Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Μετακόμιση. Πόσες αλλαγές «αντέχει» το παιδί;

Κούτες παντού, χαρτοκιβώτια γεμάτα έπιπλα, ρούχα, μικροαντικείμενα και φυσικά τα παιχνίδια του μικρού ή των μικρών σας. Η χαρά όλων για το νέο σπίτι είναι μεγάλη, όμως το παιδί που μόλις γύρισε από το καινούριο του σχολείο μοιάζει προβληματισμένο. Τι φταίει;

Κάθε αλλαγή, πόσο μάλλον μια τόσο ριζική όσο είναι η μετακόμιση από ένα σπίτι σε ένα άλλο, φέρνει αλλαγές στις ζωές των μελών της οικογένειας. Και είναι λογικό Νέος χώρος, νέο περιβάλλον, νέο σχολείο και νέοι «επίδοξοι» φίλοι συνθέτουν την πραγματικότητα της ζωής του μικρού παιδιού, που ξαφνικά «ξεβολεύεται» από τις μέχρι τότε συνήθειές του και καλείται να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Τι σκέφτεται το παιδί; Πώς νιώθει; Γιατί δεν αντιδρά όπως θα περιμένατε; Και πώς θα το βοηθήσετε να εγκλιματιστεί στο νέο σπίτι, δωμάτιο, σχολείο, γειτονιά;

Η Κλινικός -Σχολικός Ψυχολόγος, κυρία Μαρίνα Μπακρατσά, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του παιδιού μας και να βρούμε τρόπους για να απαλύνουμε το άγχος και το στρες του παιδιού στη νέα του ζωή.

Η προετοιμασία του παιδιού

Η μετακόμιση δεν είναι εύκολη υπόθεση ούτε για τον γονιό, αλλά ούτε και για το παιδί, για διαφορετικούς λόγους. Οι μεγάλοι επωμίζονται την υλοποίηση της διαδικασίας, που συνοδεύεται τις περισσότερες φορές από ατελείωτες ώρες ανάμεσα σε κούτες, αυτοκόλλητη ταινία και στυλό για το μαρκάρισμα των διαφόρων κιβωτίων, αλλά και το ξεδίπλωμα όλης της ζωής της οικογένειας στο νέο της σπιτικό. Για τα μικρότερα μέλη, μπορεί να μην είναι απαραίτητη η χειρωνακτική εργασία, όμως σίγουρα έχουν πολλά να σκεφτούν και δυσκολίες να αντιμετωπίσουν στο νέο τους περιβάλλον.

Παρόλο που κάθε παιδί βιώνει τη μετεγκατάσταση διαφορετικά, η μεγάλη πλειοψηφία τους στην αρχική φάση αυτής της αλλαγής βιώνουν μια μεγάλη απώλεια, που εκδηλώνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Κάποια παιδιά δυσκολεύονται να κοιμηθούν, άλλα παίρνουν ή χάνουν βάρος, άλλα παιδιά εμφανίζουν δυσκολίες στο σχολείο, κάποιοι έφηβοι αλλάζουν παρέες και συνήθειες, χωρίς αυτό να είναι πάντα θετικό. Οι δυσκολίες αυτές, μπορεί μάλιστα να επιμείνουν για αρκετό χρονικό διάστημα μετά τη μετακόμιση, οπότε οι γονείς θα πρέπει να είναι ενήμεροι για το χρονικό βάθος στο οποίο χρειάζεται να επαγρυπνούν, και να μην ξεχνούν ότι το κάθε παιδί θέλει τον χρόνο του για να προσαρμοστεί. Έτσι, υπάρχουν παιδιά που δεν εμφανίζουν καμία ή σχεδόν καμία διαφορά στη συμπεριφορά τους και προσαρμόζονται ταχύτατα, ενώ άλλα μπορεί να χρειαστούν πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα για να νιώσουν το νέο σπίτι «σπίτι τους».

Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι τα παιδιά, ιδίως στις μικρές ηλικίες μέχρι και 10 ετών, αλλά και τα λίγο μεγαλύτερα, μπορεί να βιώνουν βασανιστικό άγχος για θέματα που στον ενήλικα φαντάζουν απλά. Γενικά όμως, το πλέον σύνηθες φαινόμενο είναι τα παιδιά να παρουσιάζουν «παλινδρόμηση σε συμπεριφορές που αρμόζουν σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αρνούνται να πάνε στο σχολείο, να φοβούνται να αποχωριστούν την οικογένεια, να παρουσιάζουν ‘συμπτώματα’ κοινωνικής απόσυρσης, να αντιδρούν έντονα και να θυμώνουν», εξηγεί η κυρία Μπακρατσά.

Οι γονείς

Πώς όμως πρέπει να αντιδράσουν οι γονείς; Σύμφωνα με την ειδικό, είναι σημαντικό να ανακοινώσουμε την αλλαγή όσο το δυνατό νωρίτερα, χωρίς να αφήσουμε όμως στο παιδί περιθώρια για διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, αναφέρουμε τους λόγους για τους οποίους χρειάζεται να συμβεί αυτό, συζητάμε ό,τι χρειάζεται το παιδί, και δημιουργούμε θετικές αλλά και ρεαλιστικές προσδοκίες για τη νέα κατάσταση. Επιπλέον, είμαστε προετοιμασμένοι να δεχτούμε διαμαρτυρίες και αντιδράσεις, δείχνουμε κατανόηση στα συναισθήματα του παιδιού, αλλά βάζουμε όρια στις επιθετικές αντιδράσεις. Χρειάζεται να έχουμε υπομονή και να μη ξεχνάμε να δείχνουμε το ενδιαφέρον μας στο παιδί σχετικά με το τι αντιμετωπίζει. Σε περίπτωση που η αλλαγή αφορά στην αλλαγή πόλης, καλό είναι να οργανώσουμε μία αποχαιρετιστήρια δραστηριότητα έτσι ώστε το παιδί να κλείσει ομαλά έναν «κύκλο».

Στα μικρότερα παιδιά, μπορούμε μιλήσουμε για την αλλαγή αυτή μέσα από παραμύθια αλλά και ζωγραφίζοντας αυτό που φανταζόμαστε ότι θα συμβεί.

Η μετακόμιση είναι ένα οικογενειακό βίωμα και γι’ αυτό καλό θα ήταν η διαχείριση των ψυχολογικών δυσκολιών που προκύπτουν κατά την μετεγκατάστασή μας να γίνει οικογενειακή υπόθεση. Τα παιδιά πρέπει να αντιληφθούν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι η μετεγκατάσταση είναι μια πολύ στρεσογόνος διαδικασία για όλους- είτε το ομολογούν είτε όχι- και πως οι δυσκολίες που συναντούν είναι φυσιολογικές και όχι κάποια προσωπική τους «αναπηρία». Πολλές οικογένειες βρίσκουν χρήσιμο να συζητούν ανοιχτά τις δυσκολίες αυτές σε «οικογενειακά συμβούλια». Στις περιπτώσεις που θα επιλεγεί μια τέτοια τακτική, καλό θα ήταν την συζήτηση να ξεκινά ο ένας από τους δύο γονείς, περιγράφοντας τη δική του δυσκολία π.χ. με τον καινούργιο συνάδελφο, και κατόπιν περιγράφοντας το πως σκέφτεται να το διαχειριστεί. Πρόκειται για μια τεχνική που δείχνει στο παιδί ότι η δυσκολία που νιώθει είναι φυσιολογική και παράλληλα, ότι έχει δικαίωμα να μιλήσει ανοιχτά γι’ αυτό χωρίς να επικριθεί.

Αλλαγή σχολείου

Συχνά, μια μετακόμιση έχει ως άμεση συνέπεια την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για το παιδί. Αυτό από μόνο του δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, πόσο μάλλον όταν συνοδεύεται και από την ανάγκη προσαρμογής, όχι μόνο στο νέο σχολείο, αλλά και στο νέο σπίτι. Έτσι, τα πράγματα μοιάζουν λίγο πολύ με την πρώτη φορά που πήγε το παιδί στον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο ή το δημοτικό.

Η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, που προκαλείται για φυσιολογικούς λόγους, όπως μια μετακόμιση, με στόχο το καλό του παιδιού και της οικογένειας, έχει τη δύναμη να προκαλέσει μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση στο παιδί ή στον έφηβο και τελικά να βιωθεί από κάποιους ως μια μεγάλη απώλεια, συνοδευόμενη απ’ όλα εκείνα τα συναισθήματα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε βιώσει, αντιμετωπίζοντας μια σημαντική αλλαγή και προσπαθώντας να προσαρμοστούμε στη νέα κατάσταση. Τέτοια συναισθήματα είναι ο φόβος, η λύπη, το άγχος, η αγωνία, ο θυμός, η απογοήτευση. Στην προοπτική αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος κυριαρχεί ο φόβος για το άγνωστο, το παιδί δεν γνωρίζει τι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει, η αγωνία του λοιπόν μπορεί να το οδηγήσει σε φανταστικά σενάρια, όπου κυριαρχούν σκληροί δάσκαλοι και αντιπαθητικοί συμμαθητές. Κυρίαρχος επίσης είναι ο φόβος, ότι ο αποχωρισμός από τα αγαπημένα πρόσωπα θα είναι οριστικός και η μοναξιά απέραντη, όπως επίσης και ο φόβος για καινούριες υψηλότερες σχολικές απαιτήσεις στις οποίες δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί.

Η κυρία Μπακρατσά εξηγεί πως «τα μικρότερα παιδιά προσαρμόζονται ευκολότερα και γρηγορότερα σε νέες καταστάσεις. Ωστόσο, διευκρινίζει πως θα ήταν αφελές να στηριχτούμε σε αυτή τη γενική παραδοχή, καθώς κάθε παιδί είναι εντελώς ξεχωριστό και το πώς νιώθει εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες. Αυτό όμως που η ηλικία επιτρέπει να προσδιορίσουμε, είναι το πώς θα εκφραστούν τα συναισθήματα του παιδιού. Ένα παιδί προσχολικής ηλικίας για παράδειγμα, δεν θα μπορέσει να λεκτικοποιήσει αυτό που νιώθει, θα φαίνεται ανήσυχο, λυπημένο, αποσυρμένο. Αντίθετα, ένας έφηβος θα διατυπώσει άμεσα τη δυσαρέσκεια και την αντίθεσή του και θα εκφράσει τον θυμό του, ενώ μέσα του μπορεί να νιώθει βαθιά λυπημένος.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως ο παράγοντας που παίζει καθοριστικό ρόλο στο πώς θα βιώσει ένα παιδί την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος είναι τα στοιχεία της προσωπικότητάς του και οι τυχόν προϋπάρχουσες μαθησιακές ή άλλες συναισθηματικές δυσκολίες. Ένα παιδί δειλό θα φαίνεται ανήσυχο, απόμακρο και πιθανότατα δεν θα εκφράσει κάποιο παράπονο. Η προσαρμογή γι’ αυτό το παιδί θα είναι αργή και δύσκολη. Αντίθετα, ένα κοινωνικό παιδί θα πενθήσει για τις φιλίες που θα χάσει, θα φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις, θα έχει κακή διάθεση και έλλειψη συγκέντρωσης. Τις περισσότερες φορές όμως, η προσαρμογή του παιδιού αυτού είναι ευκολότερη».

Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτή η αλλαγή για ένα παιδί; «Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως στα παιδιά αυτά μπορεί να παρατηρηθεί μειωμένη σχολική απόδοση. Ειδικά μάλιστα στα παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές ή άλλες δυσκολίες. Πρόκειται για μια παλινδρόμηση, η οποία (υπό φυσιολογικές συνθήκες) θα είναι πρόσκαιρη. Επίσης, σε παιδιά δημοτικού μπορούμε να παρατηρήσουμε παλινδρόμηση σε συμπεριφορές που αρμόζουν σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Εδώ παρατηρείται άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, φοβίες αποχωρισμού από την οικογένεια, συμπεριφορές που θυμίζουν τη «σχολική φοβία». Κάποια παιδιά ίσως παρουσιάσουν κοινωνική απόσυρση, γεγονός που θα δυσκολέψει τη προσαρμογή τους ενώ άλλα, λόγω του θυμού τους ίσως στραφούν στην παρέα με παιδιά που δεν θα εγκρίνουν οι γονείς.

Ο καλύτερος τρόπος για να περιορίσουμε τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν, είναι να προετοιμάσουμε το παιδί μπροστά στην αλλαγή που πρόκειται να αντιμετωπίσει. Μάλιστα, συστήνεται οι μετακομίσεις να γίνονται τους καλοκαιρινούς μήνες, ώστε να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος της συναισθηματικής προετοιμασίας του παιδιού, αλλά και επειδή τότε το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας.

Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου, ότι πολλά από τα παιδιά που θα δυσκολευτούν να αποδεχτούν την αλλαγή σχολείου θα κατηγορήσουν ευθέως τους γονείς για την αλλαγή αυτή. Η λύπη και ο φόβος είναι πολύ δύσκολα συναισθήματα για να βιώσει κανείς, πόσο μάλιστα όταν είναι παιδί. Για τον λόγο αυτό, ο ψυχισμός μας, μας προστατεύει από μια τέτοια εμπειρία, μετατρέποντας τα συναισθήματα αυτά, σε ένα άλλο, περισσότερο υποφερτό συναίσθημα, τον θυμό. Ένα παιδί λοιπόν, είναι αναμενόμενο να νιώσει θυμό, συναίσθημα το οποίο χρειάζεται κάπου να στραφεί, έναν «φταίχτη». Αρκετοί γονείς, ακριβώς επειδή δυσκολεύονται να διαχειριστούν τα συναισθήματα του παιδιού τους, άθελά τους, του αφήνουν ένα περιθώριο να πιστεύει ότι η απόφαση μπορεί να είναι αναστρέψιμη και έτσι συμβάλλουν στο να ξεκινήσει το παιδί μια επίπονη διαδικασία, προκειμένου να τους μεταπείσει. Το αποτέλεσμα που θα έχει μια τέτοια προσπάθεια είναι μεγαλύτερος θυμός, λύπη και απογοήτευση».

«Κάποιες μικρές, αλλά πολύ βοηθητικές συμβουλές που μπορούμε να δώσουμε στους γονείς είναι οι εξής: επισκεπτόμαστε τη νέα γειτονιά και το καινούριο σχολείο αρκετά νωρίτερα, προκειμένου να αποκτήσει το παιδί εξοικείωση με τον χώρο, δημιουργούμε συνθήκες επαφής με άλλα παιδιά, αν έχουμε τη δυνατότητα. Επιπλέον, προσπαθούμε να βρούμε συγκεκριμένες λύσεις στους φόβους και τις ανησυχίες του και όχι να το καθησυχάζουμε γενικά κι αόριστα. Είναι απαραίτητο να μείνουμε σταθεροί στην οικογενειακή ρουτίνα που είχαμε και πριν τη μετακόμιση, έτσι ώστε να μην αποδιοργανώσουμε το παιδί. Αν δει εμάς ανήσυχους, θα θεωρήσει τον φόβο του δικαιολογημένο και δεν θα κάνει καμία προσπάθεια να τον αντιμετωπίσει. Η συμπεριφορά μας στις αντιδράσεις του παιδιού κατά τη διάρκεια της προσαρμογής του πρέπει να είναι σταθερή και αποφασιστική. Δεν χρειάζεται να είμαστε υπερπροστατευτικοί, γιατί αυτό ενισχύει τη συναισθηματική εξάρτηση του παιδιού από εμάς και το γεμίζει ανασφάλεια», εξηγεί συνοψίζοντας η κυρία Μπακρατσά.

από την Μαρίνα Μπακρατσά, Κλινικός- Σχολικός Ψυχολόγος Mres/MPhil
lifepositive.gr

Πηγή: newsnow

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου