Στην αίθουσα δεν έπεφτε καρφίτσα. Σχεδόν έναν χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά που έπληξε τον Εβρο, οι θεατές παρακολουθούσαν σιωπηλοί την προσπάθεια μιας μικρής ομάδας εφήβων να επεξεργαστεί στη μεγάλη οθόνη το συλλογικό τραύμα που είχαν βιώσει όλοι, ως κοινότητα. Στην πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ «940.000» δεν ακουγόταν ούτε ανάσα.
Η Βασιλική Καλαμάρη, διευθύντρια του 4ου Επαγγελματικού Λυκείου της Αλεξανδρούπολης, στο οποίο είναι μαθητές τα μέλη της κινηματογραφικής ομάδας, περιέγραψε τη νύχτα εκείνη ως μια μοναδική στιγμή. «Ηταν από τις σπάνιες στιγμές που βλέπεις μια ταινία και δεν νιώθει ο καθένας κάτι, ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα, αλλά νιώθουν όλοι το ίδιο πράγμα. Και τώρα που το διηγούμαι ανατριχιάζω».
Οπως σημείωσε, η κινηματογραφική ομάδα του σχολείου έχει πίσω της μια ιστορία επιτυχιών και διακρίσεων. Εχει δημιουργήσει μια μικρή παράδοση στο σχολείο, όπου οι μεγαλύτεροι εκπαιδεύουν τους νεότερους, συστήνοντας έναν πυρήνα ερασιτεχνών κινηματογραφιστών. Φέτος όμως ξεπέρασε τον εαυτό της. Το ντοκιμαντέρ δεν κατάφερε μόνο να απαλύνει τον πόνο ψυχής εφήβων και ενηλίκων. Στον 14ο διεθνή μαθητικό διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους «Cinema… διάβασες;» απέσπασε το 1ο βραβείο Τεκμηρίωσης και το 1ο βραβείο στην κατηγορία Αφίσα.
Η «Κ» συνάντησε την ομάδα των ταλαντούχων εφήβων κινηματογραφιστών στην Αλεξανδρούπολη και περπάτησε μαζί τους στο καμένο δάσος, που πλέον περικλείει την πόλη τους.
Η ομάδα κινηματογράφου επιλέγει κάθε χρόνο ένα διαφορετικό θέμα. Η απόφαση αυτής της χρονιάς ήταν εύκολη: «Oταν είδαμε ότι ένα τόσο μεγάλο γεγονός έγινε στην περιοχή μας και επηρέασε τόσο κόσμο σε τόσο μεγάλο βαθμό, σκεφτήκαμε ότι πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι γι’ αυτό, κάτι που να το θυμίζει, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ. Να καταγραφεί και να μείνει για πάντα». Αυτή ήταν η σκέψη του Χρήστου Νούσια, τελειόφοιτου, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία και το μοντάζ της ταινίας. Oπως περιγράφουν οι μαθητές, ειδικά τον πρώτο καιρό στο σχολείο αλλά και εντός των σπιτιών τους μεταξύ των συγγενών, το μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν η πυρκαγιά. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και θλιβερή. Και τα ίδια τα μέλη της ομάδας είχαν επηρεαστεί διαφορετικά το καθένα από την καταστροφή που είχε προηγηθεί.
Ο Στέφανος Τσαγκαράκης, 16 ετών, είδε το σπίτι του στον Αβαντα καμένο. «Εκλεισαν οι δρόμοι και δεν μπορούσαμε να πάμε. Κάηκε το σπίτι και τα ζώα που είχαμε μέσα». Ο πατέρας του το βράδυ έπρεπε να φύγει ώστε να βοηθήσει στη φωτιά εξαιτίας του επαγγέλματός του. Δεν μπορεί να ξεχάσει ακόμη την αγωνία που αισθάνθηκε μέχρι να επιστρέψει σπίτι. Ακόμη και οι υπόλοιποι που δεν είχαν ζημιές βίωσαν πρώτη φορά τι σημαίνει τρόμος βλέποντας τις φλόγες από τα παράθυρά τους, ενώ επί ημέρες δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν από τον καπνό και τη στάχτη που «σκέπαζε» την πόλη.
«Σαν κακό όνειρο»
Ο Θοδωρής Χατζησταυρακούδης, που όταν ξέσπασε η φωτιά εργαζόταν στη Σαμοθράκη, θυμάται ακόμη τη στιγμή που αντίκρισε ξανά τον τόπο του. «Επέστρεφα με το ΚΤΕΛ και από τον δρόμο τα έβλεπα όλα καμένα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ελεγα “αποκλείεται, βλέπω κακό όνειρο”».
Παρότι όλοι ασχολούνταν με αυτό, ουδείς γνώριζε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο καθένας παρουσίαζε μια δική του εκδοχή. Αυτό ενέπνευσε και την ιδέα των μαθητών να δημιουργήσουν μια ταινία στην οποία θα προσπαθούσαν να δείξουν τι έγινε, μιλώντας με εκπροσώπους όλων των φορέων που συνέβαλαν στην κατάσβεση αλλά και με απλούς πολίτες που έζησαν τις συνέπειες της πυρκαγιάς. «Υπήρχε τεράστια σύγχυση στην κοινωνία για το τι έγινε. Τεράστια παραπληροφόρηση. Ηθελα να καταγράψουμε όλες τις πλευρές και ο καθένας να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Εγώ πολλά πράγματα δεν τα ήξερα και τα έμαθα στις συνεντεύξεις», σημείωσε ο Χρήστος Νούσιας.
Η διαδικασία δεν ήταν εύκολη. Οι έφηβοι μας οδήγησαν σε μια πλαγιά έξω στο χωριό του Αβαντα όπου είχαν πάει για να κινηματογραφήσουν ένα καμένο σπίτι περιτριγυρισμένο από καμένους κορμούς δέντρων. Εκεί ο 17χρονος Αλέξανδρος Αποζίδης είχε εντοπίσει ένα λουλούδι ανάμεσα στο μαύρο χώμα. Το φωτογράφισε και έγινε η αφίσα του ντοκιμαντέρ. Οι καθηγήτριες που τους υποστήριξαν, η Εύη Καραγεωργίου και η Νίκη Κάραλη, περιέγραφαν πως τα παιδιά δεν σταμάτησαν πουθενά. «Πήγαν σε βουνά, σε μονοπάτια μέσα από τα δάση, με την κάμερα στο χέρι μέσα στο κρύο και τη βροχή, σε όλες τις συνθήκες. Στο γύρισμα που έγινε στο σκάφος του Λιμενικού, μας έπιασε βροχή και γίναμε όλοι μούσκεμα», σημείωσε η κ. Κάραλη. «Αφιέρωσαν πολλά απογεύματα στα γυρίσματα. Ενιωθαν ότι έκαναν κάτι για τον τόπο τους», πρόσθεσε η κ. Καραγεωργίου.
Με δανεική κάμερα
Ακριβώς αυτό αισθάνθηκε και ο κ. Μιχάλης, ο ηλικιωμένος κάτοικος του Αβαντα, που τους είδε να παιδεύονται να κινηματογραφήσουν το σκηνικό με μια παλιά κάμερα που δεν δούλευε καλά. Τους δάνεισε χωρίς δεύτερη σκέψη τη δική του επαγγελματική κάμερα. «Είχα σπίτι μια κάμερα και τους την έδωσα. Χάρηκα που τα είδα τα παιδιά. Αυτό που έκαναν το έκαναν από την καρδιά τους. Λες και ήταν επαγγελματίες. Ζήσαμε την κόλαση εκείνες τις ημέρες», είπε στην «Κ». Ο Αλέξανδρος Αποζίδης που ήταν παρών, θυμάται ότι ο άνδρας πήγε απευθείας σπίτι και τους έκανε αυτό το πολύτιμο δώρο. «Για εμάς, εκτός από πρακτική είχε και συναισθηματική αξία».
Με τη δανεική κάμερα και τα κινητά τους οι μαθητές ξεκίνησαν τις συνεντεύξεις. Κατάφεραν και πήραν άδεια από όλες τις υπηρεσίες, ενώ έπεισαν και αρκετούς κατοίκους να τους μιλήσουν. Η δεύτερη κατηγορία ήταν και η δυσκολότερη στον χειρισμό της. «Ηταν δύσκολο να μιλήσουν οι άνθρωποι. Εκλαιγαν, έρχονταν όλα ξανά στο μυαλό. Δεν είναι εύκολο να τα ξεχάσεις. Λίγα μας έδειχναν, πολλά ένιωθαν. Κάποιοι αρνήθηκαν να μας μιλήσουν», τόνισε ο Λευτέρης Χανός. Ο Θοδωρής Χατζησταυρακούδης θυμάται ακόμη τα λόγια ενός κτηνοτρόφου που τελευταία στιγμή κατάφερε να σώσει τα ζώα του, με τις φλόγες να είναι 50 μέτρα από την πλάτη του. «Μιλήσαμε με ανθρώπους που πονάνε για τον τόπο τους», είπε.
Στην ερώτηση αν κάτι άλλαξε μέσα τους μετά την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, όλοι οι μαθητές της ομάδας παραδέχθηκαν ότι έμαθαν πολύ περισσότερα από αυτά που ήξεραν και συνειδητοποίησαν ακόμη περισσότερο την τεράστια καταστροφή που υπέστη η περιοχή τους. «Οταν ακούσαμε ότι μπορεί η φωτιά να έφτανε στο αεροδρόμιο και να έκαιγε τους τόνους κηροζίνης ή όταν μας είπαν επίσημα τον αριθμό των στρεμμάτων που κάηκαν –940.000, όπως και ο τίτλος μας– πάθαμε σοκ», τόνισε ο Σάββας Μαργαρίτης. Ο Στέφανος Τσαγκαράκης είπε ότι αισθάνθηκαν ότι κατάφεραν να δείξουν στον κόσμο αυτά που δεν είχαν δει. Το τραύμα και οι μνήμες του φόβου για τους ίδιους και τους συγγενείς τους δεν σβήνουν. Ο Αλέξανδρος Αποζίδης λέει ότι προσπαθεί πλέον να μην το σκέφτεται για να μπορέσει να αντεπεξέλθει. Ανέφερε ωστόσο πως το γεγονός ότι δημιούργησαν όλοι μαζί ένα ντοκιμαντέρ, τους έδωσε την αίσθηση ότι έκαναν κάτι για τον τόπο τους, και αυτό έκανε τους ίδιους, μα και όλο το σχολείο, υπερήφανους και πιο δυνατούς.
Η διευθύντρια του σχολείου κατά τη δεύτερη παρουσίαση του ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Αλεξανδρούπολης συμπύκνωσε τους μήνες δουλειάς που προηγήθηκαν σε μια πρόταση: «Δημιουργήσαμε μια παρακαταθήκη για την πόλη, με την ελπίδα τα 940.000 στρέμματα που κάηκαν να γεμίσουν ξανά πράσινο και λουλούδια».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου