Στις 28 Ιανουαρίου 1976 ανακοινώθηκε από την τότε κυβέρνηση η απόφαση να καθιερωθεί η δημοτική γλώσσα «άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου συσκέψεις που είχε δρομολογήσει ο αρμόδιος υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Ράλλης, με τη συμμετοχή και του πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο Ράλλης, όταν συζητήθηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο ο νόμος 309/1976 αναφορικά με τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δήλωσε: «Πράγματι, και η δημοτική και η καθαρεύουσα είναι γνήσια τέκνα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, με μία διαφορά: ότι η καθαρεύουσα ως πρωτότοκος απεβίωσε και υπογράφομεν σήμερον την πράξιν του ενταφιασμού της».
Ακολούθησε η έκδοση της εγκυκλίου για τη χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση, ενώ ολοένα και περισσότερες ήταν στο μετέπειτα διάστημα οι φωνές υπέρ του μονοτονικού συστήματος τονισμού, που έμελλε να καθιερωθεί τελικά το 1982.
Τις απόψεις του γι’ αυτήν τη μείζονος σημασίας μεταπολιτευτική γλωσσική αλλαγή, τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, εξέφρασε το 2007 ο αείμνηστος Δ. Ν. Μαρωνίτης (1929-2016), στο πλαίσιο ομιλίας του στο συνέδριο του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών «Πανεπιστήμιο και μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα: Ιστορικές προσεγγίσεις» (Αθήνα, 7-8 Ιουνίου 2007).
Στις γραμμές που ακολουθούν παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά και εξόχως διαφωτιστικά αποσπάσματα της ομιλίας αυτής:
Τα θετικά σηµεία της ανατρεπτικής αυτής γλωσσικής µεταρρύθµισης, οφειλόµενης κυρίως στη µεταρρυθµιστική διαθεσιµότητα του Γεωργίου Ράλλη, είναι προφανή και αναµφισβήτητα. Εδώ πάντως ενδιαφέρουν κάποιες πιθανές (ή βέβαιες) παρενέργειες, που επιδέχονται διαφορετική περιγραφή και ερµηνεία. Μοιρασµένες σε τρεις κυρίως χώρους, που εν µέρει επικαλύπτονται (τον ενδογλωσσικό, τον ενδοεκπαιδευτικό και τον ενδοπολιτικό), έχουν, κατά τη γνώµη µου, κοινό παρονοµαστή την επιµειξία, που φαίνεται να ευνοεί τη συµφιλίωση προηγούµενων αντιθέσεων. Στην πραγµατικότητα όµως η συµφιλιωτική αυτή επιµειξία δεν αποκλείει τη νοθεία, πίσω από την οποία κρύβεται κάποτε και η τερατογένεση.
Στον ενδογλωσσικό χώρο εύκολα αναγνωρίζεται η µερική τουλάχιστον αλλοίωση της δηµοτικής (λιγότερο στο λεξιλόγιο και περισσότερο στη γραµµατική και στη σύνταξη, εν µέρει και στο ύφος και στο ήθος), µετά την εντεταλµένη αποβολή της καθαρεύουσας από τον δηµόσιο βίο, η οποία υποβλήθηκε ξαφνικά σε ταχεία και εξαναγκαστική µετάφραση. Η µεταφραστική αυτή εµβολή (αναπόφευκτη, κατά τη γνώµη µου) της δηµοτικής γλώσσας έγινε, και παραµένει, εµφανέστερη σε κάποιες θεωρητικές και θετικές επιστήµες, στη γραφειοκρατική µηχανή και βέβαια στα µέσα µαζικής επικοινωνίας (έντυπα και ηλεκτρονικά).
Σύνδροµο που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, οι οποίες κυµαίνονται από την απλή δυσφορία έως την µετωπική υπονόµευση, στην οποία διέπρεψε, για µακρό χρονικό διάστηµα, η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, προπάντων µε τους γλωσσολόγους της, επηρεάζοντας σε σηµαντικό βαθµό την κοινή γνώµη και ικανό αριθµό συγγραφέων και διανοουµένων, µερικοί από τους οποίους έδειξαν (και δείχνουν) νοσταλγική διάθεση απέναντι στην υπό διωγµό καθαρεύουσα, επικαλούµενοι υψηλής στάθµης λογοτεχνικά πρότυπα (Παπαδιαµάντη, Βιζυηνό, Μητσάκη, αλλά και Καβάφη, Εµπειρίκο, Εγγονόπουλο).
H γλωσσοφανής πάντως επιχειρηµατολογία της Φιλοσοφικής Αθηνών στηρίχθηκε κατά βάση στο αρχαϊστικό και καθαρευουσιάνικο οπλοστάσιο, ελαφρώς συγχρονισµένο και ελάχιστα ανανεωµένο. Επιχειρησιακό έµβληµα η καταγγελία αναπόδεικτης γλωσσοπενίας των νέων, ειδικότερα του µαθητικού πληθυσµού, ως παρεπόµενο δήθεν της απόσπασης της δηµοτικής γλώσσας από το λόγιο παρελθόν της και το αρχαιοελληνικό της βάθρο. Γι’ αυτό µάλιστα το υποθετικό έλλειµµα ενοχοποιήθηκε προπάντων η αποκλειστική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραµµατείας στο Γυµνάσιο από νεοελληνικές µεταφράσεις, ενοχοποίηση που κατέληξε, κατά τη δεκαετία του ενενήντα, στην τµηµατική επαναφορά της αρχαιογλωσσίας και στις τρεις γυµνασιακές τάξεις, την οποία αδιαµαρτύρητα αποδέχτηκαν οι επόµενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Γενικότερα θεωρήθηκε περίπου αυτονόητη η ποιοτική υποτίµηση της νεοελληνικής γλώσσας έναντι της αρχαίας, η µορφωτική προτεραιότητα της οποίας διαφηµίστηκε ως σωτήρια και ο υποστηρικτικός της ρόλος ως απολύτως αναγκαίος.
Οι αντιστάσεις της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στη, λανθάνουσα έστω, αντιµεταρρυθµιστική αυτή εκστρατεία της Φιλοσοφικής Αθηνών υπήρξαν αδύναµες έως και ανύπαρκτες, µε σπάνιες εξαιρέσεις, στις οποίες εξέχουν το ΄Ιδρυµα Τριανταφυλλίδη και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, που ανέλαβαν και διεκπεραίωσαν επίµονο αντιµέτωπο αγώνα, µε πρόµαχο τον αλησµόνητο συνάδελφο και φίλο Τάσο Χριστίδη. Καθώς ωστόσο στο πέρασµα από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, η «αντιδηµοτική» επίθεση της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών προοδευτικά ατόνησε, εγκαταλείποντας ή παραλλάσσοντας κάποια από τα φανατικότερα επιχειρήµατά της, προέκυψαν συνθήκες, µερικής έστω, συµφιλίωσης των δύο Φιλοσοφικών Σχολών. Είχαν εξάλλου προηγηθεί κάποιες µετακινήσεις πανεπιστηµιακών δασκάλων από τη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσσαλονίκης στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, όπως επίσης και ανακηρύξεις σε επίτιµους διδάκτορες εµβληµατικών εκπροσώπων του πανεπιστηµιακού δηµοτικισµού, αλλά και επιφανών διανοουµένων και λογοτεχνών µε προοδευτική ή και αριστερή ταυτότητα.
H συµφιλιωτική πάντως αυτή επιµειξία, που την κάλυψε η µεταπολιτευτική γλωσσική µεταρρύθµιση Ράλλη, επεσκίασε, χωρίς βέβαια να εξαλείψει, τις, βαθιές άλλοτε, πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές µεταξύ φιλολογικής και γλωσσολογικής Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Αντίστροφες ανακατατάξεις έγιναν στο µεταξύ σε άλλους τοµείς των ανθρωπιστικών επιστηµών, ειδικότερα στις ιστορικές και στις κοινωνικές σπουδές. Τι επιφυλάσσει το µέλλον άδηλον, εξαρτηµένο έτσι κι αλλιώς από το γενικότερο πολιτικό κλίµα, όπου οι αντιπαραθέσεις των κοµµάτων σε µεταρρυθµιστικά ζητούµενα της Βασικής Εκπαίδευσης και της Ανώτατης Παιδείας παραµένουν προς το παρόν ρητορικές. Με τον υπαινιγµό αυτόν περνώ οµαλότερα στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο των πιθανών παρενεργειών που είχε η µεταπολιτευτική γλωσσική µεταρρύθµιση, εντοπισµένη τώρα στον πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό χώρο, που συναιρετικά ονόµασα προηγουµένως «ενδοπολιτικό χώρο».
H επίσηµη αποδοχή της δηµοτικής ως επίσηµης γλώσσας στην εκπαίδευση και στον δηµόσιο βίο επηρέασε, έµµεσα τουλάχιστον, τον χώρο της ευρύτερης παιδείας και γενικότερα του πολιτισµού, ευνοώντας συµµαχίες θεσµών, φορέων και προσώπων, που προηγουµένως τους χώριζε η προτίµηση για την καθαρεύουσα ή τη δηµοτική γλώσσα. ∆υστυχώς ο χρόνος δεν επιτρέπει περισσότερα παραδείγµατα· περιορίζοµαι λοιπόν σε µία, χαρακτηριστική πάντως για το συζητούµενο θέµα, περίπτωση, της Ακαδηµίας Αθηνών. Η οποία µεταπολιτευτικά άνοιξε τις πόρτες της σε κάποιους διαπρεπείς δηµοτικιστές, που προηγουµένως ρητώς τούς απέκλειε – για ευνόητους λόγους παραλείπονται εδώ συγκεκριµένα πρόσωπα και ονόµατα. Πάντως, η τακτική της συµφιλιωτικής επιµειξίας, µε όλα τα πολιτικά και ιδεολογικά της παρεπόµενα, πιστοποιείται εύκολα στον επισηµότερο αυτόν πνευµατικό θύλακο της ελληνικής πολιτείας, ο γλωσσικός συντηρητισµός του οποίου υπήρξε ιδρυτικός και θεωρείται ακόµη διατηρητέος.
Μεταβαίνω τώρα στην, πιθανή πάντα, παρενέργεια που άσκησε στην περιοχή της λογοτεχνίας η διάχυση της δηµοτικής γλώσσας. Υπαινίχθηκα ήδη ότι µια µικρή έστω µερίδα, ποιητών κυρίως, έδειξε νοσταλγικού τύπου προσφυγές σε καθαρεύοντα ή µεικτά κείµενα της νεοελληνικής γραµµατείας. Συνέβη όµως, κατά τη γνώµη µου, και το αντίστροφο: η λογοτεχνία, η οποία προηγουµένως αποτελούσε διακεκριµένο χώρο καλλιέργειας της δηµοτικής, εγκατέλειψε τις αναστολές της µπροστά σε αγοραίες πλέον γλωσσικές εκτροπές, προκρίνοντας ευτελέστερο λεξιλόγιο και ύφος, ως δέλεαρ για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Στο κεφάλαιο αυτό συνέβαλε, και συµβάλλει, µε τον τρόπο της, και η διάδοση µιας λαϊκίστικης δηµοτικής, που αναγνωρίζεται εύκολα στον χώρο των Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης.
Καταλήγοντας καταθέτω µία ακόµη λοξή πρόταση προς έλεγχο και συζήτηση. Αφορά στην πιθανή παρενέργεια που προέκυψε, µε την εντεταλµένη εφαρµογή της δηµοτικής σε όλο το φάσµα του δηµόσιου βίου, στις σχέσεις τώρα εξουσίας και λαού. Ως εξουσία ορίζεται αφελώς στην προκειµένη περίπτωση κάθε µορφή πολιτικής, γραφειοκρατικής, πολιτιστικής και θρησκευτικής, άµεσης και έµµεσης, επικυριαρχίας. Ως λαός νοείται το, συµπαγές λίγο πολύ, σώµα των απλών πολιτών, εκείνων προπάντων που τους περιορίζει και τους εξαντλεί η καθηµερινότητα µε τις τρέχουσες απαιτήσεις και ανάγκες της.
Όσο λοιπόν ίσχυε η καθαρεύουσα ως επίσηµη γλώσσα του κράτους και της πολιτείας, λειτουργούσε ως διαχωριστική γραµµή µεταξύ εξουσίας και λαϊκών στρωµάτων, για τα οποία η δηµοτική γλώσσα ήταν το αυτονόητο και αυτόµατο µέσο διαπροσωπικής επικοινωνίας και προσωπικής έκφρασης. Τούτο σηµαίνει ότι η διάφορη γλώσσα διέκρινε σαφέστατα τους φορείς της εξουσίας από τον λαϊκό πληθυσµό, ο οποίος εισέπραττε τη γλωσσική αυτή διάκριση ως εξωτερική αποξένωση, που την µετέτρεπε, σε εποχές αιχµής, σε εσωτερική άµυνα ή και σε αντεπίθεση. Η διάφορη γλώσσα δηλαδή καθόριζε τόσο την παθητική όσο και την ενεργητική στάση και συµπεριφορά του απέναντι στην εξουσία. ∆ιακριτές εποµένως και γλωσσικά οι ταυτότητες εξουσίας και λαού, απέτρεπαν τότε τη σύγχυση των συµβαλλόµενων στον, άνισο εξ ορισµού, πολιτικό αυτόν αγώνα. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι η κατάργηση της εντεταλµένης διαχωριστικής διγλωσσίας, η διάχυση εποµένως της δηµοτικής και στα δύο στρατόπεδα, ευνόησε τους φορείς της εξουσίας, από την άποψη ότι µπορούσαν, και µπορούν πλέον, να ισχυρίζονται ότι µιλούν την ίδια γλώσσα µε τον λαό, πως συµµερίζονται απόλυτα το πάθος και τον πόθο του, τη δράση και την αντίδρασή του, καταλήγοντας έτσι, συχνά πυκνά, σε υποκριτικό γλωσσικό λαϊκισµό, στον οποίο τα λαϊκά στρώµατα εύκολα παγιδεύονται.
Προφανώς δεν προτείνω επιστροφή στην εξουσιαστική καθαρεύουσα, την οποία τη χειρίστηκαν κατά κανόνα ως µέθοδο λαϊκής πίεσης και καταπίεσης τα συντηρητικά προδικτατορικά κόµµατα, και την εξευτέλισαν στο έπακρο οι συνταγµατάρχες της επτάχρονης δικτατορίας.΄Ισως εξάλλου αυτός ο επαίσχυντος ευτελισµός οδήγησε τη µεταπολιτευτική Νέα ∆ηµοκρατία στην προώθηση της γλωσσικής µεταρρύθµισης. Η οποία εντούτοις δεν απέκλεισε και δεν αποκλείει κάποιες αρνητικές παρενέργειες, που δεν επιβαρύνουν βέβαια την ίδια τη δηµοτική γλώσσα. Σε κάποιες παρενέργειες αυτής της κατηγορίας επέµεινε η ελλειµματική σίγουρα και µάλλον εµπαθής εισήγησή µου, η οποία στο σηµείο αυτό, ευτυχώς ή ατυχώς, τερµατίστηκε.
Πηγή: in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου