Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Μητέρα SOS: ο κυματοθραύστης


Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί κάθε μέρα και περισσότερο η μητρότητα. Το πώς γίνεσαι μάνα στο ρόλο. Έχω διαβάσει πολύ, έχω παρατηρήσει άλλο τόσο. Αποφάσισα με αφορμή τη σημερινή μέρα να αναζητήσω δύο μητέρες από το παιδικό χωριό SOS της Βάρης για να με πάω στα άκρα. Εκεί που μια γυναίκα μπαίνει σ’ ένα σπίτι που κανονικά δεν είναι το σπίτι της, στρώνει το τραπέζι για τα παιδιά της που κανονικά δεν είναι παιδιά της και συχνά δεν είναι καν αδέλφια. Αγωνιά γι’ αυτά, έχει υποχρεώσεις και ευθύνες γι’ αυτά. Έχει αγάπη και περίσσεια δυσκολίας μιας και τα παιδιά αυτά κουβαλάνε βιώματα και τραύματα από τις φυσικές τους οικογένειες. Το πρωί της Παρασκευής είχα τη χαρά να γνωρίσω την Έφη Μάμη και την Όλγα Φανού, δύο μητέρες από το παιδικό χωριό SOS της Βάρης.

Η κυρία Έφη Μάμη είναι στο χωριό 7 χρόνια. Δεν έχει δικά της παιδιά και είναι ανύπαντρη. Στο χωριό μπήκε για βιοποριστικούς λόγους κατά την αναζήτηση εργασίας. Αγαπούσε ανέκαθεν τα παιδιά. Πίσω της, όπως μου λέει, δεν άφησε πολλά. Από 4 χρόνων ζούσε έτσι κι αλλιώς 500 μέτρα μακριά απ΄ το χωριό. Ξεκίνησε ως θεία SOS για περίπου 4,5 χρόνια, αγάπησε τον χώρο και ζήτησε να γίνει μητέρα. (Θεία SOS είναι εκείνη που αντικαθιστά τη μητέρα SOS στα 8 ρεπό που έχει το μήνα και δεν αντικαθιστά πάντα την ίδια μητέρα.) «Εδώ είμαστε λίγο σαν το χωριό. Όλοι ξέρουμε όλους και τη γειτόνισσα τα παιδιά τη φωνάζουν θεία, όπως κάποτε στα χωριά», μου λέει και χαμογελάει. Και με τις δύο κυρίες μιλήσαμε για τα παιδιά τους αναλυτικά, με ονόματα και ηλικίες. Αποφάσισα να μην γράψω τα ονόματα και κάποια πολύ ειδικά στοιχεία της καθεμιάς απ’ τις προσωπικότητες των παιδιών. Συνοπτικά λοιπόν θα σας πω ότι η κυρία Μάμη μεγαλώνει 5 παιδιά, 14άρων χρόνων το μεγαλύτερο και 9 το μικρότερο. Την ρωτώ πώς είναι να γίνεσαι μητέρα με την πρώτη ματιά. «Δεν είναι καθόλου εύκολο. Γνωρίζουμε τα παιδιά πρώτα ως θείες. Στην αρχή όταν γινόμαστε μητέρες τους δεν μας λένε μαμά. Εμένα η μικρή μου με είπε μαμά πολύ νωρίς περισσότερο από ανάγκη. Τα υπόλοιπα παιδιά με είπαν μαμά μετά από 2 χρόνια και νομίζω πως τότε ήμουν έτοιμη κι εγώ να το ακούσω. Το καταλαβαίνουν κι αυτά ότι είναι πολύ βαρύ. Ο γιος μου με είπε μαμά σε έναν εφιάλτη του όπου του κράταγα το χέρι. Από τότε και μετά άρχισε να με λέει μαμά». Την πρώτη μέρα που ανέλαβε τα παιδιά, θυμάται καλά ότι αποσύρθηκε από το μεσημεριανό τραπέζι για να βάλει τα κλάματα. Την ήξεραν ήδη 4 χρόνια ωστόσο εκείνη τη μέρα που τα ανέλαβε και επίσημα, τα παιδιά αντιδρούσαν σπρώχνοντας το φαγητό τους, κάνοντας μούτρα και άλλα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε λάθος. Με τον καιρό τους κέρδισε. Ζει την εφηβεία των παιδιών της όπως κάθε μητέρα. Γκρίνιες, πείσματα και πρώτοι έρωτες που την κάνουν να χαμογελά. Τα δύο απ’ τα παιδιά της είναι αδέλφια και όπως μου λέει σβήνουν μέρες περιμένοντας να τα πάρει η μητέρα τους. Την ρωτώ αν αυτό είναι κάτι που θέλουν τα παιδιά. «Το θέλουν και το περιμένουν. Όλα τα παιδιά θέλουν να γυρίσουν στις φυσικές τους οικογένειες άσχετα από το ποιος είναι ο γονιός», μου απαντά.

Η κυρία Όλγα Φανού είναι στο χωριό 10 χρόνια και έχει μεγαλώσει δύο γενιές παιδιών. Στο χωριό SOS της Βάρης αποφάσισε να έρθει όταν ενηλικιώθηκαν τα δικά της παιδιά. Το σκεφτόταν 3,5 χρόνια. Ακόμα κι όταν πήρε αυτήν την πολύ συνειδητή απόφαση, οι πρώτες μέρες ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Δεν είχε μετανιώσει. Ήταν θέμα προσαρμογής… «Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μέχρι που έκλαιγα. Δεν είχα μετανιώσει, απλώς μου έλειπαν οι δικοί μου άνθρωποι. Ήταν ένα δύσκολο μεταβατικό στάδιο. Είμαι επίμονος άνθρωπος, δεν κάνω πίσω. Ήμουν 3 μήνες μόνο θεία και όταν ανέλαβα το σπίτι προσπάθησα να δεθώ με τα παιδιά, να κάνω τις αλλαγές που ήθελα για να νιώσουμε άνετα στον χώρο. Με απορρόφησε αυτή η διαδικασία κι έτσι ξεχαστήκανε τα απ’ έξω». Τα δικά της παιδιά δεν είχαν αντίρρηση αλλά φοβήθηκαν ότι δεν θα αντέξει τον εγκλεισμό. Έχει ήδη μεγαλώσει 6 παιδιά που αποχώρησαν από το χωριό για σπουδές και για να βρουν το δρόμο τους. Αυτά τα πρώτα 6 παιδιά είχαν μια πιο στενή σχέση με τα βιολογικά παιδιά της. Είχαν αναπτύξει δεσμούς. Σήμερα μεγαλώνει 4 παιδιά. Στην εφηβεία το μεγάλο, στην πρώτη δημοτικού το μικρό. Την ρωτώ αν η κοινωνική υπηρεσία του χωριού αναθέτει το κάθε ένα παιδί σύμφωνα με κάποια πολύ ειδικά χαρακτηριστικά που έχει εντοπίσει στην κάθε φορά μητέρα.«Εγώ πιστεύω ότι συμβαίνει αυτό», θα μου πει «…διότι όταν πρωτοήρθα στον χώρο και πήρα τα παιδιά από την άλλη μαμά… δεν ήθελα. Εγώ ήθελα να πάρω παιδάκια μικρά και πήρα παιδάκια του δημοτικού 10-11 χρονών. Επέμεναν ότι μου ταιριάζουν μεγαλύτερα. Εξαρτάται πάντα και από τις ανάγκες του χώρου. Επίσης αν έχεις ήδη τρία δύσκολα παιδιά -γιατί εδώ πρόκειται για παιδιά με βιώματα- δεν θα σου βάλουν και ένα τέταρτο «δύσκολο» παιδί στο σπίτι». Την πρώτη της μέρα με τα παιδιά την περιγράφει ως «διερευνητική». Παρατηρούσε ο ένας τις κινήσεις του άλλου. «Υπήρχε και θλίψη γιατί η προηγούμενη μαμά έφευγε και ήρθα εγώ να την αντικαταστήσω που δεν με ήξεραν καθόλου μιας και δεν έκατσα καιρό ως θεία. Υπήρξε αντίδραση και απόρριψη προς το πρόσωπό μου. Ανέλαβα το σπίτι 1/1 και ως το καλοκαίρι είχαν ισορροπήσει τα πράγματα εντελώς. Όταν πήγαν στις κατασκηνώσεις το καλοκαίρι άρχισαν να με αναζητάνε και τότε ήταν που με είπαν μαμά! Τα παιδιά όταν έρχεσαι να τα αναλάβεις μετά από 5-6 χρόνια που τα έχει άλλος, ξαναζούν την απόρριψη. Σκέφτονται «ήρθες και θα φύγεις κι εσύ άρα δεν δένομαι μαζί σου». Γι' αυτό ο χώρος μας θέλει μαμάδες που το έχουν αποφασίσει προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα και να πάνε τα παιδιά παραπέρα. Αν ένας άνθρωπος έρθει επιπόλαια, καλύτερα να μην έρθει καθόλου».

Ρωτώ και τις δύο μητέρες αν έχουν επαφή με τις φυσικές οικογένειες των παιδιών τους και πώς νιώθουν απέναντι σε αυτές. «Δεν έχουμε επαφή και ούτε εκφράζουμε τα συναισθήματά μας μπροστά στα παιδιά. Ειλικρινά το συναίσθημά μου είναι ο θυμός. Θυμός απέναντι στις μητέρες που δεν μπορούν να χαρούν το μεγάλωμα και τις κατακτήσεις των παιδιών τους. Ακόμα και τις δυσκολίες. Μια μάνα πρέπει να είναι εκεί. Χάνουν το πιο ωραίο πράγμα της ζωής», μου λέει η κυρία Φανού. «Δικαιολογώ μόνο την αρρώστια. Οτιδήποτε άλλο, όχι δεν το δικαιολογώ», μου απαντά στην ίδια ερώτηση η κυρία Μάμη. 

Οι μητέρες SOS κάνουν ό,τι κάνει μια «κανονική» μαμά στο σπίτι αλλά και ακόμα περισσότερα μιας και δεν υπάρχει πατέρας ή γιαγιά για βοήθεια. Είναι επίσης «ο κυματοθραύστης» όπως οι ίδιες χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους. «Το πρώτο κύμα το τρώμε εμείς. Όταν το παιδί θα έρθει κάποια στιγμή σε επαφή με τους φυσικούς του γονείς, αυτός που θα φάει το πρώτο χαστούκι θα είμαστε εμείς. Το παιδί επιστρέφει αγχωμένο, στενοχωρημένο, με την ερώτηση «Γιατί έφυγε η μαμά μου; Εσύ γιατί δε φεύγεις;» Για να σε τυραννήσω κι εσένα λίγο να δω αν μπορείς να φύγεις…», λένε χαρακτηριστικά.

Οι μητέρες SOS στα ρεπό αποσυμπιέζονται αλλά δεν παύουν να είναι μητέρες. Ακόμα και όταν έρθει η ώρα να φύγουν τα παιδιά για τη Στέγη (στην Α' Λυκείου δηλαδή), για το πρόβλημά τους απευθύνονται στη μητέρα SOS.

Στην έξοδο από το παιδικό χωριό SOS ένιωθα το σώμα μου περισσότερο βαρύ. Τα βήματά μου πιο αργά. Ήταν γιατί έφυγα με τις απαντήσεις. Οι γυναίκες έχουμε την επιλογή να είμαστε νοικοκυρές, γιατροί, δασκάλες, αρχιτέκτονες, εμποροϋπάλληλοι, χορεύτριες, δημοσιογράφοι και άλλα πολλά που το πόσο καλά ή άσχημα τα κάνουμε κάποτε θα πάψει να είναι ό,τι μας προσδιορίζει. Κάποια άλλη θα υπάρξει που πρέπει να είναι καλύτερη για τη συνέχεια των πραγμάτων, για την εξέλιξη. Όταν είμαστε μητέρες, όμως, αφήνουμε μια σφραγίδα τέτοια που μεταπηδά στο μέλλον και είναι αυτή η συνέχεια των πραγμάτων. Μία μητέρα είναι η ίδια η συνέχεια των πραγμάτων. Χρόνια πολλά!

ΥΓ: Σ’ ευχαριστώ μαμά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου