Υπάρχει ένα μέρος στο οποίο κανείς δεν μιλάει για την κρίση. Μόλις 11 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, στον Δήμο Αχαρνών, το παλιό Μενίδι, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο ενός κοριτσιού από τη μηχανή αστυνομικού, η ζωή κυλά κανονικά. Για τα δικά τους δεδομένα. Χωρίς άγχος για καριέρα, με πολλά παράπονα, καταγγελίες για γκετοποίηση, αδιαφορία και διακρίσεις, και με τα σπίτια ανοιχτά σε κάθε επισκέπτη. Τα μόνα που είναι κλειστά είναι τα σχολεία.
Η οδός Πόθου δεν είναι τόσο ελκυστική όσο το όνομά της. Στην οδό Μανταρινιάς και στην οδό Πορτοκαλιάς δεν υπάρχει τόσο πράσινο όσο υπαινίσσονται οι πινακίδες. Μια παρέα από ηλικιωμένες γυναίκες με μαντίλια στα μαλλιά κάθονται και συζητούν στην οδό Εφηβείας. Στην οδό Υπάρξεως τίποτε το μυστικιστικό δεν κρύβεται στα λασπωμένα πεζοδρόμια. Υπάρχει και το υπέροχο όνομα της οδού Λήθης. Βρίσκεται στον Δήμο Αχαρνών, το παλιό Μενίδι. Η οδός Λήθης ξεκινά ακριβώς 3 χιλιόμετρα και 450 μέτρα από την οδό με το πολύ λιγότερο εντυπωσιακό όνομα αλλά πολύ πιο φορτισμένη ιστορία: την οδό Κύπρου. Εκεί όπου το μεσημέρι της Τετάρτης 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων, μια ιστορία εμφανίστηκε για λίγο στην επικαιρότητα. Απασχόλησε τον καθένα για τους δικούς του λόγους για ένα μικρό διάστημα, ελάχιστα προτού περάσει στην αληθινή λήθη των χιλιάδων λυπητερών ιστοριών της ζωής.
Η είδηση ήταν πως η Ερρικα, που θα βαφτιζόταν Αφροδίτη του χρόνου, μια μελαψή κοπέλα κοντά στα επτά της χρόνια, περνούσε τον δρόμο με τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο οι περισσότεροι περνούν τον δρόμο εδώ, σαν να μην υπάρχει κανένα άγχος για τίποτε. Ενας αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ, οδηγώντας όπως οι περισσότεροι οδηγούν τις μηχανές τους, σαν να υπάρχει άγχος για τα πάντα, την παρέσυρε και τη σκότωσε. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν, κάποιοι εξοργίστηκαν με τον αστυνομικό, ορισμένοι κάτοικοι και συγγενείς αντέδρασαν βίαια, οι γνωστοί ηλεκτρονικοί ακτιβιστές έγραψαν οργισμένα posts και tweets. Και μετά ήρθε η λήθη. Η συνέχεια της ζωής. Αρκετά τριαντάφυλλα είναι αφημένα στο σημείο που έπεσε το τρίγωνό της, την ώρα που πήγαινε να πει τα κάλαντα. Ισως γι’ αυτό ήταν εξιταρισμένη και απρόσεκτη. Η Ερρικα ανήκε σε οικογένεια Τσιγγάνων, δηλαδή ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της περιοχής, που κατοικείται κυρίως από επαναπατρισμένους Πόντιους. Αλλά το 15% του Δήμου Αχαρνών αποτελείται από Τσιγγάνους. Ή, πιο πολιτικώς ορθά, Αθίγγανους, δηλαδή ανέγγιχτους, σύμφωνα με την ινδουιστική κάστα από την οποία προέρχονται. Ή πιο κοσμοπολίτικα Ρομά. Ή πιο υποτιμητικά, λαϊκά και συνηθισμένα γύφτους.
Τα ονόματα διαφέρουν, όπως και οι φυλές. Κάποιοι είναι από τη Ρουμανία. Κάποιοι από τη Μακεδονία. Κάποιοι άλλοι αποκαλούνται – από τις άλλες φυλές – Τούρκοι. Υπάρχουν αμέτρητες φυλές, όλες τους διχασμένες και τουλάχιστον επιφυλακτικές μεταξύ τους. Συνολικά στο ελληνικό έδαφος είναι διασκορπισμένοι γύρω στους 220.000 Ρομά. Η ιστορία είναι κοινή και παγκόσμια. Νομάδες, με μικρές δυνατότητες (ίσως και επιθυμίες) ένταξης στο κοινωνικό σύνολο. Απειρες παράνομες διώξεις, όπως μια μαζική που συνέβη στην Πάτρα το 2006, μια καταδίκη στην Ελλάδα το 2008 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, παλιές κόντρες οικογενειών με αστυνομικούς, όπως αυτή που έγινε πριν από δέκα χρόνια, με τη δολοφονία του 21χρονου Μαρίνου Χριστόπουλου από εκπυρσοκρότηση όπλου, πάλι στο Μενίδι, το πρόσφατο γαλλικό κυνηγητό του Σαρκοζί στους Ρομά και μυστήριο, αμέτρητα ανέκδοτα περιστατικά, στερεότυπα και προκατάληψη. Μεγάλη προκατάληψη.
Τα στερεότυπα, τα κλισέ υπάρχουν στο Μενίδι. Οπως στις ταινίες εποχής, όταν ένα αυτοκίνητο, μια «κούρσα», εμφανιζόταν στους σκονισμένους δρόμους μιας υποβαθμισμένης γειτονιάς και τα παιδιά έτρεχαν πίσω του πανηγυρίζοντας, κάποιες ημέρες του Ιανουαρίου του 2010, μια φωτογραφική μηχανή μπορεί να προκαλέσει αντίστοιχο ενθουσιασμό. Να αναγκάσει παιδιά που βγαίνουν από μια αλάνα με τέσσερα δοκάρια στον ρόλο του γηπέδου ποδοσφαίρου να ζητούν να φωτογραφηθούν, όπως και παιδιά που φοράνε παντόφλες δέκα νούμερα μεγαλύτερες από το πόδι τους, παιδιά που δεν κρυώνουν, παιδιά που κυκλοφορούν στους δρόμους του Δήμου Αχαρνών, χαμογελαστά, σχετικά ανέμελα, εμποτισμένα από τη γνώση της πιάτσας, παιδιά λίγο προτού παντρευτούν. Και ας είναι 10 χρόνων.
Τα παιδιά συχνάζουν έξω από το 10ο Γυμνάσιο - Λύκειο Αυλίζας, ένα όμορφο, σύγχρονο κτίριο. Απέξω. Γιατί γύρω από κάτι πεταμένες πολυθρόνες, κάποια αγριόχορτα και αρκετά λυγισμένα σύρματα, η αιτία όλης αυτής της ιστορίας, η έλλειψη παιδείας, εικονοποιείται. Δεν είναι μόνο εγκατάλειψη αυτή που επικρατεί στο 10ο Γυμνάσιο - Λύκειο, που εγκαινιάστηκε πριν από δύο χρόνια και δεν λειτούργησε ποτέ. Είναι ρήμαγμα, λεηλασία. Είναι όλα τα τζάμια του σπασμένα, τα αλουμινένια κουφώματα και τα σίδερα αποκολλημένα και πουλημένα για κάποια ευρώ το κιλό, είναι οι σπασμένες καρέκλες, οι ανέγγιχτοι παρθένοι πίνακες και μια τοιχογραφία να στέκει ειρωνικά με δύο χαμογελαστά λευκά παιδιά δίπλα στη θάλασσα. Το σχολείο δεν άνοιξε ποτέ. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Κάποιοι λένε πως δεν έστελναν τα παιδιά τους σχολείο οι Ρομά. Κάποιοι άλλοι καταγγέλλουν τον δήμο και το υπουργείο. Ορισμένοι, οι πιο πληροφορημένοι, λένε πως του χρόνου το σχολείο θα γίνει ένα υπερσύγχρονο αστυνομικό τμήμα. Οταν κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή, απλώς σε νεοελληνική εκδοχή.
Ο Δημήτρης δεν είναι τυπικός Ρομά. Το σπίτι του είναι καλοσυντηρημένο, όχι αρχοντικό, αλλά νοικοκυρεμένο. Και φυσικά φορτωμένο με κάθε λογής αντίκες. Η δουλειά του είναι αυτή, αντίκες, δηλαδή μακρινά ταξίδια στη Λυών της Γαλλίας, στον παράδεισο της αντίκας, επιστροφή στην Αθήνα και παζάρι στην πλατεία Αβησσυνίας. Στο σπίτι επικρατεί η συνηθισμένη σε κάθε τσιγγάνικο σπίτι πολυκοσμία. Οι γιοι του, οι κόρες τους, οι νύφες του, τα εγγόνια του, όλοι μέσα στο σπίτι και η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Η κουβέντα πάει στην παιδεία: Η δεκάχρονη κόρη του σκέφτεται να σταματήσει το σχολείο. Ο ίδιος μάλλον συμφωνεί: «Είναι λίγο μάταιο να πηγαίνει. Αρνούνται να βάλουν τα παιδιά μας με ελληνόπουλα. Φοβούνται μήπως τους καταστρέψουμε, γίνεται μια γκετοποίηση, ένα σχολείο που υπολειτουργεί, μόνο για τα παιδιά των Τσιγγάνων, και τα περισσότερα δεν πάνε καν στο Γυμνάσιο». Ακολουθούν καταγγελίες για τον δήμο, που αρνείται να βάλει ένα φανάρι για να διασχίζουν τα παιδιά την οδό Παναγιάς Γρηγορούσης και σύντομα η κουβέντα στρέφεται σε μια συμμαθήτρια της κόρης του: Δεν πηγαίνει πια σχολείο, έχει ήδη λογοδοθεί. Η ιστορία ακούγεται απίστευτη, είναι όμως μια πραγματικότητα: Σε ένα γλέντι, δύο οικογένειες της ίδια φυλής περνούσαν ωραία. Το αλκοόλ έρρεε, το ένα έφερε το άλλο και δύο 10χρονα παιδιά, το αρσενικό της μιας οικογένειας και το θηλυκό της άλλης, λογοδόθηκαν.
Πλέον, το κορίτσι μένει με τα πεθερικά της. «Μα είναι πράγματα αυτά; Ακόμη παίζει με τις κούκλες, πώς είναι δυνατόν να βοηθάει τη νέα της οικογένεια; Ούτε να πλύνει ούτε να καθαρίσει μπορεί» ενίσταται – για τους εντελώς λάθος λόγους – ο Δημήτρης, που έχει υποστεί «κλέψιμο» μιας κόρης του. Τη ζήτησε ένας, αλλά από άλλη φυλή, δεν τον ήθελε, αυτός την πήρε, έκαναν έρωτα και έπειτα δεν μπορούσε παρά να συναινέσει με βαριά καρδιά για τον γάμο. «Διαφορετικά, το είχε καταστρέψει το κορίτσι»...
Οι νόμοι είναι άγραφοι, αλλά αυστηροί όσο τίποτε άλλο στον μικρόκοσμο των καταυλισμών. Στην κουλτούρα των Ρομά η καταστροφή είναι η έλλειψη τιμής. Και η έλλειψη τιμής είναι μια κοπέλα που δεν είναι πια παρθένα. Κάπως έτσι εξηγείται πως η Μαρία είναι 33 χρόνων και είναι ήδη γιαγιά. Κάπως έτσι εξηγείται πως ο κύριος Ευθύμης, μάστορας καρεκλών που δηλώνει περήφανος «Ρουμανόβλαχος», είναι 74 χρόνων και έχει: «Πέντε κόρες, έναν γιο, 28 εγγόνια, 57 δισέγγονα και κάνα δυο τρισέγγονα». Κάπως έτσι εξηγούνται οι μαζικές επισκέψεις σε νοσοκομεία, δικαστήρια και λοιπά κοινωφελή ιδρύματα: Οταν ένα μέλος της οικογένειας είναι σε κίνδυνο, κάθε οικογένεια σπεύδει να βοηθήσει. Απλώς στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμπαράσταση έχει διψήφιο – ίσως και τριψήφιο – αριθμό.
Ο καθένας τα βλέπει από τη δική του σκοπιά. Ο Χρήστος Σιόμπης έχει τελειώσει τη Β΄ Γυμνασίου. Κρατάει το Ευαγγέλιο, περπατάει σε έναν λασπωμένο κεντρικό δρόμο του Μενιδίου και πηγαίνει στην εκκλησία των Ευαγγελιστών, μια αρκετά δραστήρια κοινότητα από τις διαφορετικές θρησκείες της κάθε φυλής των Ρομά. «Δεν έχω τελειώσει το σχολείο και με θεωρούν επιστήμονα. Ολα ξεκινούν από την έλλειψη παιδείας, ακόμη και το ατύχημα με το κορίτσι γι’ αυτό έγινε. Γιατί κανείς δεν της είχε πει πώς να περνάει τον δρόμο. Η πολιτεία φταίει σε ένα πράγμα: Στην γκετοποίηση και στην έλλειψη συντονισμένης προσπάθειας. Και οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι αρνούμαστε την ένταξη, αλλά αν έπειθες με κάποιον τρόπο τη νέα γενιά να σπουδάσει, όλα θα άλλαζαν. Και όλα αυτά τα περίεργα που ξέρετε δεν θα γίνονταν».
Τα περίεργα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το Μενίδι, το Ζεφύρι και οι γύρω περιοχές είναι κοινό μυστικό πως είναι ένα από τα κέντρα εμπορίας ναρκωτικών της Αττικής. Δεν είναι όλοι μπλεγμένοι σε αυτό, δεν είναι όλοι σύμφωνοι. Απλώς, παρακολουθώντας τους εθισμένους στην ηρωίνη να ανεβαίνουν στο Μενίδι με τα λεωφορεία Α10 και Β10, κοιτάζοντας ορισμένα πολυτελή σπίτια, που συνορεύουν με καταυλισμούς, βλέποντας BMW με φυμέ τζάμια και στερεοφωνικό με ήχο πιο δυνατό απ’ ό,τι επιτρέπει η φυσιολογική ακουστική, ψιθυρίζουν ιστορίες για ένα ελικόπτερο που πριν από λίγο προσγειώθηκε (με άδεια από τον δήμο) για να φέρει τον γαμπρό σε έναν γάμο ενός «δραστήριου επιχειρηματία» του δήμου και άλλες για τη φημολογούμενη βοήθεια κάποιων εμπόρων προς στην Αστυνομία για την καταστολή εξεγέρσεων, όπως την πρόσφατη που ακολούθησε τον θάνατο της μικρής Ερρικας.
Στην πίσω αυλή της Αθήνας, μόλις 11 χιλιόμετρα από το κέντρο της, κανείς δεν μιλάει για την κρίση. Η οικονομία με την έννοια της καριέρας, της καθημερινής δουλειάς, του συστήματος δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανέναν. Καθένας έχει την καταγγελία του. Κάποιες είναι σωστές, κάποιες εντάσσονται στο πλαίσιο «πού είναι το κράτος;». Οι ηλικιωμένες γυναίκες της οδού Εφηβείας, εκεί όπου η μία κάνει βεντούζες στην άλλη, μιλάνε για το μίσος ανάμεσα στις διαφορετικές φυλές. Οι κάτοικοι του «Κολωνακίου», μιας περιοχής με μάλλον ειρωνικό προς την πραγματικότητα όνομα, δυτικά του Μενιδίου, διαμαρτύρονται για το ποτάμι που περνάει δίπλα στα σπίτια τους, δεν πρόκειται να καθαριστεί ποτέ από τους Atenistas και όποτε βρέχει μπαίνει στα σπίτια τους και ενίοτε παρασύρει τα παιδιά τους. Κάποιοι άλλοι ζητούν δουλειά, καθισμένοι σε ένα γεμάτο με συγγενείς σαλόνι, φωτισμένο με κλεμμένο από την κολόνα της ΔΕΗ ρεύμα. Ορισμένοι άλλοι απλώς ζητούν τρόφιμα. «Κανείς δεν θα πεθάνει της πείνας» λέει ο Κωνσταντίνος, που δηλώνει περήφανος Ρομά, ενταγμένος στο κοινωνικό σύνολο. «Ολοι έχουμε τον τρόπο μας».
Ολα είναι κύκλος. Και όλα εξαρτώνται από την έλλειψη παιδείας. Την ώρα που καταρρέει το σύμπαν, κανείς δεν θα δώσει πραγματική σημασία στους ούτως ή άλλως αυτάρκεις και περιθωριακούς με τον περίεργο τρόπο τους Ρομά. Κάποιοι θα προσπαθήσουν να ενταχθούν, κάποιοι άλλοι θα παρασιτούν, ορισμένοι απλώς θα γκρινιάζουν, άλλοι θα λερώνουν τα χέρια τους και η οδός Λήθης θα παραμείνει ένα υπέροχα ποιητικό τοπωνύμιο για μια εκνευριστικά ωμή αλήθεια. Τελικά, όλα καλύπτονται από αυτήν, ακόμη και αν στις αρχές του 2011 ένα επτάχρονο κορίτσι πεθάνει σε έναν λασπωμένο δρόμο με το τρίγωνο για τα κάλαντα στα χέρια, ένα απόγευμα, κάπου στο Μενίδι.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 536, σελ. 26-31, 23/01/2011.
Πηγή: Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου