Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Μελέτη: Θα ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβριο;

Το κλείσιμο των σχολείων θεωρήθηκε καθοριστικός παράγοντας της αποτροπής εξάπλωσης του ιού τις πρώτες μέρες της πανδημίας, ενώ η επανέναρξη των μαθημάτων ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε επιστημονικό επίπεδο για την συνέχιση της επιστροφής στην κανονικότητα.

Το στοίχημα έχει μεταφερθεί για τον Σεπτέμβριο και την έναρξη της σχολικής χρονιάς,για την οποία ακούγονται και εξετάζονται διάφορα σενάρια, τα οποία περιλαμβάνουν ακόμα και εβδομαδιαία εκ περιτροπής διδασκαλία.

Τα μέχρι στιγμής στοιχεία έδειξαν ότι τα παιδιά δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του ιού, κάτι που ενισχύεται και από την μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Pediatrics, το επίσημο επιστημονικό περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής (ΑΑD). “Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι τα παιδιά δεν οδηγούν την πανδημία”, αναφέρει στα συμπεράσματα της μελέτης ο ένας εκ των δύο συγγραφέων, ο William V. Raszka, Jr., MD, ειδικός παιδιατρικών μολυσματικών ασθενειών στο Κολέγιο Ιατρικής Larner του Πανεπιστημίου του Βερμόντ.

Η συνεισφορά του κλεισίματος των σχολείων είναι μικρή στον περιορισμό της πανδημίας, κατέληξαν οι επιστήμονες όπως αναφέρει το iatropedia.

“Τα δεδομένα είναι εντυπωσιακά”, δήλωσε ο Δρ Raszka. “Μετά από έξι μήνες, έχουμε πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα παιδιά όχι μόνο είναι λιγότερο πιθανό να μολυνθούν, αλλά και να μεταδώσουν τη νόσο”.

Με τη χρήση ειδικών μαθηματικών μοντέλων, οι επιστήμονες κατάφεραν να αποδείξουν ότι τα παιδιά δεν είναι καθοριστικοί φορείς της νόσου. Τα μοντέλα αυτά δείχνουν ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση και η ευρεία χρήση υφασμάτινων μασκών σε ολόκληρη την κοινότητα είναι πολύ καλύτερες στρατηγικές για τον περιορισμό της εξάπλωσης της ασθένειας.

“Υπεύθυνος για την άνοδο της καμπύλης της πανδημίας είναι ο συγχρωτισμός των ενηλίκων και η μη τήρηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας”, αναφέρει ο ειδικός. Στη μελέτη συμμετείχε και ο Benjamin Lee, M.D, επίσης, ειδικός στις παιδιατρικές μολυσματικές ασθένειες στο Κολέγιο Ιατρικής Larner του Πανεπιστημίου του Βερμόντ.
Τι έδειξαν οι μελέτες για τα σχολεία σε διάφορες χώρες του πλανήτη, πριν και μετά το lockdown

Τα παιδιά μεταδίδουν σπάνια την COVID-19 μεταξύ τους, ή σε ενήλικες. Έτσι, πολλά σχολεία -υπό την προϋπόθεση ότι ακολουθούν τις κατάλληλες οδηγίες φυσικής απόστασης και λαμβάνουν υπόψη τα ποσοστά μετάδοσης στην κοινότητά τους- μπορούν και πρέπει να ανοίξουν ξανά το φθινόπωρο, προτείνει η μελέτη.




Το γεγονός ότι τα σχολεία άνοιξαν ξανά σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στην Ιαπωνία χωρίς να παρατηρηθεί αύξηση της μετάδοσης στην κοινότητα αποδεικνύει την αξιοπιστία της μεθόδου και των μαθηματικών μοντέλων, συμπεραίνουν οι συγγραφείς.

“Το άνοιγμα των σχολείων με ασφαλή τρόπο αυτό το φθινόπωρο είναι σημαντικό για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαμε να ελαχιστοποιήσουμε το δυνητικά σοβαρό κοινωνικό, αναπτυξιακό και υγειονομικό κόστος που τα παιδιά μας θα συνεχίσουν να υφίστανται μέχρι να αναπτυχθεί και να διανεμηθεί μια αποτελεσματική θεραπεία ή εμβόλιο, ή εάν δεν επιτευχθεί αυτό, έως ότου φτάσουμε στην ανοσία της αγέλης”, τονίζουν στο άρθρο τους οι ερευνητές.

Αναφέρουν, επίσης, ότι βασίζουν τα συμπεράσματά τους σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο τρέχον τεύχος του περιοδικού, με τίτλο “Η COVID-19 στα παιδιά και η δυναμική της λοίμωξης στις οικογένειες” και σε τέσσερις άλλες πρόσφατες μελέτες που εξετάζουν τη μετάδοση της Covid-19 από και μεταξύ των παιδιών.
Τι έδειξε αναλυτικά η κάθε μελέτη

H πρώτη έρευνα εξέτασε τα νοικοκυριά 39 παιδιών από την Ελβετία, που είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2. Η ανίχνευση των επαφών τους ανέδειξε ότι μόνο σε τρεις περιπτώσεις (8%) το παιδί μετέδωσε την νόσο στο περιβάλλον του και μάλιστα όταν ήταν στην αρχή της νόσου και δεν είχε αναπτύξει συμπτώματα. Η έρευνα διεξήχθη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

Σε άλλη μελέτη από τη Γαλλία, ένα αγόρι που είχε προσβληθεί από τη νόσο COVID-19, ήρθε σε επαφή με πάνω από 80 συμμαθητές του, σε τρία σχολεία. Εντούτοις, κανένα από τα παιδιά δεν την κόλλησε. Οι ερευνητές σχολιάζουν ότι η μετάδοση άλλων αναπνευστικών ασθενειών στα σχολεία, π.χ. της γρίπης, ήταν πολύ πιο συχνή.

Σε μια πρόσφατη μελέτη στην Κίνα, η ιχνηλάτηση έδειξε ότι, από τα 68 παιδιά με COVID-19 που εισήχθησαν στο Νοσοκομείο Γυναικών και Παιδιών του Qingdao, από τις 20 Ιανουαρίου έως τις 27 Φεβρουαρίου 2020, το 96% μολύνθηκαν από επαφή με ενήλικες εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, που είχαν προσβληθεί προηγουμένως. Σε άλλη μελέτη στην Κίνα, 9 στα 10 παιδιά που εισήχθησαν σε αρκετά επαρχιακά νοσοκομεία εκτός του Wuhan κόλλησαν κορωνοϊό από έναν ενήλικα. Υπήρξε μόνο μία πιθανή μετάδοση από παιδί σε παιδί, με βάση τον χρόνο έναρξης της νόσου.

Μελέτη στη Νέα Νότια Ουαλία, απέδειξε ότι 9 μολυσμένοι μαθητές και 9 άτομα από το προσωπικό σε 15 σχολεία, οι οποίοι εξέθεσαν συνολικά 735 μαθητές και 128 υπαλλήλους στην COVID-19, μετέδωσαν τη νόσο σε μόλις δύο ανθρώπους, εκ των οποίων η μία ήταν από ενήλικα σε παιδί.

Οι συγγραφείς της μελέτης του Pediatrics, πάντως, καταλήγουν ότι τα αυξανόμενα κρούσματα μεταξύ ενηλίκων και παιδιών σε 883 εγκαταστάσεις φροντίδας παιδιών του Τέξας, όπου έχουν καταγραφεί 894 περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ μελών του προσωπικού και 441 μεταξύ παιδιών, μπορεί να έχουν παρερμηνευθεί:

“Υπάρχει ευρεία μετάδοση της COVID-19 στο Τέξας σήμερα, με πολλούς ενήλικες να συγχρωτίζονται χωρίς να τηρούν την κοινωνική αποστασιοποίηση ή να φορούν μάσκες. Ενώ δεν γνωρίζουμε ακόμη τη δυναμική της επιδημίας, είναι απίθανο τα βρέφη και τα παιδιά που βρίσκονται στην παιδική μέριμνα να οδηγούν στην αύξηση. Με βάση τα στοιχεία, είναι πιο πιθανό οι ενήλικες να μεταδίδουν τη μόλυνση στα παιδιά, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων”, τόνισαν.

Πηγή: emea

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου