηκε έτσι ένας ακόμα κύκλος ακαδημαϊκού αδιεξόδου για τις νέες και τους νέους μας. Οι περισσότεροι από εμάς χαρήκαμε ή στεναχωρηθήκαμε με την επιτυχία ή την αποτυχία κάποιου δικού μας προσώπου.Όλοι μας ωστόσο υπομείναμε για ακόμα μια φορά ένα οπισθοδρομικό και ανελεύθερο σύστημα που συντείνει, αν δεν ευθύνεται ξεκάθαρα, για την πλειοψηφία των προβλημάτων της χώρας μας.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι το δημιούργημα μιας παλιάς φρουράς ακαδημαϊκών και πολιτικών οι οποίοι υπερασπίζονται μαινόμενοι μέχρι και σήμερα τα κεκτημένα τους και ένα σύστημα το οποίο είναι εκτός τόπου και χρόνου. Ένα σύστημα το οποίο έχει αποτύχει.
Σύμφωνα με το ισχύον αναχρονιστικό σύστημα, για την εισαγωγή στην Γ/βάθμια εκπαίδευση το μόνο που απαιτείται είναι η επιτυχία του υποψηφίου σε τρίωρες εξετάσεις μαθημάτων τα οποία είναι πολλές φορές άσχετα με το αντικείμενο των επικείμενων σπουδών του. Επιπλέον, αν ένας υποψήφιας π.χ. για το Τμήμα Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. αφιερώσει ένα εξάμηνο πρακτικής εργασίας σε μια εφημερίδα, αυτό δεν συνυπολογίζεται, ενώ αντιθέτως έχουν τεράστια αξία για το μέλλον του ως δημοσιογράφος τα αποτελέσματα των εξετάσεων του στη φυσική και τη χημεία (!) Η τρίωρη εξέταση του, με το αφόρητο άγχος και τα προβληματικά πολλές φορές θέματα, είναι δυστυχώς ικανή για να τον κρίνει και να τον καταδικάσει. Ικανή για να κρίνει ολόκληρη τη ζωή και το μέλλον ενός ανθρώπου, καθώς και το ρόλο του και το πόσο παραγωγικός θα είναι στην κοινωνία.
Αντιθέτως, σε άλλα προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα ο επίδοξος φοιτητής αποστέλλει κανονική και πλήρη αίτηση στα πανεπιστήμια της επιλογής του(όπως γίνεται για τις μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα). Συγκεντρώνοντας το φάκελό του, ο υποψήφιος συμπεριλαμβάνει σε αυτόν πέρα από τα αποτελέσματα των εξετάσεων, συγκεκριμένο αριθμό συστατικών επιστολών, μία προσωπική επιστολή εκφράζοντας τις επαγγελματικές και ακαδημαϊκές του φιλοδοξίες, καθώς και το πλήρες βιογραφικό του, με την εθελοντική του δράση, την πρακτική του άσκηση και εμπειρία, τα προσωπικά του επιτεύγματα και τις όποιες διακρίσεις σε διαγωνισμούς, αθλήματα, κ.ά. Στη συνέχεια, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα αξιολογούν το φάκελο του υποψηφίου στο σύνολο του, συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω στοιχεία και όχι μονοδιάστατα και μυωπικά κάποια εξ αυτών, και αποφασίζουν εν τέλει αν θα κάνουν αποδεκτή ή όχι την αίτησή του. Τέλος, ο υποψήφιος, αφού ενημερωθεί, επιλέγει ο ίδιος το πανεπιστήμιο της αρεσκείας του ανάμεσα από αυτά που έχουν αποδεχθεί την αίτηση του, και ξεκινάει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία.
Κατά τη φοίτησή του τα δύο πρώτα χρόνια στο πανεπιστήμιο, ο φοιτητής δεν χρειάζεται να διαλέξει αντικείμενο σπουδών καθώς η πλειοψηφία των μαθημάτων είναι επιλογής και ο νέος ή η νέα διαλέγει μαθήματα από μια ευρεία γκάμα επιλογών. Με αυτό τον τρόπο ο φοιτητής καταλήγει στο τρίτο έτος σπουδών ικανός πλέον να επιλέξει τον ακαδημαϊκό του κλάδο έχοντας και τον απαραίτητο χρόνο να σκεφτεί αλλά και τη σχετική εμπειρία από διάφορες και διαφορετικές επιστήμες. Το μόνο λογικό δηλαδή για έναν νέο άνθρωπο ο οποίος πρέπει δοκιμάζοντας στην πράξη να ανακαλύψει που βρίσκεται η έφεση και η προτίμηση του. Και εδώ φαίνεται πόσο παράλογο και άδικο είναι να αναγκάζονται οι μαθητές της Γ' Λυκείου να επιλέξουν στα τυφλά και χωρίς σχετική εμπειρία για το μέλλον τους, σε μια τόσο νεαρή και άπειρη ηλικία. Με το σύστημα αυτό λοιπόν ένας φοιτητής μπορεί στα δύο πρώτα χρόνια να επιλέξει μαθήματα όπως π.χ. αρχαία, φυσική, φωτογραφία, ιστορία της τέχνης και σκηνοθεσία και όταν κληθεί στο τρίτο έτος να επιλέξει βάσει των προτιμήσεων του, να ακολουθήσει τις θετικές επιστήμες και να αποφοιτήσει με πτυχίο μαθηματικού από το πανεπιστήμιο.
Πέρα από τα ανωτέρω προφανή, υπάρχει και μια λιγότερο ευδιάκριτη διαφορά των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων. Στην περίπτωση των σύγχρονων συστημάτων οι φοιτητές ανταγωνίζονται για να αποφοιτήσουν και όχι για να εισέλθουν στη σχολή της αρεσκείας τους. Αυτή η ειδοποιός διαφορά ξεχωρίζει τα πρωτοποριακά εκπαιδευτικά συστήματα από τα μεσαιωνικά όπως και αυτό της χώρας μας. Συγκεκριμένα, στο ελληνικό σύστημα οι μαθητές ανταγωνίζονται σε γενικής φύσεως μαθήματα και γνώσεις για να εξασφαλίσουν μία από τις περιορισμένες θέσεις στη σχολή της αρεσκείας τους. Έπειτα, καθώς επιτύχουν και βρεθούν στο πανεπιστήμιο, οι φοιτητές έχουν δεδομένη πλέον την αποφοίτησή τους, έστω και σε βάθος χρόνου. Δεν υπάρχει κανένας ανταγωνισμός πλέον σε αυτό το σημείο και θεωρείται δεδομένο πως όλοι οι φοιτητές θα λάβουν το σχετικό πτυχίο της σχολής που κατάφεραν να εισέλθουν.
Από την άλλη πλευρά, σε προηγμένα και σύγχρονα συστήματα, οι φοιτητές ανταγωνίζονται για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο της αρεσκείας τους, με πλήρες όμως βιογραφικό και πιο υγιείς και δίκαιες διαδικασίες αξιολόγησης, ενώ στη συνέχεια υπάρχει επιπλέον και μεγαλύτερος ανταγωνισμός κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους για να μπορέσουν να αποφοιτήσουν. Αυτό σημαίνει πως αν δεν διατηρήσουν ένα συγκεκριμένο μέσο όρο βαθμολογίας ή αν αποτύχουν σε αρκετά μαθήματα κινδυνεύουν να αποβληθούν τελείως από τη σχολή, καθιστώντας έτσι τη φοίτηση ιδιαίτερα σημαντική και δύσκολη. Οι φοιτητές δηλαδή ανταγωνίζονται στις γνώσεις τους πάνω στο πραγματικό αντικείμενο τους και όχι σε αστείες, σοβαροφανείς πανελλήνιες εξετάσεις που καθορίζουν με στείρο τρόπο ολόκληρη τη ζωή τους.
Αν δεν ηττηθεί το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα μαζί με τους όποιους ακαδημαϊκούς και πολιτικούς οπαδούς του, τότε οι όποιες ιδέες και προτάσεις για αξιολόγηση, έρευνα, ποιοτικά προγράμματα σπουδών, αξιοκρατία, και εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της παιδείας στη χώρα θα είναι δυστυχώς θνησιγενείς και άκαρπες.
Πηγή: HuffingtonPost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου