Την ώρα που έπινα έναν πρωινό καφέ, στο διπλανό μου τραπέζι καθόταν μια οικογένεια. Μητέρα, πατέρας, δύο μεγάλες κόρες με τα παιδιά τους, στο καρότσι το ένα, γύρω στα πέντε το άλλο. Φωνακλάδες, Ελληνοαμερικανοί πρώτης γενιάς οι γονείς, το καταλάβαινες από την προφορά, είχαν έρθει να περάσουν το καλοκαίρι στο χωριό τους.
Το πεντάχρονο κάποια στιγμή γκρίνιαξε και η μητέρα του σηκώθηκε, του άρπαξε τη μια κοτσίδα με μανία από τη ρίζα και άρχισε να το στριφογυρίζει. Το παιδί πήγε να φύγει, η κοτσίδα σφίχτηκε περισσότερο και από αυτήν η μητέρα το τράβηξε με δύναμη και το έσπρωξε με το πρόσωπο σε μια καρέκλα.
Διαμαρτυρήθηκα. Πολύ έντονα και ενστικτωδώς, καθώς είχα μείνει άναυδη με το περιστατικό και πιο πολύ με το γεγονός ότι κανείς στο τραπέζι τους δεν είπε το παραμικρό. Τουναντίον, στις διαμαρτυρίες μου, στράφηκαν όλοι προς το μέρος μου και η αδελφή της γυναίκας μού είπε το κλασικό «μην ανακατεύεστε, είναι δικό της το παιδί».
Δεν είμαι παιδαγωγός ούτε η τέλεια μητέρα, ούτε διεκδικώ τέτοια ηθικά εύσημα. Με έπιασε ταχυπαλμία όμως. «Δεν μπορεί να ασκεί βία στο παιδί, απαγορεύεται», είπα τρέμοντας, «δεν είναι βία, είναι δικό της το παιδί», μου απάντησε κάποιος άλλος από το τραπέζι.
Γράφω για το περιστατικό, όχι τόσο γιατί είναι κάτι πρωτοφανές, αλλά κυρίως για να βάλω τις δικές μου σκέψεις σε τάξη. Πράγματι, μεγάλωσα και εγώ, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, σε έναν κόσμο στον οποίο όταν «ήταν ΔΙΚΟ σου το παιδί», μπορούσες να του κάνεις περίπου ό,τι ήθελες. Ομοίως στη «ΔΙΚΗ ΣΟΥ» γυναίκα και ούτω καθεξής.
Υποτίθεται ότι δεν ζούμε σε έναν τέτοιον κόσμο πλέον όμως, σωστά; Ή μήπως λάθος; Δεν είναι αυτή ακριβώς η νοοτροπία που οδηγεί σε ένα σωρό γυναικοκτονίες, κακοποιήσεις παιδιών και γενικώς κάθε είδους ενδοοικογενειακή βία; Η διαφορά είναι ότι η νοοτροπία μπορεί να επιβιώνει σε μεγάλο μέρος, αλλά πλέον έχουμε όπλα, ο νομοθέτης μάς τα έχει δώσει. Το σύστημα μάς τα έχει δώσει, εν μέρει τουλάχιστον.
Εμείς, λοιπόν, τι τα κάνουμε;
Η μητέρα πήρε το παιδί και έφυγε εκνευρισμένη, σπινάροντας το αυτοκίνητο και λίγο αργότερα η υπόλοιπη οικογένεια (με την εξαίρεση του παππού, ο οποίος μουρμούρισε «δεν είναι η πρώτη φορά», γεγονός που μου χτύπησε τις καμπάνες του Αγίου Παντελεήμονα στο μυαλό) προσπαθούσε να με πείσει ότι «δεν είμαι μέσα στην οικογένεια και δεν ξέρω τι τραβάει η καημένη η μάνα και αν έχει νεύρα και ότι στην τελική δεν έκανε και τίποτε, λίγο από το μαλλί το έπιασε».
«Πρώτη φορά το βλέπετε;», με ρώτησε η αδελφή της, με το δικό της μωρό στο καρότσι. Δεν έχει νόημα να μεταφέρω την υπόλοιπη συζήτηση, ήταν στο ίδιο πλαίσιο. Προσπάθησαν να με ηρεμήσουν δικαιολογώντας την πράξη και τη μητέρα, διότι φοβήθηκαν ότι θα έκανα κάτι.
Θα μπορούσα να κάνω κάτι, φυσικά. Θα μπορούσα να σηκώσω τον κόσμο στο πόδι, να καλέσω την αστυνομία. Δεν το έκανα και οι λόγοι είναι σχεδόν αυτονόητοι: Μούδιασμα, «σιγά μην έρθει η αστυνομία», «δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου κάνοντας τον βιτζιλάντε», «δεν θα βρεις άκρη», «δεν τα βάζεις με τους ντόπιους» κ.λπ.
Ακόμη μπορώ να κάνω κάτι, όμως, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μου το πιθανότερο σενάριο παραμένει το «δεν θα βγει άκρη και θα καταλήξεις μπλεγμένη».
Είναι λάθος αυτό το σενάριο.
Και κάνω αυτόν τον εσωτερικό διάλογο γράφοντας αυτό το κείμενο. Είναι ακριβώς το σενάριο που μας καθιστά απαθείς μάρτυρες των κάθε λογής φαινομένων σε αυτήν την κοινωνία. Ατομικών φαινομένων, δίπλα μας, ή γενικών φαινομένων λίγο παραδίπλα.
Είναι λίγο το «δεν θα κάνω εγώ τον ήρωα», είναι λίγο το «μήπως γίνω υπερβολικός;», είναι και λίγο το «εγώ θα αλλάξω τον κόσμο;» Είναι, ακόμη περισσότερο, το γεγονός ότι μεγαλώσαμε μέσα σε αυτήν την απάθεια των κλειστών κοινωνιών, όπου έγκλημα δεν ήταν το ξύλο που έπεφτε μέσα στο διπλανό σπίτι, αλλά το να «χώνεις τη μύτη σου» στα του σπιτιού αυτού.
Η νοοτροπία επιμένει. Αν φωνάξεις την αστυνομία για να καταγγείλεις ένα αδίκημα στο οποίο δεν εμπλέκεσαι, είναι πολύ πιθανόν να βρεθείς «μπλεγμένος». Να σε στριμώξουν «άγνωστοι» σε κάποια γωνία, ας πούμε, επειδή πιστεύουν ότι θες να τους κλείσεις το μαγαζί που βαράει μουσικές τσίτα μέχρι τις 5 το πρωί και εσύ θες να κοιμηθείς. Συνέβη σε γνωστό μου.
Να σου την πέσει η οικογένεια της «καημένης» της μάνας που τραβολογάει το παιδί της από τα μαλλιά μέσα στον κόσμο και να σε βγάζουν τρελό εν χορώ. Οι ελληνικές οικογένειες, μικροκοινωνίες κ.λπ. λειτουργούσαν και συνεχίζουν να λειτουργούν με τη λογική μιας μικρομαφίας. Και ο πρώτος νόμος της μαφίας είναι η ομερτά.
Οταν, όμως, το κράτος σού δίνει τα όπλα, που λέγαμε πιο πάνω, για να προστατευθείς από τις «μαφίες» αυτές, να πας ενάντια, εκεί τελειώνουν οι δικαιολογίες.
Και ξεκινά η περιβόητη, υποτιμημένη και πολύ παρεξηγημένη ατομική ευθύνη. Ναι, εγώ θα αλλάξω τον κόσμο. Ή, έστω, πρέπει να προσπαθήσω.
Μαρία Δεδούση
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου