Μέχρι να έρθει η πανδημία, η Generation Z (σ.σ όσοι έχουν γεννηθεί από το 1997 μέχρι το 2012, είναι δηλαδή μεταξύ 10 και 25 χρονών), θεωρούνταν η πιο τυχερή γενιά, αυτή που θα άλλαζε τον ρου της παγκόσμιας οικονομίας. Όπως δείχνουν όμως όλες οι πρόσφατες έρευνες, η παρατεταμένη παρουσία του κορωνοϊού, με όλες τις ραγδαίες αλλαγές που έφερε στη ζωή μας, «βύθισε» στο άγχος και τα αρνητικά συναισθήματα τους «πρωταγωνιστές του μέλλοντος».
«Τα τελευταία τρία χρόνια, μια σειρά από έρευνες (σ.σ της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, της McKinsey, της Gallup, του Αμερικανικού Συλλόγου για το Άγχος και την Κατάθλιψη κ.α) εστιάζουν σε αυτή τη γενιά και υπάρχει λόγος» λέει στην «K» η Παναγιώτα Τούμπα, κλινική ψυχολόγος στην «Κλίμακα». Η ΜΚΟ, που παρέχει δωρεάν ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα, αναδεικνύει τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών, σε συνδυασμό με όσα εισπράττουν το τελευταίο διάστημα οι ψυχολόγοι της οργάνωσης από την επαφή τους με τους νέους ανθρώπους.
Όπως εξηγεί η κ. Τούμπα: «Μιλάμε για μια γενιά, που συχνά αποκαλείται “καταθλιπτική”. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 25% των ανθρώπων που ανήκουν σε αυτήν, βιώνουν έντονο συναισθηματικό άγχος σε μόνιμη βάση- ποσοστό σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με αυτό που καταγράφεται στις προηγούμενες γενιές.
Οι λόγοι που πυροδοτούν αυτό το μόνιμο άγχος είναι μεταξύ άλλων η έκρηξη της τεχνολογίας, οι τεκτονικές αλλαγές που προκάλεσε η πανδημία αλλά και η ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη. Και μπορεί αυτή η ψυχική ευαλωτότητα σε κάποια νέα άτομα να προϋπήρχε, αλλά δεν είχε ακόμα εκφραστεί. Στην ουσία, έχουμε να κάνουμε με μια γενιά που βρέθηκε στο επίκεντρο μεγάλων αλλαγών, όπως είναι και ο πόλεμος στην Ουκρανία με όλες τις αλλαγές που προκάλεσε στην καθημερινότητά μας. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει τώρα λοιπόν αυτή η γενιά, είναι η αβεβαιότητα για το μέλλον της και ειδικά στο κομμάτι της εργασίας».
Μάλιστα, στην Αμερική, σε μεγάλη έρευνα, το 59% των ερωτηθέντων GenZs (να σημειωθεί ότι πρόκειται για την πιο πολυπληθή ηλικιακή ομάδα αυτή τη στιγμή στον πλανήτη), ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχασαν την εργασία τους- είτε οι ίδιοι, είτε κάποιο μέλος της οικογένειας τους ή βίωσαν μια δυσμενή εξέλιξη σε σχέση με αυτήν. «Αυτό που προσπαθούμε να εξηγήσουμε σε κάθε νέο άνθρωπο που απευθύνεται σε εμάς, είναι ότι μπορεί οι ίδιοι να βιώνουν αυτά τα προβλήματα, αλλά σε κάθε γενιά “κληρώνεται” και από κάτι», λέει η κ. Τούμπα.
Άγχος που ξεκινάει ακόμα και από τα παιδιά αυτής της γενιάς
Δυστυχώς, όμως όσοι ανήκουν στην Gen Z δυσκολεύονται να απευθυνθούν στους ειδικούς ψυχικής υγείας. «Το 69,7% δεν νιώθει άνετα να μιλήσει σε έναν ψυχολόγο», λέει η κ. Τούμπα, σύμφωνα με την οποία, πολλοί νέοι άνθρωποι αισθάνονται σαν τα τελευταία δύο χρόνια να μπήκε μια άνω τελεία στα όνειρα τους για τη ζωή.
Και ειδικά οι μικρότεροι σε ηλικία της γενιάς αυτής έχουν έναν ακόμη λόγο να πλήττονται από επιπλέον αρνητικά συναισθήματα. Η ψυχολόγος αναφέρει πως ποσοστό περίπου 30% των γονιών λέει πως το παιδί τους αντιμετωπίζει ελαφρύτερα ή μεγαλύτερα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, ως απόρροια των lockdown και της απομάκρυνσης για καιρό από το σχολικό περιβάλλον.
Η τεχνολογία σε ρόλο δίκοπου μαχαιριού
Η αιχμή πάντως όλων των ερευνών για αυτή τη γενιά που η παγκόσμια κοινότητα παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η τεχνολογία. «Μιλάμε για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν πώς ήταν ο κόσμος και η καθημερινότητά μας χωρίς το διαδίκτυο», λέει η κ. Τούμπα, η οποία σημειώνει πως η χρήση της τεχνολογίας είναι κάτι παραπάνω από αυτονόητη για τη γενιά Ζ.
Μάλιστα οι «ψηφιακοί ιθαγενείς», όπως συχνά τους αποκαλούν οι ειδικοί, είναι τόσο εθισμένοι με τα smartphones τους, που το ψηφιακό περιβάλλον είναι το μόνο στο οποίο νιώθουν άνετα να μιλήσουν για όσα τους απασχολούν. Κι όχι επειδή αντιμετωπίζουν ως ταμπού τα ψυχικά νοσήματα. Όπως εξηγεί η κ. Τούμπα, σε αυτά τα ζητήματα οι νέοι της Gen Ζ είναι απόλυτα απενοχοποιημένοι. Απλώς, στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αισθάνονται “σαν στο σπίτι τους” και νιώθουν την οικειότητα να ζητήσουν συμβουλές από άλλα άτομα. Ενώ σε μια πρώτη φάση δηλαδή, επισκέπτονται έναν ειδικό ψυχικής υγείας, δύσκολα προχωρούν σε οργανωμένες συνεδρίες.
Βέβαια, οι συμβουλές που μπορούν να πάρουν στο ψηφιακό περιβάλλον, όχι απλώς δεν τους ανακουφίζουν, αφού τις περισσότερες φορές έρχονται από αναρμόδιους, αλλά μπορούν να τους βλάψουν και περαιτέρω. Μάλιστα, όσο περισσότερο “βουτούν” στα social media, τόσο περισσότερο καταθλίβονται από την ασταμάτητη χρήση της οθόνης. Το να σπαταλούν 10 ώρες ή παραπάνω την ημέρα στο διαδίκτυο, τους δημιουργεί πολλές φορές μια αίσθηση αποκοπής από την κοινωνία αλλά και απομάκρυνσης από τον ίδιο τους τον εαυτό. Καλλιεργείται έτσι ένα έντονο αίσθημα μοναξιάς».
Άλλο ένα αρνητικό της έντονης χρήσης του διαδικτύου, είναι η αμφιβολία που μπορεί να προκαλέσει, ειδικά στις γυναίκες, για την ομορφιά και το σώμα τους. Έρευνα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, τον Μάρτιο του 2020, έδειξε ότι οι νέες γυναίκες που ανήκουν στην Gen Z είναι πολύ ευάλωτες απέναντι στα πρότυπα που προβάλλονται στα social media, και ειδικά σε αυτά πoυ δημιουργούν οι influencers.
Μάλιστα, οι πληροφορίες που παίρνουν γύρω από το θέμα της ομορφιάς και του σωματικού βάρους ειδικότερα, είναι πολλαπλάσιες σε σχέση με αυτές που έπαιρναν γυναίκες μεγαλύτερες σε ηλικία, από τα περιοδικά μόδας της εποχής τους.
«Το 1/3 των νέων γυναικών που συμμετέχουν σε αυτές τις έρευνες, κάνουν λόγο για το άγχος της εικόνας τους», σημειώνει η κ. Τούμπα και συνεχίζει: «Και υπάρχει φυσικά και η πληγή του διαδικτυακού εκφοβισμού, κάτι που επίσης μάς αναφέρεται συχνά. Μαζί με τον σχολικό εκφοβισμό, το 59% των σημερινών εφήβων βρίσκεται αντιμέτωπο με αυτό το νευραλγικό κοινωνικό πρόβλημα».
Να σημειωθεί εδώ, πως ένας βασικός λόγος που οι νέοι αυτής της γενιάς στρέφονται για συμβουλές στις μηχανές αναζήτησης και στα social media, είναι σύμφωνα με τις έρευνες, η μεγάλη έλλειψη δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας, σε πολλές χώρες του κόσμου– μια από αυτές είναι και οι ΗΠΑ.
Από την καμπάνια της ΜΚΟ Κλίμακα, για τα ευρήματα των ερευνών γύρω από τη γενιά Ζ
«Μια γενιά και με πολλά θετικά στοιχεία»
Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια γενιά και με πολλά θετικά στοιχεία, σε σχέση με τις προηγούμενες. Η κ. Τούμπα χαρακτηρίζει τη Ζ, μια γενιά με πολλές ευαισθησίες, πιο «παγκοσμιοποιημένη», πιο μορφωμένη και με πολύ περισσότερες γνώσεις για τα διεθνή ζητήματα. Κι αυτή είναι η απόδειξη ότι η τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να διαδραματίσουν και θετικό ρόλο σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Όπως εξηγεί η κ. Τούμπα, «τα κοινά γεγονότα που συχνά βιώνει αυτή η γενιά, από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, όπως η πανδημία για παράδειγμα, καλλιεργούν το αίσθημα της αλληλεγγύης και της ενσυναίσθησης απέναντι στα παγκόσμια προβλήματα».
Στα θετικά είναι και το ότι τα άτομα αυτά εκδηλώνουν υπερήφανα τη σεξουαλική τους ταυτότητα, διεκδικώντας ισότητα, όχι όμως με τον πατροπαράδοτο τρόπο διαμαρτυρίας που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Η επανάσταση σε όλους τομείς είναι σήμερα πιο «προσωποποιημένη». Και τέλος, τα νέα παιδιά της Ζ, είναι πιο κοινωνικά ευαισθητοποιημένα.
«Και ακριβώς επειδή είναι κοινωνικά ευαισθητοποιημένα, έχουν και μεγαλύτερο υπαρξιακό άγχος για το μέλλον το δικό τους αλλά και του πλανήτη», προσθέτει η κ. Τούμπα και καταλήγει: «Σύμφωνα με μια από τις έρευνες, το 64% όσων είναι από 18 έως 22 ετών θεωρεί ότι είναι πολύ σημαντικό η επιχείρηση όπου εργάζονται να λαμβάνει σοβαρά υπόψιν τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής. Υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που δεν επιλέγουν μια δουλειά, αν αυτή δεν είναι περιβαλλοντικά ηθική».
Δήμητρα Τριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου