Το λεμονάτο κοτόπουλο μου έχει σπάσει τη μύτη. Το είχε ζητήσει η Μαρία από την προηγουμένη, είναι το αγαπημένο της φαγητό και το προτιμάει με ρύζι. Η γιαγιά δεν της χαλάει χατίρι. «Καλά, ε, την έχω κάνει τελείως καλομαθημένη», μου λέει κρυφοκοιτώντας το ρολόι, είναι ώρα να φανεί η μικρή από το σχολείο. «Οταν μεγάλωνε ο γιος μου δούλευα συνεχώς και δεν είχα χρόνο. Η Μαρία με έχει δική της όλο το 24ωρο. Ξυπνάει και της βάζω Βιβάλντι, χορεύουμε, συζητάμε. Την πηγαίνω στην ενόργανη, στα αγγλικά, στα πάρτι. Την αγαπάω πάρα πολύ».
Η Κατερίνα Αθανασιάδου γνώρισε τη Μαρία τυχαία πριν από έντεκα χρόνια στο πλατύσκαλο αυτής της πολυκατοικίας της Κυψέλης. Η μία ήταν στα 60, η άλλη μόλις 7 ημερών. Την είχε στο μάρσιπο η Σάντρα, η μαμά της, μετανάστρια από την Γκάνα που εργαζόταν ως καθαρίστρια κι ετοιμαζόταν να βγει για δουλειά. «Πού πας;», τη ρώτησε η κ. Αθανασιάδου με το θάρρος της γειτόνισσας που είναι παραπάνω από γειτόνισσα. Εκείνη της είχε βρει αυτό το μικρό διαμέρισμα να μείνει, εκείνη της το είχε εξοπλίσει, όπως έκανε για πολλές γυναίκες μετανάστριες που εκείνη την εποχή συνέρρεαν στη γειτονιά. Είχε μάλιστα ανοίξει έναν χώρο βοήθειας για όλους αυτούς τους ανθρώπους νοικιάζοντας το υπόγειο της πολυκατοικίας. Μαγείρευε, έκανε μαθήματα και λειτουργούσε και παιδότοπο για τους εργαζόμενους γονείς. Γιαγιά της Κυψέλης την έλεγαν.
«”Πού πας με το μπεμπέ στην πλάτη;”, ξαναρωτάω τη Σάντρα. “Στο Κολωνάκι να δουλέψω”, λέει στα αγγλικά. “Ελα, ρε Σάντρα”, της λέω, “φέρ’ το να το κρατήσω μέχρι να γυρίσεις”. “Yes, mum;”, ρωτάει. “Yes, mum”, της λέω. Παίρνω το μωρό και το ακουμπάω στο κρεβάτι μου. Το κοιτάω και παθαίνω κοκομπλόκο, που λέει και η Μαρία». Αμέσως παίρνει στο τηλέφωνο τον γιο της, τον Θάνο, στα 30 του τότε. «Ελα, είναι επείγον», του λέει. «Ο Θάνος δεν ήθελε παιδιά, είχε τα σκυλιά του, την ορειβασία του. Εμένα όλες οι φίλες μου είχαν γίνει γιαγιάδες και εγώ κάθε βράδυ που γυρνούσα σπίτι μόνη μου πάθαινα μελαγχολία. Από όλη αυτή τη βαβούρα του υπογείου έμενα στη σιωπή».
Οταν ο Θάνος έφθασε, η μητέρα του άρχισε να του εξηγεί. «”Θάνο”, του λέω, “εμένα μου έχει χτυπήσει το βιολογικό μου ρολόι, θέλω πάρα πολύ να γίνω γιαγιά. Τι λες, να ζητήσω στη Σάντρα να μείνουν μαζί μου και να γίνω λευκή γιαγιά αυτού του παιδιού;”». Ηθελε πρώτα από όλους να πάρει τη δική του ευχή, αλλά και να του πάρει μια υπόσχεση. «”Αν δεχθεί η μητέρα της, να ξέρεις ότι θα το μεγαλώσω όπως εσένα. Δεν θα είναι λιγότερο παιδί μου. Καταλαβαίνεις ότι αν πάθω κάτι, δεν θέλω να μείνει εκτεθειμένη. Θα είσαι από πίσω;”. “Φυσικά”, μου λέει, “σ’ το υπόσχομαι”». Οταν το βράδυ επέστρεψε η Σάντρα από τη δουλειά, την έβαλε κάτω και της μίλησε. «Δεν θέλω να σου πάρω το παιδί, της είπα. Εσύ είσαι η μητέρα του. Θέλω απλώς να το μεγαλώσω. Ελα να μείνουμε όλοι μαζί εδώ». Η Σάντρα δέχθηκε συγκινημένη. Μέχρι και σήμερα μένουν και οι τρεις μαζί. «Μαμά» τη φωνάζει η Σάντρα, «γιαγιά» η Μαρία.
Τα δύο σοκ
Η Κατερίνα είχε από πάντα μεγάλη αγάπη στα παιδιά. Το πρώτο σοκ της ζωής της ήρθε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να μείνει έγκυος. Η ευτυχία που ένιωσε όταν υιοθέτησαν με τον άνδρα της το παιδί τους το 1982 ήταν ασύγκριτη. Λίγο πάνω από 10 χρόνια αργότερα όμως ήρθε το δεύτερο σοκ της ζωής της. Εχασε τον άνδρα της από καρκίνο. «Εφυγε» σε έξι μήνες από τη διάγνωση. «Ξαφνικά μείναμε οι δυο μας και με μια επιχείρηση χωρίς καμία στήριξη», θυμάται. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν ανοίξει έναν παιδικό σταθμό στο Παλαιό Φάληρο, τα «Πεταλούδια». Πήγαινε πολύ καλά, αλλά μόνη δεν μπορούσε να συνεχίσει. «Τότε με βοήθησε πολύ η ψυχοθεραπεία. Πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου. Αποφάσισα ότι δεν θα ασχολούμαι με μικρότητες, ότι η ζωή είναι μόνο αγάπη και να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ ήσυχη». Πούλησε την επιχείρηση για να αφιερωθεί στο παιδί.
Με κάποια χρήματα που είχαν μείνει από τότε στην άκρη, όταν ο Θάνος τελείωσε τις σπουδές του (είναι παιδαγωγός – γυμναστής) άνοιξαν μαζί έναν παιδότοπο στην Κυψέλη. Τον έλεγαν «Μαμάδες και Μπαμπάδες». «Ηταν πολύ ωραίος, έριξα ό,τι είχα και δεν είχα από λεφτά μέσα, αλλά μας έπιασε η κρίση το 2011. Αρχίσαμε να μπαίνουμε μέσα. Είχα ένα οικόπεδο στην Αντίπαρο που μου το είχε κάνει δώρο ο άνδρας μου στον αρραβώνα μας. Το πούλησα για να ξεχρεώσω τα πάντα να μην αφήσω στον Θάνο φέσι».
Ηταν δύσκολα χρόνια, «το 2012 στην Κυψέλη υπήρχε πείνα», όπως λέει. Αλλά δεν μπορούσε να μην έχει παιδιά τριγύρω. Ανοιξε τότε εκείνο τον χώρο στο υπόγειο. Μια μέρα, κάποιος από τους ωφελούμενους της ανέφερε ότι μια ξαδέλφη του μόλις είχε φθάσει από την Γκάνα και χρειαζόταν βοήθεια. Είχε έρθει στην Ελλάδα για να μαζέψει χρήματα προκειμένου να σπουδάσει τα τρία παιδιά της πίσω στην πατρίδα, αλλά ένας πατριώτης της την είχε αφήσει έγκυο. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Τον πρώτο καιρό η Σάντρα δούλευε εσωτερική, με αποτέλεσμα να λείπει για ημέρες από το σπίτι. Η Κατερίνα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου το παιδί. Ηταν εννέα μηνών η Μαρία όταν τους την έπεσαν χρυσαυγίτες στον δρόμο. «Με είδαν με το καρότσι να την πηγαίνω στη Φωκίωνος και πήγαν να με δείρουν επειδή ήταν μαύρη». «Τι είπατε, ρε κωλόπαιδα», τους είπα. «Αλλά λίγο αργότερα πήρα το παιδί και όπου φύγει φύγει από την Κυψέλη». Για τρία χρόνια έζησαν στον Ωρωπό, όπου η Μαρία πήγε παιδικό σταθμό. «Δεν ένιωσε ρατσισμό το παιδί καθόλου», λέει με ανακούφιση. «Και όχι μόνο δεν ένιωσε, αλλά έχει και τσαμπουκά. Της έχω πει να μην αφήσει κανέναν να τη χτυπήσει, αλλά ούτε κι εκείνη να χτυπήσει».
Η ζωή σήμερα
Πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης είναι ακουμπισμένο το τάμπλετ που φορτίζει. Το έβαλε η γιαγιά της να είναι έτοιμο όταν θα γυρίσει από το σχολείο. Είναι Παρασκευή σήμερα και η συμφωνία λέει ότι μόνο Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μπορεί να το χρησιμοποιεί. Εξάλλου, με τόσες δραστηριότητες και τα διαβάσματα της Στ΄ Δημοτικού τις άλλες ημέρες δεν προλαβαίνει. Στόχος είναι να καταφέρει να μπει του χρόνου σε Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο. «Μια σύνταξη έχω, 1.100 ευρώ. Τη Μαρία τη μεγαλώνω από το υστέρημα, όχι από το περίσσευμα. Εχω να πάρω καινούργιο ρούχο δεν ξέρω από πότε. Αλλά δεν με νοιάζει, έζησα, τα ευχαριστήθηκα όλα, η Μαρία με νοιάζει τώρα να έχει αυτά που πρέπει». Το σπίτι αυτό στην Κυψέλη, το πατρικό της, θα μείνει στο παιδί. «Από την αρχή το συζητήσαμε με τον Θάνο. “Αλίμονο”, μου είπε. Ο Θάνος τη λατρεύει γιατί ξέρει κι εγώ πόσο την αγαπάω και ξέρει ότι το αίμα δεν έχει καμία σημασία. Η καρδιά έχει. Αγαπάς; Αγαπάς, τελείωσε. Τώρα νιώθω ευτυχισμένη. Νιώθω ότι έχω οικογένεια. Ξυπνάω το πρωί με μια χαρά. Ρωτάω τη Μαρία τι θέλει για φαγητό. Η Σάντρα με πειράζει λέγοντάς μου ότι την έχω κάνει princess. “Εγώ έξι χρόνων μαγείρευα”, μου λέει. “Μα εγώ δεν την πήρα να μου μαγειρεύει”, της απαντάω, “για να την νταχτιρντίσω την πήρα!”».
Η Μαρία γύρισε από το σχολείο και έβαλε να φάει από το λεμονάτο, ενώ εγώ περιεργάζομαι το δωμάτιό της. Σε ένα ράφι παρατηρώ μια μαύρη κούκλα. «Το πιστεύεις ότι είναι δική μου;», μου λέει η κ. Κατερίνα. «Από πέντε χρόνων την έχω. Πάντα είχα αδυναμία στις μαύρες κούκλες και είχα ζητήσει από τη μαμά μου να μου φέρει μία». Τη μαμά της την έλεγαν Μαρία.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου