της Έλενας Μπούλια
Καθώς ο παιδικός σταθμός δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο στην εκπαίδευση του παιδιού, όπως το νηπιαγωγείο, η απόφαση για το πότε και το εάν «πρέπει» ένας γονιός να στείλει εκεί το παιδί του έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες: Εργάζονται οι γονείς και με τι ωράρια; Υπάρχουν συγγενικά πρόσωπα που μπορούν να φροντίζουν τα παιδιά όταν οι γονείς εργάζονται; Υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για ιδιωτικό παιδικό σταθμό; Οι ειδικοί τι συμβουλεύουν για την ομαλή κοινωνικοποίηση του παιδιού;
Πριν οι γονείς πάρουν την απόφαση, παιδικός σταθμός ή σπίτι, προκύπτουν ακόμα περισσότερα ερωτήματα και ενδοιασμοί: Μήπως αντί να το στείλω στον σταθμό να αφήσω την δουλειά μου; Αν το στείλω και αρρωσταίνει συνέχεια, τι θα κάνω; Θα τρώει καλά εκεί; Θα προσαρμοστεί; Σαφείς απαντήσεις για όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν υπάρχουν. Ακούγοντας, όμως, απόψεις νέων μαμάδων και ειδικών ίσως μπορέσουμε να πάρουμε πιο εύκολα την σωστή απόφαση.
Τι λένε οι μαμάδες;
Η Ελένη έχει μία κόρη 20 μηνών και, επειδή εργάζεται, της την «κρατάει» η μαμά της από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. «Αν δεν είχα την μαμά μου να μου κρατάει τη μικρή μάλλον θα αναγκαζόμουν να αφήσω την δουλειά μου ή θα προσπαθούσα να δουλεύω από το σπίτι. Δεν θα σκεφτόμουν να προσλάβω baby sitter γιατί τα χρήματα που θα της έδινα θα ήταν ανάλογα του μισθού μου –δεν θα με συνέφερε», λέει και εξηγεί ότι το γεγονός ότι την βοηθά η μητέρα της της επιτρέπει να καθυστερήσει την απόφαση του παιδικού σταθμού.
«Θα σκεφτώ να την στείλω στον παιδικό σταθμό μετά τα δυόμιση χρόνια, γιατί νομίζω ότι τώρα ακόμα είναι πολύ μικρή. Δε μπορεί καν να μιλήσει κανονικά, ενώ παρατηρώ πως και στις κούνιες δεν είναι ακόμα έτοιμη να παίξει κανονικά με άλλα παιδάκια», προσθέτει. «Και επειδή σε δημοτικό παιδικό σταθμό φοβάμαι ότι δεν θα την πάρουν, μάλλον θα στραφούμε κατευθείαν σε κάποιον ιδιωτικό, που να μην κοστίζει όμως πανάκριβα».
Η Αγγελική, από την άλλη έστειλε τον γιο της στον παιδικό σταθμό όταν αυτός ήταν 21 μηνών. Μέχρι τότε τον κρατούσαν μόνο εκείνη με τον άνδρα της, έχοντας διαμορφώσει τα ωράρια εργασίας τους έτσι ώστε το πρωί να βρίσκεται με τον μικρό ο ένας γονιός και το απόγευμα ο άλλος. «Δε μου φάνηκε μικρός όταν τον έστειλα στον σταθμό. Εντάξει, η πρώτη εβδομάδα προσαρμογής ήταν λίγο δύσκολη –είχαμε κλάματα κ.λ.π. Όμως, σιγά-σιγά όλα έστρωσαν και άρχισε να το απολαμβάνει».
Η Αγγελική εξηγεί σε ποιους τομείς βοήθησε τον γιο της ο παιδικός σταθμός: «Στο σπίτι είχαμε πρόβλημα με το φαγητό –δεν έτρωγε εύκολα και ήταν πολύ επιλεκτικός. Στον σταθμό, όμως, άρχισε να τρώει καλύτερα, ίσως παρασυρόμενος από τα άλλα παιδάκια. Έπειτα, ο σταθμός τον βοήθησε στην ομιλία του, έμαθε να λέει τραγουδάκια, να παίζει με άλλα παιδιά, να μαζεύει τα παιχνίδια του και έκανε φίλους. Το μοναδικό πρόβλημα που μπορώ να αναγνωρίσω με τον παιδικό σταθμό είναι οι ιώσεις, όμως όποτε και να πάει το παιδί θα τις κολλήσει –δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με την ηλικία του».
Η Αγγελική επέλεξε έναν παιδικό σταθμό που δεν είναι ούτε ακριβώς ιδιωτικός ούτε δημόσιος. «Πληρώνουμε κάποια χρήματα τα οποία προκύπτουν από τα εισοδήματά μας, αλλά ευτυχώς δεν είναι πολλά», καταλήγει.
Η Έφη θα στείλει τον 3χρονο γιο της στον παιδικό σταθμό φέτος για πρώτη φορά. Μέχρι σήμερα τον «κρατούσε» και αυτόν η γιαγιά του, όμως «πλέον ο ίδιος θέλει να κοινωνικοποιηθεί με παιδιά της ηλικίας του. Βλέπω ότι δεν αντέχει άλλο στο σπίτι, θέλει να παίξει, να μιλήσει –έχει έρθει η ώρα». Η Έφη επέλεξε έναν ιδιωτικό παιδικό σταθμό της περιοχής της, ο οποίος καλύπτει απόλυτα την φιλοσοφία ζωής της: «Ήθελα έναν παιδικό σταθμό στον οποίον δεν θα είναι όλα πλαστικά και που θα είναι σε αρμονία με την φύση. Τον βρήκα, οπότε δεν ασχολήθηκα καν με τους δημόσιους σταθμούς. Άλλωστε, και το μηνιαίο κόστος του δεν είναι εξωφρενικό –περί τα 250 ευρώ τον μήνα».
Τι λέει η ειδικός;
Η αναπτυξιακή παιδίατρος κ. Ιωάννα Αντωνιάδου-Κουμάτου, λέει ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος στο πότε θα αποφασίσουμε να στείλουμε το παιδί μας στον παιδικό σταθμό. «Όποια απόφαση και να πάρουμε, όμως, πρέπει να την στηρίξουμε με σταθερότητα, ώστε να αποβεί καλύτερη για το παιδί μας». Αν, δηλαδή, οι γονείς αποφασίσουν να στείλουν το παιδί στον παιδικό σταθμό, δεν πρέπει να παλινδρομήσουν στην πρώτη δυσκολία και να το ξαναφέρουν στο σπίτι, γιατί κάτι τέτοιο μόνο αναστάτωση μπορεί να προκαλέσει στο παιδί.
Σε πολύ γενικές γραμμές, πάντως, λέει η ειδικός, αν είναι η ανάγκη για εκπαίδευση που κάνει τους γονείς να σκέφτονται τον παιδικό σταθμό και όχι οι αναγκαστικές συνθήκες (εργασιακές, οικονομικές ή ανυπαρξία βοήθειας), είναι καλύτερο μέχρι την ηλικία των 2,5 ετών το παιδί να μένει στο σπίτι.
Αυτό γιατί μέχρι τα 2,5 χρόνια, τόσο από σωματική όσο και από συναισθηματική άποψη, είναι προτιμότερο το παιδί να παραμένει σε ένα σταθερό, ασφαλές περιβάλλον με ένα «δικό του» πρόσωπο. Μέχρι εκείνη την ηλικία, άλλωστε, τα παιδιά προτιμούν την ατομική ενασχόληση μαζί τους. Προτιμούν τον χώρο τους και τον σεβασμό στις δικές τους ανάγκες και ρυθμούς. Όσο για το παιχνίδι με άλλα παιδιά, τις πιο πολλές φορές τους είναι αδιάφορο γιατί δεν ξέρουν ακόμη να συνεργάζονται και να μοιράζονται. Η καθημερινή βόλτα στην παιδική χαρά τους είναι αρκετή.
Αντίθετα, μετά τα 2,5 χρόνια, το παιδί είναι έτοιμο, αν και όχι υποχρεωμένο, να «μπει» στο πρόγραμμα του παιδικού σταθμού. Ενώ μετά τα 3-3,5 χρόνια, ο παιδικός σταθμός αρχίζει να γίνεται απαραίτητος, προκειμένου το παιδί να μάθει να αποκτά με δομημένο τρόπο γνώσεις και να αναπτύξει νοητικές δεξιότητες. Επιπλέον, από τότε και μετά το παιδί μαθαίνει σταδιακά να συναναστρέφεται, να συνυπάρχει, να συνεργάζεται και, κυρίως, να ακολουθεί κανόνες συναλλαγής μέσα σε μία ομάδα, αλλά και να σέβεται τους άλλους και τον εαυτό του.
«Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, είναι η ποιότητα του παιδικού σταθμού», τονίζει η κ. Αντωνιάδου-Κουμάτου, «ειδικά στις μικρές ηλικίες, όταν το παιδί είναι ευάλωτο». Η ασφάλεια, η καθαριότητα, η τάξη, η ευπρέπεια, αλλά και το ίδιο το προσωπικό (τα πρόσωπά τους, οι εκφράσεις τους, η ψυχολογία τους), είναι στοιχεία που οι γονείς πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα πριν καταλήξουν σε κάποιον παιδικό σταθμό, είτε είναι ιδιωτικός είτε δημόσιος.
Όσο για τις αρρώστιες; «Αυτές είναι δυστυχώς μία πραγματικότητα. Σε όποια ηλικία και αν αρχίσει να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό θα αρρωσταίνει συχνά για τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, χτίζει το παιδί την ανοσία του. Αποκτά ανοσολογική μνήμη και μόνο έτσι δεν αρρωσταίνει συχνά μετά», καταλήγει η ειδικός.
Καθώς ο παιδικός σταθμός δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο στην εκπαίδευση του παιδιού, όπως το νηπιαγωγείο, η απόφαση για το πότε και το εάν «πρέπει» ένας γονιός να στείλει εκεί το παιδί του έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες: Εργάζονται οι γονείς και με τι ωράρια; Υπάρχουν συγγενικά πρόσωπα που μπορούν να φροντίζουν τα παιδιά όταν οι γονείς εργάζονται; Υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για ιδιωτικό παιδικό σταθμό; Οι ειδικοί τι συμβουλεύουν για την ομαλή κοινωνικοποίηση του παιδιού;
Πριν οι γονείς πάρουν την απόφαση, παιδικός σταθμός ή σπίτι, προκύπτουν ακόμα περισσότερα ερωτήματα και ενδοιασμοί: Μήπως αντί να το στείλω στον σταθμό να αφήσω την δουλειά μου; Αν το στείλω και αρρωσταίνει συνέχεια, τι θα κάνω; Θα τρώει καλά εκεί; Θα προσαρμοστεί; Σαφείς απαντήσεις για όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν υπάρχουν. Ακούγοντας, όμως, απόψεις νέων μαμάδων και ειδικών ίσως μπορέσουμε να πάρουμε πιο εύκολα την σωστή απόφαση.
Τι λένε οι μαμάδες;
Η Ελένη έχει μία κόρη 20 μηνών και, επειδή εργάζεται, της την «κρατάει» η μαμά της από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα. «Αν δεν είχα την μαμά μου να μου κρατάει τη μικρή μάλλον θα αναγκαζόμουν να αφήσω την δουλειά μου ή θα προσπαθούσα να δουλεύω από το σπίτι. Δεν θα σκεφτόμουν να προσλάβω baby sitter γιατί τα χρήματα που θα της έδινα θα ήταν ανάλογα του μισθού μου –δεν θα με συνέφερε», λέει και εξηγεί ότι το γεγονός ότι την βοηθά η μητέρα της της επιτρέπει να καθυστερήσει την απόφαση του παιδικού σταθμού.
«Θα σκεφτώ να την στείλω στον παιδικό σταθμό μετά τα δυόμιση χρόνια, γιατί νομίζω ότι τώρα ακόμα είναι πολύ μικρή. Δε μπορεί καν να μιλήσει κανονικά, ενώ παρατηρώ πως και στις κούνιες δεν είναι ακόμα έτοιμη να παίξει κανονικά με άλλα παιδάκια», προσθέτει. «Και επειδή σε δημοτικό παιδικό σταθμό φοβάμαι ότι δεν θα την πάρουν, μάλλον θα στραφούμε κατευθείαν σε κάποιον ιδιωτικό, που να μην κοστίζει όμως πανάκριβα».
Η Αγγελική, από την άλλη έστειλε τον γιο της στον παιδικό σταθμό όταν αυτός ήταν 21 μηνών. Μέχρι τότε τον κρατούσαν μόνο εκείνη με τον άνδρα της, έχοντας διαμορφώσει τα ωράρια εργασίας τους έτσι ώστε το πρωί να βρίσκεται με τον μικρό ο ένας γονιός και το απόγευμα ο άλλος. «Δε μου φάνηκε μικρός όταν τον έστειλα στον σταθμό. Εντάξει, η πρώτη εβδομάδα προσαρμογής ήταν λίγο δύσκολη –είχαμε κλάματα κ.λ.π. Όμως, σιγά-σιγά όλα έστρωσαν και άρχισε να το απολαμβάνει».
Η Αγγελική εξηγεί σε ποιους τομείς βοήθησε τον γιο της ο παιδικός σταθμός: «Στο σπίτι είχαμε πρόβλημα με το φαγητό –δεν έτρωγε εύκολα και ήταν πολύ επιλεκτικός. Στον σταθμό, όμως, άρχισε να τρώει καλύτερα, ίσως παρασυρόμενος από τα άλλα παιδάκια. Έπειτα, ο σταθμός τον βοήθησε στην ομιλία του, έμαθε να λέει τραγουδάκια, να παίζει με άλλα παιδιά, να μαζεύει τα παιχνίδια του και έκανε φίλους. Το μοναδικό πρόβλημα που μπορώ να αναγνωρίσω με τον παιδικό σταθμό είναι οι ιώσεις, όμως όποτε και να πάει το παιδί θα τις κολλήσει –δεν θεωρώ ότι έχει να κάνει με την ηλικία του».
Η Αγγελική επέλεξε έναν παιδικό σταθμό που δεν είναι ούτε ακριβώς ιδιωτικός ούτε δημόσιος. «Πληρώνουμε κάποια χρήματα τα οποία προκύπτουν από τα εισοδήματά μας, αλλά ευτυχώς δεν είναι πολλά», καταλήγει.
Η Έφη θα στείλει τον 3χρονο γιο της στον παιδικό σταθμό φέτος για πρώτη φορά. Μέχρι σήμερα τον «κρατούσε» και αυτόν η γιαγιά του, όμως «πλέον ο ίδιος θέλει να κοινωνικοποιηθεί με παιδιά της ηλικίας του. Βλέπω ότι δεν αντέχει άλλο στο σπίτι, θέλει να παίξει, να μιλήσει –έχει έρθει η ώρα». Η Έφη επέλεξε έναν ιδιωτικό παιδικό σταθμό της περιοχής της, ο οποίος καλύπτει απόλυτα την φιλοσοφία ζωής της: «Ήθελα έναν παιδικό σταθμό στον οποίον δεν θα είναι όλα πλαστικά και που θα είναι σε αρμονία με την φύση. Τον βρήκα, οπότε δεν ασχολήθηκα καν με τους δημόσιους σταθμούς. Άλλωστε, και το μηνιαίο κόστος του δεν είναι εξωφρενικό –περί τα 250 ευρώ τον μήνα».
Τι λέει η ειδικός;
Η αναπτυξιακή παιδίατρος κ. Ιωάννα Αντωνιάδου-Κουμάτου, λέει ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος στο πότε θα αποφασίσουμε να στείλουμε το παιδί μας στον παιδικό σταθμό. «Όποια απόφαση και να πάρουμε, όμως, πρέπει να την στηρίξουμε με σταθερότητα, ώστε να αποβεί καλύτερη για το παιδί μας». Αν, δηλαδή, οι γονείς αποφασίσουν να στείλουν το παιδί στον παιδικό σταθμό, δεν πρέπει να παλινδρομήσουν στην πρώτη δυσκολία και να το ξαναφέρουν στο σπίτι, γιατί κάτι τέτοιο μόνο αναστάτωση μπορεί να προκαλέσει στο παιδί.
Σε πολύ γενικές γραμμές, πάντως, λέει η ειδικός, αν είναι η ανάγκη για εκπαίδευση που κάνει τους γονείς να σκέφτονται τον παιδικό σταθμό και όχι οι αναγκαστικές συνθήκες (εργασιακές, οικονομικές ή ανυπαρξία βοήθειας), είναι καλύτερο μέχρι την ηλικία των 2,5 ετών το παιδί να μένει στο σπίτι.
Αυτό γιατί μέχρι τα 2,5 χρόνια, τόσο από σωματική όσο και από συναισθηματική άποψη, είναι προτιμότερο το παιδί να παραμένει σε ένα σταθερό, ασφαλές περιβάλλον με ένα «δικό του» πρόσωπο. Μέχρι εκείνη την ηλικία, άλλωστε, τα παιδιά προτιμούν την ατομική ενασχόληση μαζί τους. Προτιμούν τον χώρο τους και τον σεβασμό στις δικές τους ανάγκες και ρυθμούς. Όσο για το παιχνίδι με άλλα παιδιά, τις πιο πολλές φορές τους είναι αδιάφορο γιατί δεν ξέρουν ακόμη να συνεργάζονται και να μοιράζονται. Η καθημερινή βόλτα στην παιδική χαρά τους είναι αρκετή.
Αντίθετα, μετά τα 2,5 χρόνια, το παιδί είναι έτοιμο, αν και όχι υποχρεωμένο, να «μπει» στο πρόγραμμα του παιδικού σταθμού. Ενώ μετά τα 3-3,5 χρόνια, ο παιδικός σταθμός αρχίζει να γίνεται απαραίτητος, προκειμένου το παιδί να μάθει να αποκτά με δομημένο τρόπο γνώσεις και να αναπτύξει νοητικές δεξιότητες. Επιπλέον, από τότε και μετά το παιδί μαθαίνει σταδιακά να συναναστρέφεται, να συνυπάρχει, να συνεργάζεται και, κυρίως, να ακολουθεί κανόνες συναλλαγής μέσα σε μία ομάδα, αλλά και να σέβεται τους άλλους και τον εαυτό του.
«Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, είναι η ποιότητα του παιδικού σταθμού», τονίζει η κ. Αντωνιάδου-Κουμάτου, «ειδικά στις μικρές ηλικίες, όταν το παιδί είναι ευάλωτο». Η ασφάλεια, η καθαριότητα, η τάξη, η ευπρέπεια, αλλά και το ίδιο το προσωπικό (τα πρόσωπά τους, οι εκφράσεις τους, η ψυχολογία τους), είναι στοιχεία που οι γονείς πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα πριν καταλήξουν σε κάποιον παιδικό σταθμό, είτε είναι ιδιωτικός είτε δημόσιος.
Όσο για τις αρρώστιες; «Αυτές είναι δυστυχώς μία πραγματικότητα. Σε όποια ηλικία και αν αρχίσει να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό θα αρρωσταίνει συχνά για τουλάχιστον τον πρώτο χρόνο. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, χτίζει το παιδί την ανοσία του. Αποκτά ανοσολογική μνήμη και μόνο έτσι δεν αρρωσταίνει συχνά μετά», καταλήγει η ειδικός.
Πηγή: In2life
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου