Της Δήμητρας Κογκίδου στο tvxs
Το φαινόμενο του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού δεν συνιστά καινοτομία των ημερών. Το ότι σχετικά πρόσφατα άρχισε να συζητιέται στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός ότι σήμερα υπάρχει αυξημένη ευαισθητοποίηση απέναντι σε ορισμένες μορφές εκφοβισμού που παλαιότερα είτε δεν καταγράφονταν τόσο έντονα στο δημόσιο λόγο, είτε δεν αναγνωρίζονταν ως τέτοιες.
Δυστυχώς τα περισσότερα περιστατικά ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού στην εκπαίδευση συχνά δεν γίνονται αντιληπτά ως τέτοια –πλην ακραίων περιπτώσεων που δημιουργούν έντονα φαινόμενα διάρρηξης των σχολικών κανόνων –και έτσι δεν δίνεται η δυνατότητα για σχεδιασμό συστηματικής δράσης τόσο στο επίπεδο της πρόληψης, όσο και της αντιμετώπισης. Σ’ αυτό συντελεί και η σχετική δυσκολία ορισμένων εκπαιδευτικών να αναγνωρίσουν και να ορίσουν ποιες συγκεκριμένες συμπεριφορές συγκροτούν ομοφοβικό εκφοβισμό καθώς ο σεξισμός έχει διαποτίσει την πρακτική των καθημερινών έμφυλων σχέσεών μας.
Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις που τα περιστατικά ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού γίνονται αντιληπτά, το σχολείο ως θεσμός –με εξαίρεση ορισμένους εκπαιδευτικούς- φαίνεται να μην ενδιαφέρεται και τόσο πολύ για το ζήτημα και δε φαίνεται ικανό –ή/και πρόθυμο- να καταπολεμήσει το φαινόμενο με την υιοθέτηση μιας αντι-ετερο-σεξιστικής πολιτικής. Με τη λογική αυτή, δίνει το μήνυμα σε μαθητές και σε μαθήτριες ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά είναι λίγο-πολύ αποδεκτή. Γενικά φαινόμενο του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού είναι ένα παραμελημένο ζήτημα στην εκπαιδευτική ατζέντα που μέχρι τώρα καλύπτεται από σιωπή και αμηχανία.
Ένα παράδειγμα τρανσφοβικού εκφοβισμού
Μια από τις λίγες περιπτώσεις τρανσφοβικού εκφοβισμού που έγιναν ορατές λόγω της σοβαρότητάς της ήταν της Α., μιας τρανς μαθήτριας σε ένα νυχτερινό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αθήνα. Παρά τις καταγγελίες του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών μαζί με την ομάδα «Ομοφοβία στην Εκπαίδευση», την προσφυγή στο Συνήγορο του Πολίτη που στο πόρισμά του είχε δώσει θετικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη διευθέτηση του θέματος και τη διαμεσολάβησή του στο σχολείο, η μαθήτρια συνέχισε να δέχεται σοβαρότατες παρενοχλήσεις λόγω της ταυτότητας φύλου της και εκφοβισμό από το Διευθυντή του Λυκείου.
Παράλληλα, η μοναδική καθηγήτρια που υπoστήριξε την τρανς μαθήτρια στις ακραίες τρανσφοβικές διακρίσεις που υπέστη, πέρασε από ΕΔΕ και τέθηκε σε αργία (υπήρξε καταγγελία της Β΄ΕΛΜΕ Αθήνας για τη δίωξη της καθηγήτριας). Να σημειώσουμε σχετικά με το χειρισμό της υπόθεσης αυτής το θετικό ρόλο του Συνήγορου του Πολίτη, τόσο για τις προτάσεις του για το σεβασμό της ταυτότητας φύλου των τρανς ανθρώπων στο σχολικό περιβάλλον, όσο και για τις καλές πρακτικές που ακολούθησε κατά τη διαδικασία διαμεσολάβησης, σε αντίθεση με την αδιαφορία ή καλλίτερα την άρνηση της πολιτείας –μέσω του αρμόδιου υπουργείου -να ασχοληθεί με τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν γενικότερα οι lgbtq μαθητές και μαθήτριες.
Το σχολείο οφείλει να διασφαλίζει ότι κανένα παιδί δεν θα υποστεί διάκριση ή/και παρενόχληση και εκφοβισμό εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του.
Όταν αναφερόμαστε στον ομοφοβικό και τρανσφοβικό εκφοβισμό στην εκπαίδευση δεν θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε ως ένα φαινόμενο που συμβαίνει ανεξάρτητα και ερήμην της πραγματικότητας του κόσμου των ενηλίκων που προσλαμβάνουν τα παιδιά και οι έφηβοι. Ας μη ξεχνάμε ότι αυτά που συμβαίνουν στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, επηρεάζονται από τους κυρίαρχους Λόγους περί ετεροσεξουαλικότητας και ομοφοβίας που βρίσκονται στη δημόσια σφαίρα της μαζικής κουλτούρας, της πολιτικής και της πολιτείας. Ούτε, επίσης, να τον αντιμετωπίζουμε ως ένα φαινόμενο που είναι ανεξάρτητο από το είδος της εκπαίδευσης που παρέχουμε στα παιδιά. Για παράδειγμα, σπανίζουν οι βιωματικές μέθοδοι και η συστηματική διαμόρφωση ενός κλίματος στην τάξη που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας αίσθησης συλλογικότητας έτσι ώστε τα παιδιά να νοιώσουν ότι ανήκουν σε μια ομάδα και να παρεμποδισθούν ή να ακυρωθούν οποιεσδήποτε διαδικασίες περιθωριοποίησης, στιγματισμού και εκφοβισμού.
Πάντως, ανεξάρτητα από το αν οι παράγοντες που παράγουν ή επηρεάζουν το φαινόμενο του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού βρίσκονται μέσα ή έξω από την εκπαίδευση, το σχολείο οφείλει να διασφαλίζει ότι κανένα παιδί δεν θα υποστεί διάκριση ή/και παρενόχληση και εκφοβισμό εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του. Εμπειρίες παρενόχλησης ή/και διακρίσεων, εμπειρίες ή φόβος για ομοφοβικό ή τρανσφοβικό εκφοβισμό, μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στους LGBTQ νέους και νέες, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο εκπαιδευτικό τους μέλλον και στις επαγγελματικές επιλογές. Οι εμπειρίες αυτές δεν προέρχονται μόνον από τους συμμαθητές /τριες αλλά και από τα άλλα μέλη του σχολείου –εκπαιδευτικούς και γονείς. Η απώλεια της αυτοπεποίθησης, η απομόνωση, ζητήματα τακτικής φοίτησης, η έλλειψη κινήτρων ή /και συγκέντρωσης είναι μερικές από τις επιπτώσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε μειωμένη εκπαιδευτική επιτυχία ή σε εγκατάλειψη του σχολείου.
Μπορούμε να κάνουμε πολλά στην εκπαίδευση, τόσο στο επίπεδο της πρόληψης, όσο και της αντιμετώπισης, αρκεί να υπάρχουν μακρόχρονες και σωστά σχεδιασμένες παρεμβάσεις που να στηρίζονται στην κατάλληλη παιδαγωγική τεχνογνωσία. Το επισημαίνω αυτό γιατί είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα αίτια που οδηγούν κάποια παιδιά στη χρήση βίας που προέρχεται από την ομοφοβία.
Το σχολείο ως πολιτισμικό πλαίσιο κατασκευής έμφυλων και σεξουαλικών ταυτοτήτων
Καθώς το φύλο και η σεξουαλικότητα δεν είναι δεδομένα και αυτονόητα, το σχολείο ως θεσμός αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα πολιτισμικά πλαίσια μέσα στο οποίο δομούνται οι έμφυλες και σεξουαλικές ταυτότητες των μαθητών/μαθητριών. Αυτό γίνεται με πολλούς τρόπους –μέσω των αναλυτικών προγραμμάτων, της οργάνωσης και διοίκησης, του παιδαγωγικού υλικού, του κρυφού αναλυτικού προγράμματος κ.ά. Δυνητικά θα μπορούσε να είναι ένα πλαίσιο όπου διαμορφώνονται και διακινούνται πολλαπλές μορφές θηλυκότητας και ανδρισμού –αλλά δεν είναι έτσι –καθώς έχει καταγραφεί ότι ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών πρακτικών, από εκείνες που θεωρούνται 'αυτονόητες' μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενισχύουν τα έμφυλα στερεότυπα. Το σχολείο, παρά τη συνήθη ρητορική για ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της υποκειμενικότητας των μαθητών/τριών, περιορίζει μαθητές και μαθήτριες σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, με Λόγους σεξιστικούς και ομοφοβικούς, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα. Στην πράξη, εφαρμόζεται διαφορετική πολιτική όταν κινδυνεύουν να παραβιαστούν οι κανόνες της ετεροσεξιστικής μας κοινωνίας.
Η εκπαίδευση αποτελεί, επίσης, χώρο μέσα στον οποίο ασκούνται πρακτικές σεξουαλικότητας, αν και συχνά δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιες. Υπάρχουν χαρακτηριστικές αναφορές σε διάφορες έρευνες για το πως η ιδεολογία της ετεροσεξουαλικότητας εμπλέκεται καθημερινά σε ποικίλες σχολικές πρακτικές. Για παράδειγμα, όταν προτρέπουμε ένα μικρό αγόρι να μην κλαίει γιατί «οι άνδρες δεν κλαίνε» ή να γίνει «αληθινός» άνδρας, η προτροπή αυτή εντάσσεται μέσα σε ένα ετεροσεξουαλικό αυτονόητο που το σχολείο επικυρώνει και παρουσιάζει ως αδιαμφισβήτητο κοινωνικό και ηθικό κανόνα. Η ετεροσεξουαλικότητα είναι παρούσα παντού, εκλαμβάνεται ως δεδομένη και «φυσική» και αυτό της δίνει εξουσία.
Συγκρότηση του ανδρισμού: Ετεροσεξουαλικότητα, ομοφοβία και μισογυνισμός
Αυτός ο Λόγος περί ετεροσεξουαλικότητας μέσα στον οποίο τα αγόρια συγκροτούν τους ανδρισμούς τους είναι άμεσα συνδεδεμένος με Λόγους περί ομοφοβίας και μισογυνισμού. Η συγκρότηση της ταυτότητας –σεξουαλικής και έμφυλης- των παιδιών γίνεται μέσω της διαφοράς και του αποκλεισμού. Ειδικά τα αγόρια συγκροτούν τον ανδρισμό τους μέσα από ένα σύστημα στιγματισμού, το οποίο περιπολεί και αστυνομεύει κάθε τι το «μη-ανδρικό» και διαπαιδαγωγεί στον ανδρισμό με την απειλή της ομοφοβίας Έτσι, ο ηγεμονικός ανδρισμός –πάντα ετεροσεξουαλικός -βασίζει τη συγκρότησή του στον αποκλεισμό του «Άλλου» που σε αυτή την περίπτωση είναι η ομοφυλοφιλία η οποία καταλήγει να θεωρείται συνώνυμο μιας θηλυκής ταυτότητας. Οι ετεροσεξουαλικές, λοιπόν, μορφές ανδρισμού θεωρούνται ως οι μόνες «κανονικές» και υγιείς, ενώ οι υπόλοιπες αυτόματα θεωρούνται «αποκλίνουσες».
Αν μια συμπεριφορά θεωρηθεί ότι αποκλίνει από την ετεροσεξουαλικότητα, τότε ενεργοποιείται αρνητική προδιάθεση, συχνά προκαλείται φόβος ή/και αηδία, συναισθήματα που μπορεί να οδηγήσουν στη βία, με συνέπεια υποκείμενα με διαφορετική ταυτότητα φύλου, ή σεξουαλικό προσανατολισμό ή και με ‘θηλυπρεπή’ συμπεριφορά σύμφωνα με τα στερεότυπα για τους έμφυλους ρόλους, να υφίστανται παρενόχληση ή και διάφορες μορφές βίας. Για παράδειγμα, η σωματική οικειότητα μεταξύ των αγοριών, όπως φιλιά και εναγκαλισμοί σε μια συνάντηση, είναι κάτι που αποφεύγεται εξαιτίας της ομοφοβίας και του φόβου θηλυπρέπειας.
Επίσης, άμεση είναι η διασύνδεση ομοφοβίας και μισογυνισμού. Είναι μειωτικό για ένα αγόρι να το αποκαλέσουν ‘κορίτσι’. Από τις χειρότερες βρισιές είναι αργότερα να αποκαλέσεις έναν άνδρα «γυναικούλα» ή κάτι παρεμφερές. Αντίθετα αποτελεί θετικό το να αποκαλέσεις μια γυναίκα «αντράκι» ή ‘’παληκάρι’’ γιατί οι ανδρικές αξίες είναι ιεραρχικά ανώτερες. Ο ηγεμονικός ανδρισμός συνδέεται με την ομοφοβία καθώς τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στους άνδρες ομοφυλόφιλους αναφέρονται στις γυναίκες. Η ομοφοβία, λοιπόν, αποτελεί μέσο παγίωσης της σεξουαλικότητας και του φύλου, μέσω της συκοφάντησης της θηλυκότητας και του συσχετισμού της με την ομοφυλοφιλία. Για να χαρακτηρισθεί ομοφυλοφοβικά ένα αγόρι σε «αδερφή» ή gay αρκεί να υπερβαίνει συγκεκριμένες αξιώσεις με βάση τα έμφυλα στερεότυπα σε θέματα γλώσσας, ένδυσης, συμπεριφοράς. Π.χ, ένας ήσυχος μαθητής ή ένας μαθητής που κλαίει, ή δεν του αρέσει να παλεύει ή να παίζει ποδόσφαιρο, ή κάνει παρέα και με κορίτσια μπορεί να στιγματιστεί.
Ο ηγεμονικός ανδρισμός επιβάλει ταυτότητες στους «Άλλους» και τους φέρνει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση στοχοποιώντας τους
Η ετεροσεξουαλικότητα, ο μισογυνισμός και η ομοφοβία δρουν στο πλαίσιο του σχολείου αφήνοντάς ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης στους περισσότερους μαθητές, μαθήτριες και στους εκπαιδευτικούς. Ένα πολύ συχνό παράδειγμα είναι ο ομοφοβικός λεκτικός εκφοβισμός μεταξύ μαθητών «Αν το κάνεις, θα σε γ… !». Ένας μαθητής επιχειρεί να εκφοβίσει έναν άλλο στιγματίζοντάς τον, μέσω της υποταγής του σε παθητικό/θηλυπρεπή άνδρα, δηλαδή με τη μετατροπή του σε μη-άνδρα. Ο ηγεμονικός ανδρισμός –που είναι οπωσδήποτε ετεροσεξουαλικός –έχει την εξουσία και επιβάλει ταυτότητες στους Άλλους. Ο ανδρισμός δεν αποτελεί ένα αυτονόητο, αντίθετα πρέπει συνεχώς να διεκδικείται, να κατακτάται και να αποδεικνύεται -για παράδειγμα και μέσα από την ετεροσεξιστική παρενόχληση και τον ομοφοβικό και τρανσφοβικό εκφοβισμό.
Αυτό έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στη σχολική ζωή των μαθητών και μαθητριών που δεν επιθυμούν την απόκτηση των κυρίαρχων ανδρικών ή γυναικείων ταυτοτήτων ή έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου. Όσα αγόρια δεν έχουν μια έμφυλη «ταυτότητα» υπερ-ανδρισμού στιγματίζονται και μέσα από ομοφοβικά σχόλια γίνεται προσπάθεια συμμόρφωσης στα πρότυπα του ανδρισμού και της ετεροσεξουαλικότητας. θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι δεν ταυτίζονται όλα τα αγόρια με αυτές τις ηγεμονικές εκφάνσεις ανδρισμού και συνεπώς δε θα πρέπει να θεωρηθούν ως μια ομοιογενή ομάδα.
Οι ετεροσεξουαλικές προσδοκίες φέρνουν μαθητές και μαθήτριες με διαφορετικούς σεξουαλικούς προσανατολισμούς σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Αγόρια και κορίτσια που φαίνονται ή είναι αβέβαια για την ταυτότητα φύλου τους γίνονται στόχος ομοφοβικών επιθέσεων. Καθώς ο ανδρισμός έχει μεγαλύτερη αξία στην κοινωνία, τα αγόρια που φαίνεται να παραβαίνουν τις κανονικότητες για το φύλο τους και να υπονομεύουν το κεντρικό αξίωμα του ανδρισμού, δηλαδή την ετεροσεξουαλικότητα, στιγματίζονται περισσότερο.
Μια αντι–ετερο-σεξιστική πολιτική θα συμβάλει στη μείωση της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα στην κοινωνία
Η βία, γενικά, στο χώρο του σχολείου φαίνεται ότι συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τους όρους συγκρότησης της ανδρικής ταυτότητας. Είναι σημαντικό, λοιπόν, ο παράγοντας φύλο να παίξει κεντρικό ρόλο, τόσο στη γενικότερη ενταξιακή πολιτική στην εκπαίδευση, όσο και στο σχεδιασμό στρατηγικών για την καταπολέμησης του εκφοβισμού στο πλαίσιο των οποίων πρέπει ρητά να περιλαμβάνεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου και η έκφραση φύλου. Τα παραπάνω πρέπει να είναι τμήμα της εκπαίδευσης /μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών ώστε να μπορούν να συζητούν και να χειρίζονται τα θέματα αυτά. Παράλληλα θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με το θέμα φορείς θα έχουν την κατάλληλη τεχνογνωσία, τους πόρους και τις αρμοδιότητες ώστε να διασφαλιστεί η παροχή της κατάλληλης υποστήριξης και προστασίας στα παιδιά σε όλη τη διαδικασία. Στο επίπεδο αυτό είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη καλές πρακτικές άλλων χωρών που έχουν αξιολογηθεί θετικά στην καταπολέμηση του ομοφοβικού και τρανσφοβικού εκφοβισμού.
Κρίνεται απαραίτητο να γίνει συστηματική και πολυεπίπεδη προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος μη ανεκτικού στην ετεροσεξιστική παρενόχληση και στον ομοφοβικό και τρανσφοβικό εκφοβισμό στην εκπαίδευση. Εκτιμώ ότι υπάρχουν πολλά εμπόδια και περιορισμοί. Οι δυσκολίες αυτής της πολιτικής δεν πηγάζουν μόνον από αυτά που συμβαίνουν στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, αλλά επηρεάζονται και από τους κυρίαρχους/ηγεμονικούς Λόγους. Παρά ταύτα, το σχολείο μπορεί να αποτελέσει ένα προνομιακό πεδίο παρέμβασης προς την κατεύθυνση της έμφυλης συμμετρίας και της άρσης του ετεροσεξισμού –σε συνεργασία και με άλλους θεσμούς - προς όφελος των ίδιων των υποκειμένων και γενικότερα της κοινωνίας - αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση για μια αντι–ετερο-σεξιστική εκπαίδευση, γιατί τεχνογνωσία υπάρχει. Η εφαρμογή της θα συμβάλει στη μείωση της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας –στο χώρο της εκπαίδευσης αλλά και γενικότερα στην κοινωνία. Επισημαίνεται ότι απαραίτητο στοιχείο στη πορεία αυτή και ζήτημα άμεσης προτεραιότητας είναι η προώθηση μιας νέας αντίληψης για τον ανδρισμό - θέμα που συνδέεται άμεσα με τον ομοφοβικό και τρανσφοβικό εκφοβισμό και την ετεροσεξιστική παρενόχληση..
* Δήμητρα Κογκίδου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου