«Το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών συνέβαινε πάντα. Αυτό που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε εξορισμένο από τη σκέψη, σήμερα θεωρείται ότι υπάρχει, περιγράφεται, συζητείται. Και ως κοινωνία πολλές φορές μένουμε να κοιτάμε τρομαγμένοι την πραγματικότητα».
Η ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, Λήδα Αναγνωστάκη*, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Όλα όσα θα ήθελα να πω στο παιδί μου για το sex -Πώς απαντάμε σε δύσκολες ερωτήσεις -Πώς το προστατεύουμε από σεξουαλική κακοποίηση», εκδόσεις Αρμός, μας μιλάει για το επώδυνο φαινόμενο που τραυματίζει πολλαπλά την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού.
Συνέντευξη στην Έφη Ζέρβα
Πώς ορίζεται η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτη σύμπτωση στον ορισμό της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης μεταξύ όλων των ειδικών. Ένας λόγος είναι ότι ο όρος χρησιμοποιείται από διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετική σκοπιά. Μπορούμε να πούμε ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δώσει ένα αρκετά λεπτομερή ορισμό.
Ορίζει την σεξουαλική κακοποίηση ως: α) τη συμμετοχή σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ένα παιδί που, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, δεν έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία για σεξουαλικές δραστηριότητες και
β) τη συμμετοχή σε σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδί όταν γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας, απειλών ή η κακοποίηση γίνεται από αναγνωρισμένη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής στο παιδί (για παράδειγμα εντός της οικογένειας).
Ωστόσο, ακόμα και χωρίς ένα κοινά αποδεκτό ορισμό της κακοποίησης, αυτό στο οποίο όλοι/ες συμφωνούν είναι ότι η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού είναι μία από τις βαρύτερες τραυματικές εμπειρίες που αυτό μπορεί να βιώσει. Επίσης χρειάζεται να τονιστεί ότι δυστυχώς κάθε μορφή άσκησης βίας επάνω σε παιδιά, της σεξουαλικής βίας συμπεριλαμβανομένης, συνοδεύεται και από άλλες κακοποιητικές συμπεριφορές, όπως εκφοβισμό, απομόνωση, και εκμετάλλευση, με άλλα λόγια συνοδεύεται και από συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού.
Υπάρχει συγκεκριμένο προφίλ παιδιού το οποίο κακοποιείται;
Δυστυχώς οι αριθμοί είναι συγκλονιστικοί. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 1 στα 5 παιδιά (0-18 ετών) πέφτει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης. Στο 93% των περιπτώσεων ο θύτης είναι κάποιος που το παιδί γνωρίζει και εμπιστεύεται από τον οικογενειακό ή φιλικό κύκλο.
Με τέτοια ποσοστά είναι αρκετά δύσκολο να μιλήσουμε μόνο για ένα συγκεκριμένο προφίλ παιδιού που μπορεί να είναι θύμα κακοποίησης. Οι μελέτες βέβαια καταγράφουν κάποιους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως είναι:
-το γυναικείο φύλο: τα κορίτσια τα κορίτσια έχουν κατά 2,5 με 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να κακοποιηθούν σεξουαλικά, σε σχέση με τα αγόρια),
– η μεγαλύτερη ηλικία: τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά (12-14 ετών) έχουν περισσότερες πιθανότητες κακοποιηθούν σεξουαλικά),
-οι δυσμενείς συνθήκες του οικογενειακού περιβάλλοντος: όταν υπάρχουν σοβαρές συγκρούσεις, απώλειες, δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις ή/και σοβαρές ψυχικές ασθένειες τότε είναι πιθανό να υπάρχει μικρότερη επίβλεψη των παιδιών και επομένως υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος σεξουαλικής κακοποίησης. Παιδιά που μένουν αρκετό χρόνο μόνα, χωρίς επίβλεψη από αξιόπιστους φροντιστές είναι πιο πιθανό να κακοποιηθούν. Ιδιαίτερα αρνητική επίδραση έχει η κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ στην οικογένεια και η ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας.
-και η τυχόν αναπηρία του παιδιού: δυστυχώς, παιδιά με σωμαική ή/και νοητική αναπηρία γίνονται πιο συχνά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Μελέτες έχουν καταγράψει ότι τα παιδιά με αναπηρίες έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα να κακοποιηθούν σεξουαλικά σε σχέση με τα παιδιά χωρίς αναπηρία.
Ποια σημάδια υποδεικνύουν ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση;
Αντίθετα με τη γενική πεποίθηση, δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα που να αποδεικνύουν ότι ένα παιδί έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Η σεξουαλική κακοποίηση συχνά εκφράζεται από το παιδί με τρόπους ασαφείς, με «σημάδια» στη συμπεριφορά ή μέσα από ψυχοσωματικά συμπτώματα. Είναι σημαντικό οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι ειδικοί σωματικής και ψυχικής υγείας και άλλοι ενήλικες που φροντίζουν παιδιά να γνωρίζουν τα σημάδια αυτά που μπορεί να υποδεικνύουν πιθανή σεξουαλική κακοποίηση. Θα πρέπει αυτά τα σημάδια να τους κινητοποιήσουν ώστε να διερευνηθεί τι τα προκαλεί. Κάποια από τα σημάδια αυτά είναι:
1.Σωματικά σημάδια, όπως πόνος, ερεθισμός ή κνησμός στα γεννητικά όργανα, πόνος κατά τη βάδιση.
2. Ακατάλληλη («προχωρημένη») γνώση για το σεξ (για σεξουαλικές συμπεριφορές ή/και για τα γεννητικά όργανα), αναντίστοιχη με την ηλικία του παιδιού.
3. Φόβος και απροθυμία του παιδιού όταν πρόκειται να μείνει με ένα συγκεκριμένο άτομο ή να βρεθεί σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο (πχ. μπάνια, αποδυτήρια), ή αλλαγή στη συμπεριφορά όταν είναι παρόν ένα συγκεκριμένο άτομο, πχ. το συνήθως δραστήριο παιδί παραμένει ήσυχο ή αποσυρμένο.
4. Ακατάλληλες σεξουαλικές συμπεριφορές προς άλλα άτομα, όπως σαγηνευτική συμπεριφορά ή ασυνήθιστο ενδιαφέρον για το σεξ.
5. Παιχνίδια (πχ. παιχνίδια με κούκλες) με σεξουαλικά σενάρια.
6. Το παιδί έχει χρήματα, καινούργια ρούχα ή άλλα προσωπικά αντικείμενα που δεν είναι σαφές πώς αποκτήθηκαν και από ποιον.
Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μειώσουμε τις πιθανότητες να εκτεθεί ένα παιδί σε σεξουαλικά κακοποιητικές συμπεριφορές;
Όπως αναφέρουμε στο βιβλίο δεν είναι μία μεμονωμένη συμπεριφορά, ή κάποια βήματα ξέχωρα από την όλη σχέση που δημιουργούμε ή έχουμε δημιουργήσει με το παιδί μας. Πρόκειται μάλλον για μία γραμμή που χρειάζεται να ακολουθήσουμε σε όλη την πορεία ανάπτυξης του παιδιού. Οι φροντιστές είναι σημαντικό να μιλούν στα παιδιά, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, για το σώμα τους, τα όριά του και την ασφάλειά του. Ο γονέας που λέει στο παιδί «μην με τραβάς γιατί πονάω» ή που ζητάει από τους συγγενείς να ρωτάνε το παιδί αν «θέλει φιλάκι» πριν του το δώσουν ήδη θέτει την πολύ βασική αρχή ότι ο καθένας ορίζει το δικό του σώμα του και ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να λέει «όχι» όταν δεν θέλει κάτι που γίνεται επάνω σε αυτό.
Μεγαλώνοντας τα παιδιά είναι σημαντικό να ονομαστούν τα μέρη του σώματος, να υπάρχει για το καθένα μία ξεκάθαρη ονομασία που χρησιμοποιείται και ήδη από τα 3 χρόνια είναι σκόπιμο οι φροντιστές να μιλήσουν για τα ιδιωτικά μέρη του σώματος, δηλαδή, «αυτά που καλύπτει το εσώρουχο» και να εξηγήσουν ότι κανείς ενήλικας ή μεγαλύτερο παιδί δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τα δει, να τα αγγίξει ή να παίξει με αυτά (ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό είναι κάποιος που γνωρίζουν και συμπαθούν) γιατί είναι «προσωπικά». Οι συζητήσεις αυτές δεν γίνονται μόνο μία φορά. Χρειάζεται να επαναλαμβάνονται, όχι με εμμονικό τρόπο, αλλά όπως μιλάμε για τα ζητήματα που αφορούν τα παιδιά και μας απασχολούν. (Δεν λέμε, ας πούμε, μόνο μία φορά σε ένα παιδί ότι πρέπει να πλένει τα χέρια του πριν το φαγητό. Θεωρούμε ότι χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε!).
Στις συζητήσεις με το παιδί χρειάζεται να προστεθεί ότι αν κάποιος ζητήσει από το παιδί να αγγίξει ή να δει τα «προσωπικά» μέρη του σώματός του/της, ή του/της ζητήσει να πιάσει τα δικά του «προσωπικά» μέρη (ή δείξει φωτογραφίες με τέτοια μέρη) είναι σημαντικό να το πει στους φροντιστές γιατί αυτοί θα ξέρουν να το προστατεύσουν. Απαραίτητο είναι να ειπωθεί ξεκάθαρα στα παιδί ότι οι φροντιστές δεν θα θυμώσουν και δεν θα το μαλώσουν, ό,τι και αν πει, ό,τι και αν έχει αισθανθεί, ή ό,τι και αν έχει συμβεί (επίσης απαραίτητο είναι οι φροντιστές να το εννοούν!).
Αφήνω για το τέλος ίσως το πιο σημαντικό: ακόμα και αν υπάρχουν συζητήσεις, διδαχές και παροτρύνσεις προς το παιδί σχετικά με περιστατικά σεξουαλικής παραβίασης και πώς μπορεί να προστατευθεί, αυτές δυστυχώς δεν μπορούν να λειτουργήσουν εάν δεν έχει αναπτυχθεί προηγουμένως μία σχέση ασφάλειας με τα πρόσωπα φροντίδας. Η σχέση φροντιστή-παιδιού, το είδος του δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες το παιδί να βιώσει καταστάσεις σεξουαλικής παραβίασης και αυξάνει τις πιθανότητες το παιδί να μιλήσει αν έχει συμβεί οτιδήποτε το έχει προβληματίσει.
Στο βιβλίο αναφέρονται συμπεριφορές, «στρατηγικές», που χρησιμοποιούν οι δράστες σεξουαλικής κακοποίησης. Μπορείτε να μας τις αναφέρετε;
Δεν εξελίσσεται κάθε περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν κοινά στοιχεία. Συνήθως υπάρχει μια προοδευτική κορύφωση των ενεργειών του δράστη προχωρώντας προς την σεξουαλική κακοποίηση.
Αρχικά, οι δράστες προσπαθούν να κάνει το παιδί να νιώσει άνετα και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του. Πλημμυρίζουν το παιδί με προσοχή και το κάνουν να αισθάνεται αγαπητό, ξεχωριστό, επιθυμητό. Έτσι το παιδί νιώθει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τον ενήλικα, γεγονός που μπορεί να το μπερδέψει όταν αργότερα του ζητηθεί να συμμετέχει σε σεξουαλική δραστηριότητα. Η «περιποίηση», όμως, δεν αφορά σε καμία περίπτωση πραγματική τρυφερότητα και νοιάξιμο.
Ο δράστης, λοιπόν, αρχικά γίνεται «φίλος» με το παιδί, και σταδιακά προσπαθεί να το πείσει ότι η σεξουαλική συμπεριφορά είναι αποδεκτή. Μερικές φορές οι δράστες κάνουν το παιδί να αισθάνεται υποχρεωμένο και κατά συνέπεια εγκλωβισμένο: πχ. «Κοίτα τι σου έφερα, τι θα κάνεις εσύ τώρα για μένα;». Στη συνέχεια οι δράστες προχωρούν σταδιακά σε πιο επεμβατικές σεξουαλικές συζητήσεις και πράξεις που μπορεί να κυμαίνονται από το χάιδεμα μέχρι τη διείσδυση, ενώ παράλληλα προβαίνουν και σε ενέργειες που θα εξασφαλίσουν ότι το παιδί δεν θα αποκαλύψει την κακοποίηση. Οι δράστες χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να κυριαρχήσουν, να εκβιάσουν συναισθηματικά ή να απειλήσουν το παιδί να κρατήσει το μυστικό, ενώ πολλές φορές προσπαθούν να κάνουν το παιδί να αισθανθεί συνένοχο.
Σύμφωνα με την εμπειρία σας σε ποιες συνθήκες συνήθως καλλιεργείται η σεξουαλική κακοποίηση;
Μιλήσαμε πριν για τις οικογενειακές συνθήκες που μπορεί να ευνοούν την εκδήλωση κακοποιητικών συμπεριφορών. Να τονίσουμε και πάλι η συντριπτική πλειοψηφία των σεξουαλικών παραβιάσεων γίνονται στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, κάτι που μοιάζει να δυσκολευόμαστε να το δεχτούμε γιατί ως κοινωνία έχουμε ισχυρή πίστη στο μύθο του γονεϊκού ενστίκτου και στην ευρέως διαδεδομένη έννοια ότι όλοι αγαπούν και προστατεύουν τα αθώα παιδιά. Οπότε η πρώτη μας σκέψη για τις συνθήκες όπου υπάρχει πιθανότητα να εκδηλωθεί σεξουαλική κακοποίηση, είναι να στραφούμε και να μελετήσουμε τις οικογενειακές συνθήκες κάθε παιδιού.
Τώρα εκτός του οικογενειακού πλαισίου πολλές φορές οι κακοποιητές έχουν θεσμικά ρόλο φροντίδας των παιδιών. Μπορεί να εργάζονται σε σχολεία, κέντρα φροντίδας παιδιών, οικοτροφεία, αθλητικές ομάδες, θρησκευτικές οργανώσεις και άλλα πλαίσια όπου τα παιδιά ζουν και παίζουν. Επομένως, μια συστηματική επισήμανση στα παιδιά να μην απομονώνονται με έναν ενήλικα αλλά να βρίσκονται σε ομάδες, μαζί με συνομηλίκους τους αλλά και άλλους ενήλικες, μπορεί να περιορίσει τις ευκαιρίες του κακοποιού ενήλικα να δράσει.
Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μειώσουμε τις πιθανότητες να εκτεθεί ένα παιδί σε σεξουαλικά κακοποιητικές συμπεριφορές στο διαδίκτυο;
Η αλήθεια είναι ότι η «ανωνυμία» του διαδικτύου αποτελεί προνομιακό πεδίο για κάθε λογής παραβάτες, από απατεώνες έως σεξουαλικούς κακοποιούς. Μέσα από το διαδίκτυο οι ενήλικες (υιοθετώντας συχνά την ταυτότητα συνομηλίκου) μπορούν εύκολα να προκαλέσουν τα παιδιά να μιλήσουν για σεξ, και εν τέλει να καταφέρουν να τα συναντήσουν ώστε να προχωρήσουν σε πράξεις, ή να παράγουν και να διανείμουν υλικό παιδικής πορνογραφίας.
Δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε: η συζήτηση με τα παιδιά, μέσα στα πλαίσια μίας σχέσης σεβασμού και εμπιστοσύνης, για τα όρια, την ιδιωτικότητα, και την προσωπική ασφάλεια είναι η βάση της προστασίας για κάθε είδους κακοποίηση. Μέσα σε αυτή τη συζήτηση οι φροντιστές είναι χρήσιμο να εντάξουν και τους κινδύνους των διαδικτυακών επαφών, τους ηλικιακά κατάλληλους κανόνες χρήσης του διαδικτύου και τις συνέπειες της άστοχης χρήσης του. Υπάρχουν μερικοί απλοί κανόνες που είναι σημαντικό να θέσουμε σχετικά με την περιήγηση των παιδιών στο διαδίκτυο και τη χρήση των social media: Να μην κάνουν φίλους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν στην πραγματική ζωή.
Να μην μοιράζονται με κανέναν (ούτε με φίλους/ες, γιατί οι φίλοι/ες μπορεί να τις αναρτήσουν χωρίς την άδειά τους) φωτογραφίες όπου είναι γυμνοί/ες.
Να μην δίνουν καμία προσωπική πληροφορία σε κάποιον που δεν γνωρίζουν (και κυρίως όχι πληροφορίες μέσω των οποίων θα μπορούσε κάποιος να τους βρει στην πραγματική ζωή, πχ. σε ποιο σχολείο πάνε ή πού μένουν).
Τέλος, είναι σημαντικό οι φροντιστές να εξοικειωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο με το διαδίκτυο (όπως κάνουν και τα παιδιά!) και να ενημερώνονται για τις περιοχές που δεν θα ήθελαν τα παιδιά να τριγυρίζουν μόνα τους
Τι να κάνουμε αν υποπτευόμαστε ότι έχει υπάρξει σεξουαλική παραβίαση σε κάποιο παιδί;
Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι εγκληματικές πράξεις και οι ένοχοι διώκονται και φυλακίζονται για τα εγκλήματά τους. Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών δεν είναι ποτέ λάθος των παιδιών. Μοναδικός υπεύθυνος είναι ο ενήλικας που διαπράττει το έγκλημα, αλλά και οι ενήλικες που γνωρίζουν για την σεξουαλική κακοποίηση και επιλέγουν να μην κάνουν τίποτα για αυτό.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι επειδή η παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι δύσκολο να αναγνωριστεί με βεβαιότητα, πολλοί άνθρωποι που υποψιάζονται κακοποίηση δεν ξέρουν τι να κάνουν. Μερικές φορές διστάζουν να μοιραστούν τις υποψίες τους με υπηρεσίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν (μήπως αποδειχτούν αβάσιμες και κατηγορηθούν άδικα αθώοι άνθρωποι), Ενώ αυτός ο δισταγμός είναι εν μέρει κατανοητός, η τραγική συνέπεια είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία της σεξουαλικής κακοποίησης δεν αναφέρεται ποτέ.
Εάν υπάρχει η υπόνοια για σεξουαλική κακοποίηση σε εξω-οικογενειακό περιβάλλον, είναι σημαντικό να πλησιάσουμε τους βασικούς φροντιστές του παιδιού να μοιραστούμε τις ανησυχίες μας και να τους παροτρύνουμε να έρθουν σε επαφή με επαγγελματίες ή τους αρμόδιους φορείς ώστε να συζητήσουν την κατάσταση και την αντιμετώπισή της. Αν η κακοποίηση συμβαίνει ενδοοικογενειακά θα χρειαστεί άμεση απομάκρυνση του παιδιού από το σπίτι προκειμένου να προστατευτεί από περαιτέρω κακοποίηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η επικοινωνία με υπηρεσίες που έχουν το θεσμικό ρόλο και μπορούν να βοηθήσουν.
Πώς επηρεάζει τα παιδιά η σεξουαλική κακοποίηση;
Η σεξουαλική κακοποίηση είναι πιο σοβαρή από άλλες μορφές κακοποίησης επειδή (εκτός των άλλων) συνδέει την επιθετικότητα με την σεξουαλικότητα. Το παιδί απομένει τραυματισμένο, μπερδεμένο, φοβισμένο και ντροπιασμένο. Η πιο κοινή διάγνωση που δίνεται σε παιδιά με ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν συμπεριφορές αποφυγής ή/και μούδιασμα, υπερδιέγερση και επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος ξανά και ξανά. Συχνά αυτή η διάγνωση συνοδεύεται και από κατάθλιψη, η οποία στα παιδιά εκδηλώνεται με απουσία ευχαρίστησης, ενοχή, κοινωνική απόσυρση, κόπωση, αποδιοργάνωση της σχολικής απόδοσης και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ωστόσο, δεν επηρεάζονται όλα τα παιδιά από την σεξουαλική κακοποίηση με τον ίδιο τρόπο. Ο βαθμός του τραύματος που βιώνει το παιδί εξαρτάται από διάφορες μεταβλητές, όπως το είδος και η διάρκεια της κακοποίησης ή η ταυτότητα του δράστη (όσο πιο κοντινή η σχέση με το δράστη, τόσο πιο αρνητικά οι επιπτώσεις της κακοποίησης).
Πιστεύετε ότι το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων (και από ανήλικους) βρίσκεται σε έξαρση ή είναι κάτι που συνέβαινε πάντα;
Είναι κάτι που συνέβαινε πάντα. Μάλιστα, για μεγάλες χρονικές περιόδους η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν γινόταν αντιληπτή ως κακοποίηση. Υπήρχε εξάλλου και η συνωμοσία της σιωπής. Για παράδειγμα, τα κορίτσια συστηματικά τιμωρούνταν ως εάν να έφταιγαν, αν ανέφεραν οποιαδήποτε σεξουαλική παραβίαση. Η φεμινιστική κατανόηση της σεξουαλικής παραβίασης τη θέτει σε πολιτική βάση και αναδεικνύει την επιβολή της σιωπής, που έκανε/κάνει τα παιδιά-θύματα να αισθάνονται εγκαταλελειμμένα και μόνα τους, κάτι που έχει εξίσου τραυματικές συνέπειες με το ίδιο το γεγονός της κακοποίησης.
Ένα σημαντικό όφελος του σύγχρονου ενδιαφέροντος για τα δικαιώματα των παιδιών είναι η «συρρίκνωση» (δυστυχώς όχι η κατάργηση) του ταμπού της σιωπής. Ευτυχώς, το σοβαρό ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης, που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε εξορισμένο από τη σκέψη, σήμερα θεωρείται ότι υπάρχει, περιγράφεται, συζητείται. Και ως κοινωνία πολλές φορές μένουμε να κοιτάμε τρομαγμένοι την πραγματικότητα.
*Η Λήδα Αναγνωστάκη ΜSc.,PhD. είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιών και Εφήβων. Διδάσκει και ερευνά θέματα που αφορούν το δεσμό φροντιστών παιδιών.
Πηγή: ertnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου