Τα όνειρα βοηθάνε τις μνήμες να «στεριώσουν», αν όμως αυτά διαταραχθούν, τότε και η διαδικασία της μνήμης διαταράσσεται, με συνέπεια να μην λειτουργεί εξίσου καλά την επόμενη μέρα. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια νέα καναδο-ελβετική επιστημονική έρευνα, που βασίσθηκε σε πειραματόζωα.
Τα πειράματα
Ερευνητές των πανεπιστημίων ΜακΓκιλ του Καναδά και Βέρνης της Ελβετίας, με επικεφαλής αντίστοιχα τον επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Ψυχιατρικής Σιλβέν Γουίλιαμς και τον καθηγητή του Τμήματος Νευρολογίας Αντουάν Αδαμαντίδηπειραματίσθηκαν με ποντίκια, χρησιμοποιώντας την τεχνική της οπτογενετικής για να απενεργοποιήσουν μέσω φωτός μια σειρά από εγκεφαλικά κύτταρα.
Όταν οι επιστήμονες, παρεμβαίνοντας στα λεγόμενα «κύματα θήτα» στον εγκέφαλο των ποντικιών, διατάραξαν στα κοιμισμένα ζώα τη φάση της γρήγορης κίνησης των ματιών (REM), η οποία σηματοδοτεί την παρουσία ονείρων, τα ζώα, όταν ξυπνούσαν, δεν είχαν εξίσου καλή μνήμη, σε σχέση με τα ζώα που είχαν αδιατάρακτο ύπνο.
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι τα ζώα με τον διαταραγμένο ύπνο στη φάση REM δεν μπορούσαν να θυμηθούν σωστά τι είχαν μάθει μέσα στη μέρα. Είναι η πιο πειστική ένδειξη μέχρι σήμερα ότι τα όνειρα είναι ζωτικά για τη μνήμη. Πιστεύεται ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους ανθρώπους.
Στη φάση REM (Rapid Eye Movement), που παρατηρείται σε πολλά ζώα και πουλιά εκτός από τον άνθρωπο, οι μύες χαλαρώνουν και τα κλειστά μάτια τρεμοπαίζουν. Το τι ακριβώς συμβαίνει εκείνες τις στιγμές είναι μυστήριο, αλλά οι φάσεις αυτές έχουν συσχετισθεί με τα όνειρα.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι και η βαθύτερη μη-REM φάση του ύπνου, χωρίς όνειρα, είναι επίσης ζωτική για την μνήμη. Όπως είπε ο Γουίλιαμς, προς το παρόν οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στις δύο φάσεις (REM και μη-REM) όσον αφορά τη σημασία τους για την μνήμη.
Ελπίζεται ότι στο μέλλον τέτοιες μελέτες, εκτός από την καλύτερη κατανόηση των φαινομένων του ύπνου και της μνήμης, θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη νέων θεραπειών για ανθρώπους με προβλήματα μνήμης, άνοια και Αλτσχάιμερ. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science».
Πηγή: Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου