Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Θεώνη Κουφονικολάκου: Μιλώντας με τη Συνηγόρο του Παιδιού – “Όχι στη σιωπή, όχι στα στερεότυπα”

Σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να επιβάλλει ρόλους, να ορίζει υποχρεώσεις και να σιωπά μπροστά στις ανάγκες των παιδιών, η φωνή της Θεώνης Κουφονικολάκου, Συνηγόρου του Παιδιού, έρχεται να υπενθυμίσει με καθαρότητα, ευαισθησία και αποφασιστικότητα ποια είναι τα πραγματικά διακυβεύματα.

Μιλώντας με προσωπική ειλικρίνεια και θεσμική γνώση, θίγει ζητήματα όπως οι κοινωνικές πιέσεις προς τις γυναίκες για τεκνοποίηση, η ψευδαίσθηση της multitasking «υπεργυναίκας», η αποσπασματική και ανεπαρκής παιδική προστασία, η εκπαιδευτική ανισότητα και –κυρίως– η απουσία της παιδικής φωνής από τον δημόσιο διάλογο.

Μέσα από τις σκέψεις της, αναδεικνύεται με έμφαση ότι τα παιδιά δεν χρειάζονται μόνο φροντίδα, αλλά ακρόαση και ουσιαστική υποστήριξη. Και πως η ισότητα, η ελευθερία και η αλήθεια ξεκινούν όταν επιτρέπουμε σε κάθε άνθρωπο –είτε παιδί, είτε γυναίκα, είτε επαγγελματία– να είναι αυτός που είναι, όχι αυτός που περιμένουν οι άλλοι να είναι.

Ποια ήταν η πιο καθοριστική στιγμή ή απόφαση που σας οδήγησε στο σημείο που βρίσκεστε σήμερα; Υπήρξε κάποιο άνοιγμα ή στροφή που σας έκανε να δείτε τα πράγματα διαφορετικά στην πορεία σας;

Σε επίπεδο βαθιά προσωπικό οι αλλαγές είναι (βασανιστικά) αργές και δεν σχετίζονται με μία καθοριστική στιγμή ή με έναν από μηχανής θεό τις δύσκολες ώρες. Υπήρξαν όμως πολλές σημαντικές στιγμές που, κόντρα στους βαθιά εδραιωμένους φόβους μου, έκανα την υπέρβαση. Διάλεξα δηλαδή να πειραματιστώ, να παίξω και να ανακαλύψω, κερδίζοντας για λίγο την αναμέτρησή μου με το «θηρίο» της εσωτερικής ή εξωτερικής κριτικής.

Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η αντίληψη ότι μια γυναίκα πρέπει ή οφείλει να γίνει μητέρα ιδιαίτερα εάν μιλάει για παιδιά… Τι γνώμη έχετε γι’αυτό;

Όπως ανέφερα πρόσφατα και σε ανάρτησή μου σχετικά τα παιδιά είναι υπέροχα. Και είναι μαγικό όταν έρχονται στην ζωή μας και υπάρχει γνήσια επιθυμία να τα υποδεχθούμε και να τα φροντίσουμε, να τα ακούσουμε και να μάθουμε από αυτά, να τα δούμε να μεγαλώνουν και να ανακαλύπτουν εξερευνώντας τους δικούς τους μοναδικούς δρόμους. Μόνο τότε. Όχι επειδή μεγαλώσαμε και μας λένε στο δρόμο «πότε θα κάνεις παιδιά, άργησες» ούτε επειδή υπάρχει υπογεννητικότητα στη χώρα και ο πληθυσμός μειώνεται, ούτε πολύ περισσότερο επειδή η γυναίκα ολοκληρώνεται όταν αποκτήσει παιδί (μια και αυτό είναι από τα ιδιαίτερα διαδεδομένα ψέματα).

Ωστόσο για να μιλήσει κανείς για τα παιδιά, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η εμπειρία αποτελεί προϋπόθεση, που δεν είναι έτσι, δεν θα χρειαζόταν εκείνη της γονικής σχέσης αλλά καθαυτής της παιδικής ηλικίας, της μνήμης δηλαδή και του αναστοχασμού γύρω απ’ τα παιδικά βιώματα. Εννοώ ότι αυτοί που εξετάζουν την παιδική ηλικία μόνο ή ιδίως υπό το πρίσμα της γονικής μέριμνας, παραβλέπουν ότι, εκ των πραγμάτων, αυτό διαφοροποιείται πολύ από την οπτική και τις ανάγκες του ίδιου του παιδιού και δεύτερον ότι συχνά ελλοχεύει σύγκρουση μεταξύ συμφερόντων γονέων και παιδιών. Άρα «άντε κάνε ένα παιδί» για να μιλήσεις για τα παιδιά, σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου η οπτική του παιδιού αλλά μόνο εκείνη του γονέα. Επιπλέον, η εμπειρία ως προϋπόθεση, όλως τυχαίως ζητείται μόνο από τις γυναίκες. Κανείς δεν περιμένει στα σοβαρά οι γυναικολόγοι να έχουν την εμπειρία του γυναικείου σώματος ή οι δικηγόροι που αναλαμβάνουν υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας να έχουν την εμπειρία της κακοποίησης.

Είναι τέλος σημαντικό να καταλάβουμε ότι οι θιασώτες του δημογραφικού κατ’αρχήν δεν αγαπούν τα παιδιά ως υποκείμενα δικαιωμάτων. Υπάρχει μία εργαλειακή διάστασή τους στο λόγο τους, μία αναπόφευκτη αντικειμενοποίηση του παιδιού όταν πρέπει να γεννηθεί ώστε να υπάρχει στο μέλλον ως χρήσιμος πολίτης και να αποτελέσει ένεση «εθνικού αίματος». Συνήθως μάλιστα αυτοί που υποστηρίζουν με πάθος την τεκνοποίηση -πέρα από το να αμφισβητούν το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει για το σώμα της- αμφισβητούν και το δικαίωμα των παιδιών στην κοινωνική συμμετοχή και την ελεύθερη έκφραση, υπερασπιζόμενοι κάποια ιεραρχία που χάνεται κατά την επέλαση νέων σκοτεινών ηθών και πρέπει να την κρατήσουμε πάση θυσία ζωντανή.

Άλλο λοιπόν αγαπώ τα παιδιά, τα ακούω, τα σέβομαι γι’αυτό που είναι -και όχι γι’αυτό που επιθυμώ να γίνουν- τα προστατεύω και τα υποστηρίζω κρατώντας τα σταθερά και με συνέπεια και άλλο πιέζω τις γυναίκες για τεκνοποίηση.

Η έννοια του “multitasking” είναι συχνά το σήμα κατατεθέν της σύγχρονης γυναίκας. Εσείς, πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε ρόλους/διαφορετικά καθήκοντα χωρίς να χάνετε την ουσία;

Δεν ξέρω αν τα καταφέρνω σε αυτό. Ενδέχεται πράγματι να προκύπτει ότι οι γυναίκες μπορούν σε έναν βαθμό να επιτελούν συγχρόνως διαφορετικούς ρόλους (να είναι μητέρες, επαγγελματίες κ.λπ.), αλλά αυτό για εμένα συνδέεται πολιτισμικά με τις απαιτήσεις που έχουμε από αυτές. Δηλαδή σχετίζεται και με τον εγκλωβισμό μας στην οικονομία της μέγιστης απόδοσης και της χρησιμότητας. Επομένως η διάχυτη κοινωνικά προσδοκία να είμαστε εξαιρετικές σε πολλά παράλληλα καθήκοντα, νομίζω πως είναι σκληρή και πλασματική. Είναι σημαντική η συμφιλίωση με το νομικό αξίωμα «κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα» ώστε να προστατευθούμε από πολλαπλές ματαιώσεις και την συχνή επίδειξη αυστηρότητας προς τον εαυτό μας. Όταν ασχολείσαι λοιπόν με έναν τομέα της ζωής σου και είσαι ψυχικά και συναισθηματικά δοσμένη σε αυτόν, είναι δύσκολο να αποδώσεις και στους άλλους τομείς το ίδιο καλά.

Και αυτό είναι ok.

Το θέμα εν ολίγοις δεν είναι να καταπλακώσουμε τις γυναίκες με ψευδείς αναπαραστάσεις της τελειότητας και της ευτυχίας, όπως στις αμερικάνικες διαφημίσεις της δεκαετίας του ’50, αλλά να τις διαβεβαιώσουμε ότι είναι πραγματικά ελεύθερες να εκφραστούν και να επιλέξουν το ή τα πεδία δραστηριοποίησής τους.

Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα παιδιά στην Ελλάδα; Πιστεύετε ότι η φωνή των παιδιών ακούγεται ουσιαστικά στον δημόσιο διάλογο;

Πρώτα απ’ όλα η χώρα μας δεν έχει σύστημα παιδικής προστασίας και υποστήριξης των οικογενειών. Πρόκειται για ένα κατ’ ευφημισμό σύστημα στο οποίο οι υπηρεσίες, οι φορείς, τα υπουργεία δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν υπάρχει συντονισμός στη βάση μίας θεσμοθετημένης πολιτικής για τα δικαιώματα του παιδιού, ενώ δεν υπάρχει ούτε στρατηγική με αξιόπιστους δείκτες για την παρακολούθηση των στόχων. Οι υπηρεσίες του πεδίου (κοινωνικές, υγείας, επιμελητές ανηλίκων, εισαγγελίες) δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό, ούτε έχει εξασφαλιστεί συστηματική εκπαίδευση και επιστημονική εποπτεία για τους επαγγελματίες. Οι δε κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων, αρμόδιες μεταξύ άλλων για τη διερεύνηση περιστατικών κακοποίησης και την υποστήριξη/παρακολούθηση των οικογενειών δεν έχουν ούτε επαρκές προσωπικό, ούτε θεσμοθετημένα πρωτόκολλα ενεργειών, ούτε καν καθηκοντολόγια. Ο κάθε δήμος χειρίζεται τις υποθέσεις αυτές όπως νομίζει καλύτερα και έτσι έχουμε και πλήθος ανομοιογενών πρακτικών.

Έτσι συχνά παραβιάζεται το δικαίωμα των παιδιών σε προστασία από βία κάθε μορφής, αφού τα αντανακλαστικά της πρόληψης, έγκαιρης αναγνώρισης και θεραπείας σε εθνικό επίπεδο είναι αδύναμα. Υπάρχουν περιπτώσεις που η αρμόδια Ομάδα Προστασίας Ανηλίκων πραγματοποιεί έρευνα συνθηκών διαβίωσης ενάμιση χρόνο μετά την αναφορά, εξαιτίας της υποστελέχωσης και του φόρτου. Τι συμβαίνει στο μεταξύ; Ποιος υποστηρίζει σε βάθος χρόνου την οικογένεια ώστε να αποκαταστήσει τις ισορροπίες και να ανταποκριθεί στη φροντίδα των παιδιών; Και ποιος ακούει τα ίδια τα παιδιά;

Υπάρχουν σοβαρά κενά και στο σκέλος της προστασίας των ανηλίκων από δευτερογενή θυματοποίηση. Τα παιδιά υποβάλλονται σε πολλαπλές καταθέσεις στο πλαίσιο της δικανικής εξέτασης -καθώς δεν λειτουργούν εξειδικευμένα για το σκοπό αυτό «Σπίτια του Παιδιού» σε όλη την Ελλάδα– και επανατραυματίζονται με αποτέλεσμα ενίοτε, να παγιδεύονται στη συνθήκη της θυματοποίησης αδυνατώντας να ξανασταθούν στα πόδια τους. Επιπρόσθετα, το σύστημα εξω-οικογενειακής φροντίδας στη χώρα μας εξακολουθεί να στηρίζεται στα ιδρύματα -καθώς η αναδοχή δεν υλοποιείται ολοκληρωμένα- για τα οποία επανειλημμένα ο Συνήγορος έχει τονίσει ότι αποτελούν μία μορφή συστημικής κακοποίησης των παιδιών που απομακρύνονται από την οικογένειά τους. Τέλος, πρόβλημα υπάρχει και με τον στιγματισμό των παιδιών που έχουν βιώσει ή εμπλακεί σε περιστατικά βίας λόγω της έκθεσης δεδομένων τους από τα ΜΜΕ. Είναι συχνές οι περιπτώσεις που διαρρέουν στοιχεία που επιτρέπουν την ταυτοποίηση των ανηλίκων από τον κοινωνικό τους περίγυρο ή ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την κακοποίησή τους, και μάλιστα σε επανάληψη, γεγονός που, εκτός από αντίθετο στη νομοθεσία, είναι επίπονο και καταστροφικό για την ανάρρωσή τους,

Από τα ΜΜΕ όμως έχει καλλιεργηθεί και το αφήγημα των «παραβατικών παιδιών» τροφοδοτώντας έτσι μια ιδιότυπη θεσμική αμφιθυμία και φόβο προς την εφηβεία. Εμείς τονίζουμε ότι δεν υπάρχουν επικίνδυνα παιδιά αλλά μόνο παιδιά σε κίνδυνο, των οποίων οι ανάγκες πρέπει να αξιολογηθούν και να απαντηθούν. Ωστόσο, μέχρι στιγμής στα προβλήματα της βίας που εκδηλώνεται από τα παιδιά, η πολιτεία δεν έχει απαντήσει με ενίσχυση των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ή των υπηρεσιών πρόληψης, αλλά με αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας. Η ενδεικτική διεύρυνση των περιπτώσεων εγκλεισμού των ανηλίκων σε σωφρονιστικά καταστήματα μέσω της τροποποίησης του άρθρου 127 ΠΚ, που έχει οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ανήλικων κρατουμένων σε απαράδεκτες και επικίνδυνες συνθήκες, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει πολλά παιδιά σε πλήρη αποδυνάμωση και υποτροπή. Είναι εξάλλου μια λογική που παρεκκλίνει απολύτως από την βασική αρχή του ποινικού δικαίου των ανηλίκων, που είναι η αγωγή αντί της τιμωρίας με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του κάθε παιδιού.

Στον άλλο μεγάλο πυλώνα των δικαιωμάτων του παιδιού, που είναι η Εκπαίδευση, αφενός υπάρχει ένα πρόγραμμα δυσανάλογα εστιασμένο στην απόκτηση γνώσεων σε μία φρενήρη κούρσα προς τις πανελλαδικές απ’ την οποία τα πιο ευάλωτα παιδιά θα μείνουν εκτός, αφετέρου φαίνεται ότι υπάρχουν σοβαρά ελλείμματα εμπιστοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι αποτελεσματική ούτε στο σκέλος της μάθησης αφού η Ελλάδα σκοράρει πολύ χαμηλά και στο σύστημα αξιολόγησης PISA του ΟΟΣΑ. Και αυτό είναι λογικό, αφού τα παιδιά χρειάζονται τις ουσιαστικές παιδαγωγικές σχέσεις και το πειραματικό ψηλάφισμα για να αναπτύξουν κριτική σκέψη και γνωστικές δεξιότητες.

Επιπλέον, τα παιδιά δεν συμμετέχουν ενεργά στη σχολική καθημερινότητα, δεν ακούγονται όσο και όπως πρέπει και δεν ενδυναμώνονται στα δικαιώματά τους από μικρή ηλικία με τρόπο συστηματικό. Συνολικά το σύγχρονο σχολείο δεν εστιάζει στην ανάπτυξη των σχέσεων και την ενίσχυση της ομαδικής συνεργασίας αλλά σε μία ανταγωνιστική εντελώς μοναχική πορεία προς μία στρεβλά εννοούμενη αριστεία. Στην ίδια κατηγορία των προβλημάτων θα μπορούσε τοποθετηθεί το αξιοσημείωτα χαμηλό ποσοστό δημοσίων δαπανών για την ελληνική εκπαίδευση. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με τη χαμηλότερη αναλογία Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)-δαπανών στον συγκεκριμένο τομέα. Αυτό επηρεάζει την καθημερινότητα στο πεδίο καθώς επαγγελματίες αναλαμβάνουν καθήκοντα αργότερα μέσα στη σχολική χρονιά, εναλλάσσονται ανά έτος χωρίς να προλαβαίνουν να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις με τα παιδιά, παρατηρούνται ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς, ενώ εξάλλου οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί/ές λειτουργοί αναλαμβάνουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, 5 σχολεία ο καθένας/η καθεμία με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν.

Σε αυτό το «τοπίο» τα παιδιά αντιμετωπίζουν πλήθος παραβιάσεων. Διακρίσεις, κυρίως δια της παράλειψης, αφού ευάλωτοι μαθητές/μαθήτριες καλούνται να ακολουθήσουν την ίδια πορεία, χωρίς επαρκή πλαισίωση και ενθάρρυνση. Παιδιά των οποίων οι οικογένειες δεν μπορούν να πληρώσουν φροντιστήριο, που δεν έχουν συστηματική ενθάρρυνση από τους γονείς τους, που έχουν διαφορετικό εθνικό προφίλ, παιδιά με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες κ.λπ. θα βιώσουν πολλαπλές διακρίσεις που δυστυχώς θα τα ακολουθήσουν στον ενήλικο βίο τους. Σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση είναι ασφαλώς και τα παιδιά Ρομά που δύσκολα θα ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση και σπανιότερα θα ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργεί το γεγονός ότι η πολιτεία δεν συλλέγει στοιχεία για τη σχολική διαρροή τα τελευταία χρόνια.

Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημά σας, ασφαλώς και δεν ακούγονται τα παιδιά στον δημόσιο διάλογο. Παρότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση, σύμφωνα με την αρμόδια Επιτροπή του ΟΗΕ, για την αξιολόγηση του συμφέροντός τους τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και σε συλλογικό για κάθε απόφαση που έχει επίδραση στη ζωή τους. Εν ολίγοις θα έπρεπε για κάθε μεταρρύθμιση, διάταξη, κανονιστική πράξη, παρέμβαση που επηρεάζει τον πληθυσμό των ανηλίκων έστω και έμμεσα να προηγείται διαβούλευση μαζί τους.

Τα παιδιά ωστόσο προβάλλονται συχνά στα ΜΜΕ κυρίως με την ιδιότητα του θύτη ή του θύματος. Η αναπαράσταση του παιδιού που είναι υποκείμενο δικαιωμάτων εκφραστής κοινωνικής, πολιτικής, καλλιτεχνικής κουλτούρας, απουσιάζει. Πόσες φορές έχετε δει συναντήσεις Υπουργών με εκπροσώπους μαθητικών κοινοτήτων;. Πόσο συχνά έχετε παρατηρήσει μαθητικά συμβούλια να συμμετέχουν πλήρως στα σχολικά δρώμενα και όχι μόνο για τη διοργάνωση εκδρομών; Και πόσο σύνηθες είναι τα μέλη της σχολικής κοινότητας (γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθήτριες/μαθητές) να συνεργάζονται ουσιαστικά και δημοκρατικά για την κατάρτιση του σχολικού κανονισμού;

Το άρθρο 12 δεν είναι μία διακηρυκτικού χαρακτήρα αφηρημένη δέσμευση αλλά επιτακτική ανάγκη. Η υλοποίησή του στο σπίτι, στο σχολείο και στην κοινότητα είναι απαραίτητη ώστε να ενδυναμώσουμε τα παιδιά, να τα βοηθήσουμε να ανακαλύψουν τις μοναδικές τους δεξιότητες, να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση και σταδιακό έλεγχο των επιλογών τους, σεβασμό για τη γνώμη των άλλων και κυρίως μια αίσθηση εμπιστοσύνης απέναντι στους ενηλίκους. Η εφαρμογή του είναι και ο μόνος τρόπος να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να μας εκμυστηρευτούν το τραύμα ή την κακοποίησή τους. Τέλος, δεν θέλω να ξεχνάμε ότι -πέρα απ’ όλα αυτά- και τα παιδιά έχουν δικαίωμα να αξιολογούν την ποιότητα των υπηρεσιών που τους παρέχουμε και θα έπρεπε ήδη να έχουμε εξασφαλίσει σχετικές διαδικασίες.

Πώς παρεμβαίνει ο Συνήγορος του Παιδιού για την αντιμετώπισή τους;

Με ποιους τρόπους ενθαρρύνετε τη συμμετοχή των παιδιών στις διαδικασίες που αφορούν τα δικαιώματά τους;

Διευκρινίζω ότι με τον όρο «Συνήγορος του Παιδιού» εννοούμε την ολιγομελή διεπιστημονική ομάδα του Συνηγόρου του Πολίτη που συγκροτήθηκε το 2003 και έχει ως αποστολή της, την προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων των παιδιών. Στο πλαίσιο αυτό ο Συνήγορος:

• Κατ’ αρχάς παρεμβαίνει σε ατομικές υποθέσεις παραβιάσεων δικαιωμάτων του παιδιού, μετά από αναφορά ή αυτεπάγγελτα, είτε αυτές αφορούν το κράτος, είτε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η αναφορά μπορεί να υποβληθεί σε εμάς από οποιονδήποτε έχει άμεση αντίληψη παραβίασης δικαιώματος παιδιού. Και τα ίδια τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν αναφορά στον Συνήγορο και μάλιστα χωρίς την προϋπόθεση της γονικής συναίνεσης. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι η Αρχή δραστηριοποιείται σε όλο το εύρος των δικαιωμάτων της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΔΣΔΠ), επομένως και σε εκείνα που σχετίζονται με την προστασία του παιδιού (από κακοποίηση, εκμετάλλευση, παραμέληση κ.ά.) και σε αυτά που αφορούν τις παροχές προς τις οικογένειες και τα ίδια τα παιδιά (επιδόματα, διασφάλιση επιπέδου διαβίωσης, κοινωνική ασφάλιση κ.ά.) αλλά και στα δικαιώματα συμμετοχής των παιδιών σε όλα τα θέματα που τα επηρεάζουν.

• Ασκεί θεσμική πίεση (συνηγορία), ώστε το νομοθετικό πλαίσιο και η διοικητική πρακτική να προσαρμοστούν στις επιταγές της ΔΣΔΠ, τα δικαιώματα του παιδιού να προτεραιοποιηθούν και να λαμβάνονται συστηματικά υπόψη στη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.

• Προσπαθεί να κάνει γνωστά τα δικαιώματα του παιδιού με δράσεις και επισκέψεις σε σχολεία και αλλού, κατά τις οποίες ακούει προσεκτικά τις απόψεις και τους προβληματισμούς των ίδιων των παιδιών. Επισκέπτεται μάλιστα σχολεία σχεδόν κάθε εβδομάδα και συνομιλεί με τους μαθητές/μαθήτριες και τους εκπαιδευτικούς στη βάση των αναγκών τους.

• Διαβουλεύεται, όπως οφείλει με τα παιδιά. Συγκροτεί σχεδόν κάθε χρόνο Ομάδα Εφήβων Συμβούλων η οποία τροφοδοτεί την Αρχή με συστάσεις και παρατηρήσεις σε ποικίλες θεματικές.

• Πραγματοποιεί αυτοψίες, δηλαδή επιτόπιους ελέγχους, σε χώρους όπου διαβιούν ή δραστηριοποιούνται παιδιά (σωφρονιστικά καταστήματα, κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης, κλειστές ελεγχόμενες δομές, ιδρύματα κ.α.) ώστε έγκαιρα να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους.

• Υλοποιεί επιμορφώσεις εκπαιδευτικών και επαγγελματιών σε όλο το φάσμα των δικαιωμάτων του παιδιού.

• Δημοσιεύει εκθέσεις για την ενημέρωση του κοινού και την ευαισθητοποίηση ως προς τα θέματα της ΔΣΔΠ.

• Λειτουργεί τηλεφωνική γραμμή για γονείς, επαγγελματίες και ανηλίκους που θέλουν να συζητήσουν τους προβληματισμούς και να απευθύνουν τις απορίες τους.

• Ενημερώνει περιοδικά την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ ως προς την πρόοδο που σημειώνει η χώρα ή τα προσκόμματα που παρατηρούνται, σε σχέση με την εφαρμογή της ΔΣΔΠ.

• Συγκροτεί και συντονίζει δίκτυα δημοσίων και ιδιωτικών φορέων για το συντονισμό δράσεων συνηγορίας, τη συλλογή δευτερογενών δεδομένων από το πεδίο κ.α..

• Συμμετέχει ενεργά στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συνηγόρων του Παιδιού (European Network of Ombudspersons for Children-ENOC ).

Στις πρόσφατες θεσμικές παρεμβάσεις του Συνηγόρου, συγκαταλέγονται η νομοθετική κατοχύρωση της νομικής προστασίας επαγγελματιών (εκπαιδευτικών, κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων κ.ά.) που αναφέρουν στις διωκτικές αρχές ενδοοικογενειακή βία σε βάρος ανηλίκου, από δίωξη, αγωγή, απόλυση ή άλλη δυσμενή μεταχείριση, η εξασφάλιση της επαφής των μαθητριών/μαθητών με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς χωρίς την προϋπόθεση της γονικής συναίνεσης, η απεύθυνση συστάσεων για την άρση πρακτικών αποκλεισμού παιδιών με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες από τα ιδιωτικά σχολεία κ.ά..

Πώς αξιολογείτε την κατάσταση στα σχολεία σε σχέση με τον σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών; Υπάρχουν τομείς που χρειάζονται άμεση βελτίωση;

Κατά τη γνώμη μου χρήζει συνολικής επανεξέτασης το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών που, όπως ήδη είπα, φαίνεται να εστιάζει δυσανάλογα στην απόκτηση γνώσεων μη καταλείποντας επαρκή χρόνο για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και δεξιοτήτων που σχετίζονται με την αλληλεπίδραση, το διάλογο και την εμπειρική εξοικείωση με δημοκρατικές διαδικασίες, καθώς και με τη φύση και το περιεχόμενο των κανόνων, γεγονός που εντείνει και τις επιθετικές συμπεριφορές και τα ελλείμματα εμπιστοσύνης μέσα στο σχολείο. Συνολικά, η ενδυνάμωση των μαθητριών και μαθητών και η ενίσχυση του σεβασμού έχουν τεθεί στο περιθώριο αυτού που γίνεται αντιληπτό ως «κανονικό πρόγραμμα» του σχολείου.

Ο Συνήγορος, πολλά χρόνια τώρα, υπερασπίζεται τις αξίες του δημοκρατικού σχολείου, που περιστρέφεται γύρω από το μαθητή/τη μαθήτρια μέλος της κοινότητας, τον/την καλεί να συμμετέχει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και προσαρμόζεται στις ανάγκες του/της. Αυτό το σχολείο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως είναι η δημοκρατική σχολική διοίκηση, η κατάρτιση σχολικών κανονισμών με ευρεία και ουσιαστική διαβούλευση, η σχολική διαμεσολάβηση, η ουσιαστική λειτουργία των μαθητικών συμβουλίων, η συμμετοχή των παιδιών στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καθώς και η συστηματική, συνεκτική και βιωματική εκπαίδευση των παιδιών στα ανθρώπινα δικαιώματα από επιμορφωμένους για το σκοπό αυτό επαγγελματίες από τις πρώτες τάξεις του σχολείου έως και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με κυρίως άξονα την ίδια τη συμμετοχή των παιδιών στις διαδικασίες αυτές.

Η εκπαίδευση στα δικαιώματα θα ̟πρέπει να ̟περιλαμβάνει ευαισθητοποίηση των μαθητών/τριών για όλο το φάσμα των δικαιωμάτων, όπως ̟προβλέπονται από τις διεθνείς συμβάσεις και την εθνική νομοθεσία, και εκπαίδευσή τους στην αποδόμηση έμφυλων στερεοτύπων, στο σεβασμό της διαφορετικότητας, στην αποφυγή του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της οµοφοβίας, στην επίλυση συγκρούσεων και στη διαμεσολάβηση. Εδώ ωστόσο σημειώνεται ότι επί μέρους βραχύβια προγράμματα και δράσεις δεν υπηρετούν το σκοπό. Τόσο τα εργαστήρια δεξιοτήτων, που διαπιστώνεται ότι έχουν θετικά αποτελέσματα και είναι στη σωστή κατεύθυνση, όσο και άλλα προγράμματα, που κατά καιρούς εφαρμόζονται στις σχολικές μονάδες, έχουν αποσπασματικό και βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Ειδικά τα εργαστήρια δεξιοτήτων προσφέρουν μία τράπεζα επιλογών για τους εκπαιδευτικούς, που όμως δεν εγγυάται την υλοποίηση των ίδιων ή συναφών προγραμμάτων σε όλα τα σχολεία και τις τάξεις/βαθμίδες. Ιδίως στο σκέλος της ανάπτυξης του σεβασμού για τα παιδιά και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση και διαχείριση της έντασης και της βίας, οι πρωτοβουλίες θα πρέπει, κατά την εκτίμηση του Συνηγόρου, να διέπονται από καθολικότητα, συνοχή και συστηματικότητα.

Είναι πολύ σημαντικό επίσης να εξασφαλίσουμε περισσότερες ώρες ενασχόλησης με καλλιτεχνικές δραστηριότητες που βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν σημαντικές δεξιότητες και να εκφραστούν, καθώς και με τα κρίσιμα ζητήματα πολιτικής παιδείας. Εδώ να αναφέρουμε και την απόφαση 1972/2022 του ΣτΕ που έκρινε μη νόμιμη την υπουργική απόφαση που περιόρισε ή κατήργησε τη διδασκαλία των μαθημάτων γενικής παιδείας «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου και «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία» στη Β´ Λυκείου, καθώς κρίθηκε ότι αυτή αφίστανται από τις εκτιμήσεις του νομοθέτη.

Τέλος, επαναλαμβάνω κι εδώ, ότι είναι επιτακτική η ανάγκη εισαγωγής ενός συνεκτικού συμπεριληπτικού μαθήματος σεξουαλικής αγωγής στα ελληνικά σχολεία. Ένα τέτοιο μάθημα, εστιάζει στα ζητήματα σεβασμού στις σχέσεις, προστασίας στο σύγχρονο κοινωνικό και ψηφιακό περιβάλλον, αποδόμησης έμφυλων επιζήμιων στερεοτύπων και, στην κατάλληλη ηλικία, σε θέματα αναπαραγωγικής υγείας για την ασφάλεια των παιδιών. Η σεξουαλική αγωγή αναμένεται να παίξει κομβικό ρόλο και στην πρόληψη και έγκαιρη αναγνώριση της σεξουαλικής κακοποίησης σε βάρος των παιδιών, δεδομένου ότι είναι κρίσιμη η ενημέρωση των ανηλίκων ως προς τα όρια του σώματός τους και τις ανάρμοστες συμπεριφορές, αλλά και τους διαθέσιμους και αξιόπιστους μηχανισμούς αναφοράς, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι, σε συντριπτικό ποσοστό, οι θύτες της σεξουαλικής κακοποίησης είναι πρόσωπα οικεία και συχνά «μεταμφιέζουν» την διάθεση κακοποίησης σε έκφραση αγάπης και τρυφερότητας.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε αντιμετωπίσει μέχρι τώρα στη θητεία σας ως Συνήγορος του Παιδιού και πώς την αντιμετωπίσατε;

Νομίζω η σοβαρότερη ματαίωση τόσο για εμένα όσο και για τις συναδέλφους μου είναι η αδιαφορία. Υπάρχουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Υπάρχει για παράδειγμα η δυνατότητα διασύνδεσης των υπηρεσιών του πεδίου και εξασφάλισης κεντρικού συντονισμού και εποπτείας. Υπάρχει το περιθώριο εκπόνησης συγκροτημένης στρατηγικής σε διαβούλευση με τα παιδιά. Υπάρχει η εναλλακτική παροχής οδηγιών και εξασφάλισης χρόνου και χώρου για μεγαλύτερη συνεργασία με παιδιά και γονείς στις σχολικές μονάδες. Και βέβαια υπάρχουν πάντα τα μέτρα ενίσχυσης της αναδοχής που ως σύστημα, στοιχίζει σημαντικά λιγότερο απ’ τα ιδρύματα, αλλά στην Ελλάδα είναι καθηλωμένη σε νηπιακό στάδιο ανάπτυξης. Είναι στενάχωρο ότι δεν γίνονται αυτά τα αναγκαία βήματα.

Αυτές τις συνεχείς προκλήσεις τις αντιμετωπίζουμε ως ομάδα με επιμονή και μεθοδικότητα. Επαναφέρουμε συστηματικά τις προτάσεις, παρακολουθούμε την υλοποίηση των μέτρων που προτείνουμε, τροφοδοτούμε δίκτυα συνεργασίας για την προώθηση αυτών των στόχων, μέχρι να τους πετύχουμε.

Ως γυναίκα σε μια θέση ευθύνης, ποια εμπόδια ή προκαταλήψεις έχετε συναντήσει και πώς τα ξεπεράσατε;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Ήμουν πάντα σε τέτοια ένταση και είχα τέτοια ορμή να αποδείξω την αξία μου, που ξέχασα να σταματήσω και να παρατηρήσω τη στάση των άλλων προς εμένα. Ήταν με λίγα λόγια πολύ μεγαλύτερη η ανάγκη να ξεπεράσω τις δικές μου προκαταλήψεις σε βάρος μου. Και είναι αλήθεια, ότι έχω δει πολλές γυναίκες να ενδοβάλλουν τα έμφυλα στερεότυπα και να τα επιστρατεύουν κατά του ίδιου τους του εαυτού, αγωνιζόμενες συνεχώς να είναι καλύτερες για να είναι ίσες και, καμιά φορά, ενδίδοντας σε νοοτροπίες τύπου pick me girl. Νομίζω ότι το έχω κάνει και πολύ το μετανιώνω.

Τα τελευταία χρόνια που κατέκτησα λίγο, με πολύ κόπο, την τέχνη του να κοντοστέκομαι και να βλέπω τι γίνεται γύρω μου, έχω την τύχη να με περιβάλλουν στη δουλειά πολύ αξιόλογες συνάδελφοι, που δεν σταματούν στιγμή να επαναδιαπραγματεύονται τις βεβαιότητές τους και είναι εξαιρετικές στο να αποδομούν στερεότυπα κάθε είδους. Κι έτσι έχω το προνόμιο να αισθάνομαι πολύ ασφαλής στην ομάδα μας.

Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να ενισχυθεί ο ρόλος της γυναίκας στη δημόσια διοίκηση και στη λήψη αποφάσεων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο;

Πρώτον, με γενναιότητα. Η Ισλανδία πώς τα καταφέρνει τόσο καλύτερα; Με νόμο που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2018 έδωσε το μήνυμα ότι είναι παράνομο για οποιαδήποτε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, που απασχολεί πάνω από 25 άτομα, να αμείβει άνισα άντρες και γυναίκες αλλά συγχρόνως έχει ένα στιβαρό σύστημα προσχολικής αγωγής και φροντίδας υψηλής ποιότητας που επιτρέπει στις γυναίκες να είναι απερίσπαστες στα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Χωρίς ίσες ευκαιρίες στην αμοιβή και την υπηρεσιακή ανέλιξη είναι αστείο να μιλάμε για ισότητα.

Δεύτερον, με την αποδόμηση επιζήμιων έμφυλων στερεοτύπων ήδη από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης δια μέσω ενός μαθήματος σεξουαλικής αγωγής. Θέλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να ανακαλύψουν τα ταλέντα και τις δεξιότητές τους, να αμβλύνουν τους φόβους τους για τη διαφορετικότητα, χωρίς να εγκλωβίζονται σε έμφυλους ρόλους, που θέλουν ας πούμε τα αγόρια να είναι πιο αθλητικά και εξερευνητικά και τα κορίτσια να ασχολούνται με καλλυντικά. Κοιτάζοντας κανείς απλώς τα παιδικά παιχνίδια, τα χρώματα και τις ιδιότητες που αποδίδονται στα φύλα, μπορεί να καταλάβει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι αυτή η προβληματική ταξινόμηση. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι παρατηρούμε στα ελληνικά σχολεία μία άτακτη πολιτισμική οπισθοχώρηση σε αυτά τα ζητήματα και την εκ νέου επιθετική ανάδυση προβληματικών κυρίαρχων αναπαραστάσεων που τροφοδοτούνται και απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι οι όποιες παρεμβάσεις πρέπει να δρομολογηθούν γρήγορα ώστε να εξασφαλιστεί ότι προλαμβάνονται αποτελεσματικά και οι εκδηλώσεις έμφυλης βίας.

Τρίτον, όσο κι αν φαίνεται κουραστικό σε κάποιες και κάποιους, ο κυρίαρχος κοινωνικός λόγος που αναπαράγεται εν είδει συμβολικής βίας, προσπαθώντας να προκαθορίσει την αντίληψη των θηλυκοτήτων για τον εαυτό τους, το σώμα τους και τη θέση τους, πρέπει να κατονομάζεται και να περιθωριοποιείται αμέσως ως τέτοιος. Δεν πειράζει η πολιτική ορθότητα όπως διατείνονται κάποιοι. Πειράζει όμως η παντελής απουσία της και η συνεχής επανάληψη των προσβολών ως μέσο εμπέδωσης σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής.


Πηγή: infowoman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου