Οι προφορικοί βαθμοί στα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα των μαθητών της γ' λυκείου δεν έχουν καμία σχέση με τις πραγματικές γνώσεις του υποψηφίου. Αντικατοπτρίζουν την ανάγκη να βοηθηθούν οι εξεταζόμενοι όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να ξεπεράσουν τους άλλους υποψηφίους και να πετύχουν αυτοί στη σχολή που επιθυμούν.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απολυτήριες εξετάσεις και ταυτόχρονα εισαγωγικές στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, αφού οι θέσεις είναι προκαθορισμένες και εισάγονται υποψήφιοι μέχρι να καλυφθούν οι προσφερόμενες θέσεις.
Σημασία δεν έχει λοιπόν να γνωρίζεις την ύλη, αλλά να γράψεις καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους.
Στον υπολογισμό των μορίων συμμετέχει και η προφορική βαθμολογία, που μπορεί να δώσει στον υποψήφιο μέχρι και 600 μόρια επιπλέον των μορίων που θα συγκέντρωνε, αν υπολογίζονταν μόνον οι γραπτοί βαθμοί. Ως δικλίδα ασφαλείας, για να μη γίνονται ατασθαλίες, απαγορεύεται η προφορική βαθμολογία να απέχει περισσότερο των δύο μονάδων από τη γραπτή. Σε αντίθετη περίπτωση, αλλάζει ο προφορικός βαθμός και προσαρμόζεται είτε προς τα επάνω είτε προς τα κάτω, μέχρι να απέχει δύο μονάδες από το γραπτό.
Καλό είναι να υπάρχει αυτή η δικλίδα ασφαλείας των δύο μονάδων στον προφορικό βαθμό, που προστατεύει την αξιοπιστία των εξετάσεων, αφού, λόγω της προσαρμογής του προφορικού, η τελική διαφορά στο βαθμό πρόσβασης δεν μπορεί να είναι παραπάνω από 0,6 της μονάδας. Ακόμα κι έτσι, όμως, αυτή η διαφορά των 0,6 σε κάθε μάθημα δίνει 600 μόρια επιπλέον.
Το πρόβλημα είναι ότι για να σιγουρευτούν αυτά τα 600 μόρια χρειάζεται οι καθηγητές στο σχολείο να βάλουν εξωπραγματικούς βαθμούς, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα του μαθητή, ώστε να μη στερήσουν από τους μαθητές τους αυτά τα επιπλέον μόρια. Αν δεν το κάνουν, θα «χαντακώσουν» τους μαθητές τους, αφού όλοι το κάνουν. Αν δεν το κάνουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τη μήνιν των μαθητών και των γονέων τους, που σε κάποιες ακραίες, ευτυχώς, περιπτώσεις έχουν οδηγήσει μέχρι και σε απειλές.
Εχουμε, λοιπόν, βαθμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και προστριβές σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης του καθηγητή με το κοινό αίσθημα. Αυτήν την παρενέργεια δεν είχαν προβλέψει οι σχεδιαστές του συστήματος, που, αντίθετα, ένιωθαν ότι προστατεύουν τους μαθητές από πιθανή αυθαιρεσία των καθηγητών τους.
Αυτό συμβαίνει στα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα και μόνο για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Για τον υπολογισμό της βαθμολογίας του απολυτηρίου, δεν υπάρχει η προσαρμογή με αποτέλεσμα το ψεύτικο είκοσι να μετράει κανονικά και να δίνει βαθμολογία 16 στο μαθητή που είχε 20 προφορικά και έγραψε 12 στα γραπτά. Αντίθετα ο μαθητής που έγραψε και αυτός 12, αλλά είχε προφορικά 12, θα μείνει στο απολυτήριό του με το 12. Οι δύο μαθητές μάλλον έχουν το ίδιο επίπεδο γνώσεων, όπως δείχνει ο βαθμός των πανελλήνιων εξετάσεων. Δημιουργούμε μ’ αυτόν τον τρόπο πληθωρισμό αριστούχων με αποτέλεσμα το απολυτήριο λυκείου να μην έχει καμία αξία, αφού το έχουν όλοι με πολύ υψηλή βαθμολογία που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική εικόνα του μαθητή.
Το φαινόμενο διαχέεται και στα υπόλοιπα μαθήματα (που δεν εξετάζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις), αφού οι μαθητές απαιτούν και στα μαθήματα γενικής παιδείας να έχουν είκοσι χωρίς να ασχοληθούν καθόλου. Μία στατιστική έρευνα του υπουργείου Παιδείας, που συγκεντρώνει έτσι και αλλιώς τους προφορικούς βαθμούς των πανελληνίως εξεταζομένων μαθημάτων από όλα τα σχολεία της χώρας θα αποκάλυπτε πλήρως το πρόβλημα.
Οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι απολυτήριες εξετάσεις και ταυτόχρονα εισαγωγικές στην ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, αφού οι θέσεις είναι προκαθορισμένες και εισάγονται υποψήφιοι μέχρι να καλυφθούν οι προσφερόμενες θέσεις.
Σημασία δεν έχει λοιπόν να γνωρίζεις την ύλη, αλλά να γράψεις καλύτερα από τους υπόλοιπους υποψηφίους.
Στον υπολογισμό των μορίων συμμετέχει και η προφορική βαθμολογία, που μπορεί να δώσει στον υποψήφιο μέχρι και 600 μόρια επιπλέον των μορίων που θα συγκέντρωνε, αν υπολογίζονταν μόνον οι γραπτοί βαθμοί. Ως δικλίδα ασφαλείας, για να μη γίνονται ατασθαλίες, απαγορεύεται η προφορική βαθμολογία να απέχει περισσότερο των δύο μονάδων από τη γραπτή. Σε αντίθετη περίπτωση, αλλάζει ο προφορικός βαθμός και προσαρμόζεται είτε προς τα επάνω είτε προς τα κάτω, μέχρι να απέχει δύο μονάδες από το γραπτό.
Καλό είναι να υπάρχει αυτή η δικλίδα ασφαλείας των δύο μονάδων στον προφορικό βαθμό, που προστατεύει την αξιοπιστία των εξετάσεων, αφού, λόγω της προσαρμογής του προφορικού, η τελική διαφορά στο βαθμό πρόσβασης δεν μπορεί να είναι παραπάνω από 0,6 της μονάδας. Ακόμα κι έτσι, όμως, αυτή η διαφορά των 0,6 σε κάθε μάθημα δίνει 600 μόρια επιπλέον.
Το πρόβλημα είναι ότι για να σιγουρευτούν αυτά τα 600 μόρια χρειάζεται οι καθηγητές στο σχολείο να βάλουν εξωπραγματικούς βαθμούς, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική εικόνα του μαθητή, ώστε να μη στερήσουν από τους μαθητές τους αυτά τα επιπλέον μόρια. Αν δεν το κάνουν, θα «χαντακώσουν» τους μαθητές τους, αφού όλοι το κάνουν. Αν δεν το κάνουν, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τη μήνιν των μαθητών και των γονέων τους, που σε κάποιες ακραίες, ευτυχώς, περιπτώσεις έχουν οδηγήσει μέχρι και σε απειλές.
Εχουμε, λοιπόν, βαθμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και προστριβές σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης του καθηγητή με το κοινό αίσθημα. Αυτήν την παρενέργεια δεν είχαν προβλέψει οι σχεδιαστές του συστήματος, που, αντίθετα, ένιωθαν ότι προστατεύουν τους μαθητές από πιθανή αυθαιρεσία των καθηγητών τους.
Αυτό συμβαίνει στα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα και μόνο για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Για τον υπολογισμό της βαθμολογίας του απολυτηρίου, δεν υπάρχει η προσαρμογή με αποτέλεσμα το ψεύτικο είκοσι να μετράει κανονικά και να δίνει βαθμολογία 16 στο μαθητή που είχε 20 προφορικά και έγραψε 12 στα γραπτά. Αντίθετα ο μαθητής που έγραψε και αυτός 12, αλλά είχε προφορικά 12, θα μείνει στο απολυτήριό του με το 12. Οι δύο μαθητές μάλλον έχουν το ίδιο επίπεδο γνώσεων, όπως δείχνει ο βαθμός των πανελλήνιων εξετάσεων. Δημιουργούμε μ’ αυτόν τον τρόπο πληθωρισμό αριστούχων με αποτέλεσμα το απολυτήριο λυκείου να μην έχει καμία αξία, αφού το έχουν όλοι με πολύ υψηλή βαθμολογία που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική εικόνα του μαθητή.
Το φαινόμενο διαχέεται και στα υπόλοιπα μαθήματα (που δεν εξετάζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις), αφού οι μαθητές απαιτούν και στα μαθήματα γενικής παιδείας να έχουν είκοσι χωρίς να ασχοληθούν καθόλου. Μία στατιστική έρευνα του υπουργείου Παιδείας, που συγκεντρώνει έτσι και αλλιώς τους προφορικούς βαθμούς των πανελληνίως εξεταζομένων μαθημάτων από όλα τα σχολεία της χώρας θα αποκάλυπτε πλήρως το πρόβλημα.
Πηγή: Αγγελιοφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου