Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, τα πιο αναλυτικά προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευσης είχαν χαμηλότερα ποσοστά κυήσεων στις έφηβες γυναίκες, αν και τα αποτελέσματα φαίνεται να εξηγούνται καλύτερα από τις θρησκευτικές και τις πολιτικοκοινωνικές διαφορές των περιοχών και όχι τόσο από την ίδια τη σεξουαλική εκπαίδευση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική εκπαίδευση καθώς και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την προσέγγιση του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αλλά και με την πρόσβαση στις μεθόδους αντισύλληψης και τις υπηρεσίες οικογενειακού προγραμματισμού, δεν επηρεάζουν τον αριθμό των νέων έφηβων μητέρων.
Αν και τα ποσοστά των εφηβικών κυήσεων μειώνονται χρόνο με τον χρόνο, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι υπάρχει μεγάλη ετερογένεια ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής. Οι ερευνητές εξέτασαν εάν τα σχολικά προγράμματα σεξουαλικής αγωγής είχαν κατ’ αποκλειστικότητα στόχο την προαγωγή της σεξουαλικής αποχής ή εάν επρόκειτο για αναλυτικά προγράμματα που δίδασκαν την πρόληψη της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και υπολόγισαν την αποτελεσματικότητά τους. Συνέκριναν, μάλιστα, δεδομένα από 24 πολιτείες αναφορικά με τις κυήσεις κοριτσιών από 15 έως 17 ετών.
Σε γενικές γραμμές, όσο πιο αναλυτική ήταν η σεξουαλική εκπαίδευση σε μια περιοχή, τόσο μειωμένο ήταν το ποσοστό ανεπιθύμητων κυήσεων στην εφηβεία. Η συσχέτιση, όμως, αυτή δεν παρέμεινε ισχυρή όταν συμπεριελήφθησαν παράγοντες όπως το επίπεδο φτώχειας και τα ποσοστά βιασμών και άλλων εγκλημάτων. Οι φτωχότερες πολιτείες, με τις πιο πολλές μειονότητες και το περισσότερο έγκλημα, είχαν περιορισμένη σεξουαλική εκπαίδευση και περισσότερες γεννήσεις από έφηβες μητέρες. Όταν μάλιστα ελήφθησαν υπ’ όψιν η σχέση με τη θρησκεία και οι νόμοι σχετικά με τη διακοπή κύησης, τα προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευσης δεν μπορούσαν από μόνα τους να προβλέψουν τα ποσοστά γεννήσεων από έφηβες μητέρες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχουν πολλοί τρόποι ερμηνείας των παραπάνω δεδομένων, αλλά κανένας από αυτούς δεν υποστηρίζει πως οι έφηβοι δεν μαθαίνουν από τη σεξουαλική εκπαίδευση. Τονίζουν, επίσης, ότι ο τρόπος διεξαγωγής των προγραμμάτων μπορεί να διαφέρει ανάμεσα σε δύο πολιτείες, ακόμα κι αν και τα δύο συμπεριλαμβάνουν τη χρήση προφυλακτικού, ενώ παράλληλα οι νόμοι σχετικά με τη διακοπή κύησης εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά στον αριθμό των γεννήσεων.
Ανεξάρτητα, άλλωστε, από το τι διδάσκονται οι έφηβοι στο σχολείο, το εάν θα βρουν εύκολα προφυλακτικά, καθώς και το εάν θα έχουν την υποστήριξη των γονιών τους, σχετίζεται με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Με λίγα λόγια, η βασική σχολική σεξουαλική εκπαίδευση αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου puzzle που επηρεάζει τη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων και συνίσταται από δημογραφικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς παράγοντες. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η βελτίωσή της, έτσι ώστε να μην περιορίζεται στη διδασκαλία της χρήσης του προφυλακτικού, αλλά να προάγει την κατανόηση των συνεπειών μιας μη προγραμματισμένης κύησης.
Η καλύτερη κατάρτιση κι εξειδίκευση των εκπαιδευτών μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων και να περιορίσει την επίδραση των άλλων παραγόντων.
Πηγή: reuters via madata.gr
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Θ. Παλλαντζάς,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική εκπαίδευση καθώς και άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την προσέγγιση του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, αλλά και με την πρόσβαση στις μεθόδους αντισύλληψης και τις υπηρεσίες οικογενειακού προγραμματισμού, δεν επηρεάζουν τον αριθμό των νέων έφηβων μητέρων.
Αν και τα ποσοστά των εφηβικών κυήσεων μειώνονται χρόνο με τον χρόνο, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι υπάρχει μεγάλη ετερογένεια ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτείες της Αμερικής. Οι ερευνητές εξέτασαν εάν τα σχολικά προγράμματα σεξουαλικής αγωγής είχαν κατ’ αποκλειστικότητα στόχο την προαγωγή της σεξουαλικής αποχής ή εάν επρόκειτο για αναλυτικά προγράμματα που δίδασκαν την πρόληψη της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και υπολόγισαν την αποτελεσματικότητά τους. Συνέκριναν, μάλιστα, δεδομένα από 24 πολιτείες αναφορικά με τις κυήσεις κοριτσιών από 15 έως 17 ετών.
Σε γενικές γραμμές, όσο πιο αναλυτική ήταν η σεξουαλική εκπαίδευση σε μια περιοχή, τόσο μειωμένο ήταν το ποσοστό ανεπιθύμητων κυήσεων στην εφηβεία. Η συσχέτιση, όμως, αυτή δεν παρέμεινε ισχυρή όταν συμπεριελήφθησαν παράγοντες όπως το επίπεδο φτώχειας και τα ποσοστά βιασμών και άλλων εγκλημάτων. Οι φτωχότερες πολιτείες, με τις πιο πολλές μειονότητες και το περισσότερο έγκλημα, είχαν περιορισμένη σεξουαλική εκπαίδευση και περισσότερες γεννήσεις από έφηβες μητέρες. Όταν μάλιστα ελήφθησαν υπ’ όψιν η σχέση με τη θρησκεία και οι νόμοι σχετικά με τη διακοπή κύησης, τα προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευσης δεν μπορούσαν από μόνα τους να προβλέψουν τα ποσοστά γεννήσεων από έφηβες μητέρες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχουν πολλοί τρόποι ερμηνείας των παραπάνω δεδομένων, αλλά κανένας από αυτούς δεν υποστηρίζει πως οι έφηβοι δεν μαθαίνουν από τη σεξουαλική εκπαίδευση. Τονίζουν, επίσης, ότι ο τρόπος διεξαγωγής των προγραμμάτων μπορεί να διαφέρει ανάμεσα σε δύο πολιτείες, ακόμα κι αν και τα δύο συμπεριλαμβάνουν τη χρήση προφυλακτικού, ενώ παράλληλα οι νόμοι σχετικά με τη διακοπή κύησης εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά στον αριθμό των γεννήσεων.
Ανεξάρτητα, άλλωστε, από το τι διδάσκονται οι έφηβοι στο σχολείο, το εάν θα βρουν εύκολα προφυλακτικά, καθώς και το εάν θα έχουν την υποστήριξη των γονιών τους, σχετίζεται με άλλους πολιτικοκοινωνικούς παράγοντες που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.
Με λίγα λόγια, η βασική σχολική σεξουαλική εκπαίδευση αποτελεί κομμάτι ενός μεγαλύτερου puzzle που επηρεάζει τη σεξουαλική συμπεριφορά των εφήβων και συνίσταται από δημογραφικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς παράγοντες. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η βελτίωσή της, έτσι ώστε να μην περιορίζεται στη διδασκαλία της χρήσης του προφυλακτικού, αλλά να προάγει την κατανόηση των συνεπειών μιας μη προγραμματισμένης κύησης.
Η καλύτερη κατάρτιση κι εξειδίκευση των εκπαιδευτών μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων και να περιορίσει την επίδραση των άλλων παραγόντων.
Πηγή: reuters via madata.gr
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Θ. Παλλαντζάς,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου