11 η ώρα βράδυ, βράδυ Κυριακής. Έκλεισε τον υπολογιστή … χαρούμενος απόψε …. αύριο δεν θα περνούσε την κόλαση του Δάντη διδάσκοντας λογοτεχνία στα παιδιά της Γ’ Λυκείου, ένα μάθημα καταδικασμένο, μιας και δεν εξετάζεται στις πανελλαδικές όπως λένε κι οι συνάδελφοι. Κι ο ίδιος ήταν μπουχτισμένος από τη μονοτονία τόσων χρόνων: ανάγνωση του ποιήματος, χωρισμός σε ενότητες, πλαγιότιτλοι, νόημα κ.λπ. – πόσο μάλλον τα παιδιά … Τι κρίμα, σκεφτόταν, για τον Αναγνωστάκη, το Λειβαδίτη, τη Δημουλά … τι κρίμα να πάνε χαμένα τα έργα τους και να διαβάζονται σε αίθουσες, όπου τα παιδιά συλλαβίζουν ξύλινο σχολικό λόγο και εφευρίσκουν κάθε απίθανο τρόπο να διασκεδάσουν την αφόρητη πλήξη τους παίζοντας με τα νεύρα του…
Αυτή τη φορά θα ήταν αλλιώς… μετά από 20 χρόνια υπηρεσίας πήρε την απόφαση να τολμήσει ένα μάθημα διαφορετικό, να δώσει μια άλλη αίσθηση στα παιδιά για τη λογοτεχνία. Κάτι βοήθησε ένα σεμινάριο για «το πώς μπορούμε να υιοθετήσουμε ένα άλλο στυλ δασκάλου», κάτι ο διαδραστικός πίνακας που μπήκε από πέρσι στην τάξη (κι αράχνιαζε), κάτι τα βιβλία που δεν ήρθαν ακόμη … κι έτσι βρέθηκε να παίρνει τις μεγάλες αποφάσεις: ας μείνει λίγο πίσω στην ύλη, ας εγκαταλείψει τις τυραννικές «Οδηγίες διδασκαλίας του Υπουργείου», ας υπομείνει τα ειρωνικά σχόλια των παλιότερων συναδέλφων…. Θα διδάξει στα παιδιά λογοτεχνία μιλώντας στη γλώσσα τους και στη γλώσσα του. Το μάθημα θα είχε τίτλο «Το δίκιο του αγώνα» και θα τους μάθαινε πως δεν υπάρχει χαμένος αγώνας και πως το να αγωνίζεσαι για το συλλογικό, δίνει νόημα στην ύπαρξή σου … Ένιωσε μέρες Φιλοσοφικής Σχολής της δεκαετίας του ’80, τότε που μαζί με τους συμφοιτητές του οραματιζόταν ένα άλλο σχολείο.
Θα έβαζε τα παιδιά να ακούσουν στο youtube το τραγούδι του δικού του Ρασούλη «Τίποτα δεν πάει χαμένο», θα διάβαζαν ιστοσελίδες με αυθεντικές ιστορικές πηγές που συνήθως δεν υπάρχουν στα σχολικά βιβλία, θα μελετούσαν μουσική της δεκαετίας του ’60 με το ροκ της αμφισβήτησης, θα ανέλυαν στίχους, θα συσχέτιζαν ιστορικά γεγονότα, θα συνέδεαν με το σήμερα … Κάτι του ‘λεγε πως η ζωντάνια θα έμπαινε στην τάξη, πως θα τους έλεγε «αντίο» η κατάθλιψη του πίνακα, της κιμωλίας, της «ερώτησης-απάντησης» και πως θα ξαναέβρισκε τη χαρά της διδασκαλίας.
Λίγο πριν κοιμηθεί είδε στην τηλεόραση να συζητούν για τις καταλήψεις που φούντωναν στα πανεπιστήμια και στα λύκεια. Μια ομιλούσα κεφαλή απήγγειλε: «Πάντα οι καταλήψεις είχαν σοβαρό λόγο ύπαρξης… και φέτος με την έλλειψη των βιβλίων ακόμη σοβαρότερο. Δεν είναι υποκινούμενες όπως ισχυρίζονται όσοι θέλουν να υποβαθμιστεί το λαϊκό κίνημα. Τα παιδιά μάς δείχνουν το δρόμο». «Μήπως να βιντεοσκοπήσω ένα κομμάτι της συζήτησης και να το ενσωματώσω στο μάθημα»; αναρωτήθηκε, «έτσι για να συνδέσω το χθες με το σήμερα… να αποκτήσει το μάθημα προσωπικό νόημα για τους μαθητές. Πολλά μπορώ να κάνω. Θα δω πώς θα βγει το αυριανό μάθημα και θα κάνω βελτιώσεις και προσθήκες». Κοιμήθηκε καλά …
Το πρωί μόλις έστριψε τη γωνία και είδε το σχολείο, κατάλαβε … οι συνάδελφοι στο πεζοδρόμιο, ο διευθυντής πέρα – δώθε, οι γονείς σε πηγαδάκια, όλοι έτοιμοι για καυγά – Κατάληψη! Μια μητέρα ούρλιαζε ότι το παιδί της υπέστη εκφοβισμό για να ψηφίσει «ναι». Ένας πατέρας ανέλυε την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση και κατέληγε ότι τα παιδιά με τον αγώνα τους μας δείχνουν το σωστό δρόμο. Σε διάφορα πηγαδάκια ακουγόταν κραυγές «υποκινούμενη» «ναι, αλλά καλύτερα να πείθεις τα παιδιά, παρά να τους επιβάλλεσαι», «να ‘ρθει ένας εισαγγελέας επιτέλους», «ποιος έχει την ευθύνη για ό,τι γίνεται εκεί μέσα; ξέρετε ότι μιλάμε για μικρά παιδιά;»
Ζαλίστηκε· έκανε στην άκρη για να σκεφτεί … Τελικά έχει το δίκιο του ο αγώνας των παιδιών; Στο κάτω – κάτω αυτό το μάθημα θα τους έκανε αν δεν υπήρχε η κατάληψη. Πήγε προς την κεντρική καγκελόπορτα της αυλής του σχολείου για να μπει μέσα και να πάρει ένα καφέ από το κυλικείο, το οποίο τις μέρες της κατάληψης έκανε χρυσές δουλειές. Τρελάθηκες; του φώναξε μια φίλη συνάδελφος. Γυρεύεις καυγάδες με τα παιδιά, μέρα που είναι; Πλησίασε· η ομάδα περιφρούρησης – παιδιά της Α’ Λυκείου του χαμογέλασε με νόημα «καλημέρα κύριεεεε!» σαν να του ‘λεγε «είδατε τι είμαστε ικανοί να κάνουμε»; «Θέλετε να πάρετε καφέ; Άντε θα σας αφήσουμε γιατί είστε καλός!» όσο περίμενε πιάσανε κουβέντα «να προσέχετε το σχολείο, την καθαριότητα, τους υπολογιστές και τα μουσικά όργανα!», τους είπε. «Ναι καλέ κύριε, παιδιά είμαστε τώρα;» Ευγενικά, πρόσωπα, καθαρά. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να βγαίνουν όλοι οι υπόλοιποι συμμαθητές τους από το κτίριο με τύμπανα, κορνέτες, κλαρινέτα και σαξόφωνα. «Πού τα πάτε» ρώτησε. «Έχουμε πορεία, συνεννοηθήκαμε με το συντονιστικό των μαθητών κι εμείς θα συμμετέχουμε μετά μουσικής». Άρχισαν τις πρόβες, τα τύμπανα βροντούσαν κι έδιναν τον τόνο στα συνθήματα, οι κορνέτες δονούσαν την ατμόσφαιρα με ενθουσιασμό γηπέδου και σε προκαλούσαν να λάβεις μέρος στη γιορτή. Άρχισε να συγκινείται. Ίσως τα παιδιά να έχουν δίκιο σκεφτόταν, ίσως ο αγώνας τους να πάει κερδισμένος … κι ενδόμυχα καμάρωνε.
Οι μεγάλοι της Γ’ Λυκείου, χτυπούσαν τύμπανα και τραγουδούσαν:
Δεν είμαστε καλά // δεν έχουμε μυαλό // είμαστ’ άρρωστοι με το Μουσικό Σχολειό.
Θα γίνουμε καλά // θα έχουμε μυαλό // όταν έρθουν πάλι τα βιβλία στο σχολειό.
Παύση λίγων δευτερολέπτων – το σύνθημα συνεχίστηκε όλο και πιο θρασύ, όλο πιο ρυθμικό:
Αν δεν έρθουν όμως τα // βιβλία στο σχολειό // τότε να! κι εμάς, στ’ αρχίδια μας τα δυό.
Τόμπολα!! «Αυτό ήταν όλο λοιπόν; Μια πλάκα; Τσάμπα χαραμίζω τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό μου; Μια τσογλανοπαρέα κάνει την πλάκα της με τα ιερά και τα όσια της νιότης μου;» Βγήκε σκυφτός από την αυλή κι έπιασε μόνος τον ήσκιο της απέναντι φτελιάς. Έβλεπε τα παιδιά να βγαίνουν από το σχολείο σε πορεία, με μουσικές και συνθήματα. Οι γονείς και οι καθηγητές, τους κοιτούσαν να απομακρύνονται βλοσυροί, ειρωνικοί, χαρούμενοι, ανήσυχοι, απειλητικοί, σκεπτικοί, ψύχραιμοι, θερμόαιμοι … Εκείνος μια κοίταζε τα παιδιά και μια τους μεγάλους… Θυμήθηκε τις ένδοξες κινητοποιήσεις του κλάδου του και των ΔΕΚΟ, το κλείσιμο δρόμων από τους αγρότες και την ΑΕΛ, όλα όσα έγιναν στα προ μνημονίου χρόνια … Και τότε κατάλαβε! …. κατάλαβε τι συμβαίνει. Τα παιδιά – χωρίς να το ξέρουν – κοροϊδεύουν τους δήθεν «αγώνες» των γονιών τους …. Τους «αγώνες» με τους οποίους τόσα χρόνια κερδήθηκαν πόστα, εύνοιες και ατιμωρησία. Παρωδούν όσους καμώνονται πως είναι αρχέτυπα – αγωνιστές, όσους ξεπατικώνουν τον πραγματικό αγωνιστή εκείνον που έχασε περιουσία, αρτιμέλεια ίσως και ζωή, εκείνον που «το δίκιο του αγώνα πολλά του στέρησε».
«Πώς να κρυφτούμε απ’ τα παιδιά;» σκέφτηκε. «Αυτά παίζουν τους αγωνιστές και τους καταληψίες, αλλά πάνω στον καθρέφτη του «αγώνα» τους ζωγραφίζεται η φάτσα και τα κόλπα μας. Και γι’ αυτό, οι αγώνες τους έχουν το δίκιο τους· οι δικοί μας όμως όχι. Ας μη θυμώσουμε με τα «τσογλάνια»· μας βοηθούν να καταλάβουμε που πατήσαμε και που πήγαμε…»
Η πορεία με τα τύμπανα να βροντούν απομακρυνόταν σιγά – σιγά για να συναντήσει τα άλλα σχολεία σε μια πλατεία της πόλης. Έτσι είχαν συνεννοηθεί με το συντονιστικό.
Πηγή: protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου