Οταν άκουσα για τον μαθητή που πήγε στο σχολείο με το σώβρακο, αυθόρμητα σκέφτηκα τι θα έκανα εγώ —σαράντα χρόνια δάσκαλος— στη θέση της καθηγήτριας που κλήθηκε να τον αντιμετωπίσει. Στην άρνησή του, λοιπόν, να συμμορφωθεί άμεσα, θα τον άρπαζα ωρυόμενος και θα τον έσερνα στο γραφείο. Οπου θα απαιτούσα την τιμωρία του και την κλήση των γονιών του στο σχολείο για ενημέρωση και εξηγήσεις. Αλήθεια, έχει νόημα να αρχίσεις τα ηθικοπλαστικά σε μια τόσο ακραία κατάσταση; Ενδεχομένως, θα έβγαινα και εντελώς από τα ρούχα μου, έχοντας ηττηθεί την ίδια στιγμή ως επαγγελματίας. Ομως, σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι προτιμότερη μια ακραία αντίδραση, παρά η αδιαφορία που ισούται με την αποδοχή και τον διασυρμό της ιδιότητάς σου ως δασκάλου αλλά και του θεσμού που υπηρετείς. Κι ας είχα την όποια υπηρεσιακή επίπτωση. Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις, καλύτερα ηθικά δικαιωμένος, παρά «νόμιμος», όπως μας δίδαξε εδώ και αιώνες η «Αντιγόνη».
Ομως διαβάζοντας ξανά, πιο προσεκτικά, το ρεπορτάζ, κάποια πράγματα δεν κολλούσαν. Είναι δυνατό ένας μαθητής να εκδηλώσει ξαφνικά τέτοια συμπεριφορά; Οι υπόλοιποι καθηγητές και η διεύθυνση πού βρίσκονταν; Γιατί τα αστυνομικά όργανα έσπευσαν στο σχολείο, όταν δεν «σπεύδουν» ύστερα από επίμονες κλήσεις στη διάρκεια των «εποχιακών» καταλήψεων; Κι όταν έφτασαν στο σχολείο, δεν αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε περίπτωση καραμπινάτης παραμέλησης ανηλίκου; Γιατί τι άλλο συμβαίνει όταν ο γιος σου πάει με το σώβρακο στο σχολείο; Μήνυσαν αυτοδικαίως τη μητέρα;
Διερευνώντας τα ακριβή γεγονότα, έγιναν γνωστά τα εξής: ο μαθητής μετεγγράφηκε στο σχολείο μέσα Ιανουαρίου. Δεκαπεντάχρονος, αλλά ακόμα μαθητής της Α’ Γυμνασίου, ήταν ήδη πεπεισμένος ότι είχε απωλέσει άλλη μια χρονιά λόγω απουσιών. Οπότε εμφανιζόταν στο σχολείο μόνο με ένα τσαντάκι για το κινητό του και σπάνια έμπαινε στην τάξη, μένοντας συνήθως στο προαύλιο. Οπου άκουγε στη διαπασών μουσική. Είχε τιμωρηθεί ήδη με αποβολές, αλλά προφανώς δεν τον ένοιαζε…
Την επίμαχη ημέρα κυκλοφόρησε στην αυλή χωρίς παντελόνι, χορεύοντας προκλητικά μπρος στην εφημερεύουσα καθηγήτρια. Εκείνη έτρεξε έξαλλη στον διευθυντή, που κατέβηκε στο προαύλιο με τη συνοδεία ενός ακόμα συναδέλφου. Προσπάθησαν να τον «συνετίσουν» και πάνω στην προσπάθεια προκλήθηκε η γνωστή αμυχή, όταν κάποιος τον τράβηξε από το τσαντάκι. Από πού αλλού, δηλαδή, να τον έπιαναν;
Την επομένη έφτασε έξαλλη η μάνα του στο σχολείο (ο πατέρας απουσιάζει στη γειτονική χώρα), ενώ έξω από τα κάγκελα είχαν συγκεντρωθεί και καμιά σαρανταριά ομοεθνείς της για «διευκρινίσεις». Βλέπετε ο μαθητής ανήκει σε μειονότητα γειτονικής χώρας που υπάρχει και στη δική μας. Οπότε ο διευθυντής κάλεσε την αστυνομία για ευνόητους λόγους. Στην επιμονή μάλιστα της μητέρας να μηνύσει την καθηγήτρια, οι αστυνομικοί οδήγησαν και τις δύο στο Τμήμα, προφανώς και για να αποσοβηθεί περαιτέρω ένταση στο σχολείο. Οπου τελικά αποφεύχθηκαν οι εκατέρωθεν μηνύσεις…
Με δυο λέξεις: δάσκαλε, οι παλιές, γνωστές συνταγές και αντιδράσεις δεν πιάνουν πλέον… Πώς να διαπαιδαγωγήσεις κάποιον που εξ ορισμού δεν δίνει δεκάρα για το σχολείο και η οικογένειά του το θεωρεί φυσιολογικό; Λες σταδιακά το επάγγελμά σου να αντικατασταθεί από την αστυνομία;
Πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός;
Τέλος καλό, λοιπόν, όλα καλά; Και βέβαια όχι. Παρόμοια επεισόδια, όχι τόσα «γραφικά», ώστε να απασχολήσουν τη δημοσιότητα, σημειώνονται καθημερινά σε πολλά σχολεία της χώρας. Ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σπρώχνουν όλο και μεγαλύτερες ομάδες πληθυσμού στην περιθωριοποίηση, ανεξάρτητα από το αν αυτές έχουν ή όχι ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά. Είναι δε μαθηματικά βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστούν στο μέλλον. Γιατί ο μαθητής –που ως άτομο έχει τη συμπάθειά όλων, μιας και είναι θύμα κι ο ίδιος και, βέβαια, δεν απασχολεί την τάξη μας– είναι ένας από τους πολλούς ντεσπεράντο της εκπαίδευσης. Αμέτρητοι κυκλοφορούν στα σχολεία, κάνοντας τη ζωή κόλαση στους ίδιους, στους εκπαιδευτικούς, στους συμμαθητές τους και σε ολόκληρο το σχολείο.
Για να μείνουμε μόνο στις ομάδες που βρίσκονται σε αυτό που αποκαλούμε «υψηλή διακινδύνευση». Γιατί υπάρχουν κι άλλες που, μαζί με αυτούς, ο προοδευτικός λυρισμός μας και η κατάχρηση του όρου «συμπερίληψη» αφήνει χωρίς δίκτυα πολλαπλής υποστήριξης τα γενικά σχολεία, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκρηκτικές καταστάσεις σε πολλά. Χειρίστηκα παρόμοιες περιπτώσεις ως σχολικός σύμβουλος και είναι ό,τι πιο δυσάρεστο και αδιέξοδο μπορεί να συμβεί σε μια τάξη, στους μαθητές και στους εκπαιδευτικούς της και στο σχολείο ολόκληρο.
Πώς «τελειώνουν» παρόμοιες ιστορίες; Ενα μεγάλο μέρος των μαθητών με συγγενές προφίλ «επισκέπτονται» απλώς το σχολείο μέχρι τα δεκαέξι τους, ώστε οι οικογένειές τους να λαμβάνουν τα προβλεπόμενα επιδόματα. Κάποιοι καθηγητές, στα όριά τους πλέον, παύουν «να βλέπουν» τις απουσίες τους, τους βάζουν σε όλα «τη βάση» και έτσι αποφοιτούν τυπικά από το σχολείο. Μέχρι, όμως, να συμβεί κάτι τέτοιο, τα όποια προβλήματα απλώς «σέρνονται». Η πλειονότητά των μαθητών σε διακινδύνευση, όμως, εγκαταλείπει το Γυμνάσιο και δεν επιστρέφει ποτέ σε εκπαιδευτικές δομές, προσθέτοντας κάθε ατομική περίπτωση στα ποσοστά μαθητικής διαρροής από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, στη συντριπτική πλειονότητά τους καταλήγουν λειτουργικά αναλφάβητοι, χωρίς ίχνος προσωπικής και κοινωνικής προοπτικής. Με ό,τι και όσα αυτό συνεπάγεται για τους ίδιους, την οικονομία και την κοινωνία.
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Η περίπτωση του σωβρακοφόρου μαθητή αποτελεί όντως ένα ακραίο και «γραφικό» γεγονός, αλλά ταυτόχρονα μας δίνει μια ιδέα για το τι συμβαίνει στη «σκοτεινή πλευρά» του φεγγαριού της Εκπαίδευσης. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, γιατί το φαινόμενο των μαθητών που δεν «χωράνε» στο σχολείο εκδηλώνεται σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα του αναπτυγμένου κόσμου. Τη σοβαρότητά του έχει επισημάνει η ΕΕ, έχοντας θέσει ως στόχο τη μείωση των υψηλών ποσοστών πρόωρης εγκατάλειψης των εκπαιδευτικών δομών γενικότερα και της υποχρεωτικής Εκπαίδευσης πιο ειδικά, στο άμεσο μέλλον. Ετσι, σε κάθε εθνικό, εκπαιδευτικό περιβάλλον έχουν σχεδιαστεί πολιτικές πρόληψης, παρέμβασης και αντιστάθμισης, όπως και στην πατρίδα μας. Στην πράξη, όμως, ελάχιστα γίνονται. Γιατί η υλοποίηση αυτών των σχεδιασμών απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση και συνέχεια πολιτικών, σημαντική εκπαίδευση εκπαιδευτικών και στελεχών εκπαίδευσης, ισχυρά δίκτυα κοινωνικών υπηρεσιών, εκτός και εντός σχολικού συστήματος, που είναι σε θέση να αντιδρούν ταχύτατα και αποτελεσματικά και, το βασικότερο, υψηλό επίπεδο συνεργασιών μεταξύ φορέων και σοβαρά κονδύλια. Δηλαδή, όσα στην Ελλάδα διαχρονικά και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία σπανίζουν. Οπότε μένουμε στα επιδόματα προς τις οικογένειές τους. Συμπερασματικά: κουβαλάμε νερό με τρυπητό για να γεμίσουμε ένα βαρέλι χωρίς πάτο…
Κάποια στιγμή, όμως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί από μόνοι τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τα συνεχώς αυξανόμενα και συνθετότερα κοινωνικά προβλήματα, που τα «συμπτώματά» τους εκδηλώνονται στα σχολεία. Να συνειδητοποιήσουμε ότι το σχολείο που ξέραμε, το ελληνικό δημόσιο σχολείο, που κουτσά στραβά κατόρθωσε κάποια στιγμή να εκπαιδεύει το σύνολο των παιδιών μια γενιάς, παρέχοντάς τους εφόδια για την ατομική πρόοδό τους και την ανάπτυξη της χώρας, βρίσκεται σε κίνδυνο, λόγω τεκτονικών κοινωνικών ανακατατάξεων. Δεν μπορούμε, λοιπόν, κυβερνήσεις, πολίτες και γονείς να απαιτούμε όλο και περισσότερα και πιο σύνθετα πράγματα από το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς, ενώ τους παρέχουμε συνεχώς λιγότερα.
Ακόμη χειρότερο, δεν μπορούμε πλέον να αποσιωπούμε τη σκοτεινή πλευρά του εκπαιδευτικού φεγγαριού, ως δήθεν «περιθωριακού» ή μεμονωμένου χαρακτήρα επεισόδια. Οπως έπραξε η τοπική ΕΛΜΕ που δεν βρήκε να πει μια κουβέντα για το συνέβη στο συγκεκριμένο σχολείο, όταν οι ΕΛΜΕ μας έχουν συνηθίσει να εκδίδουν λάβρες ανακοινώσεις υπεράσπισης κάθε «κατατρεγμένου» όπου Γης. Οπως έπραξε και το υπουργείο Παιδείας, που παρά το γεγονός ότι το επεισόδιο ξένισε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, δεν αξιώθηκε να ασχοληθεί με το τι συνέβη στο σχολείο ή να εκδώσει μια γενικόλογη δήλωση του στιλ «η υπόθεση θα διερευνηθεί περαιτέρω». Σιγή ιχθύος ένθεν κακείθεν. Φαίνεται ότι, για διαφορετικούς λόγους τον καθένα, όλους βολεύει να προσποιούνται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα…
Αν θέλουμε όμως να διασωθεί το δημόσιο σχολείο στο μέλλον και να γίνει όσο το δυνατό καλύτερο, πρέπει να φωτίσουμε ιδιαίτερα τη «σκοτεινή πλευρά του εκπαιδευτικού φεγγαριού» επανασχεδιάζοντας το δημόσιο σχολείο. Καθιστώντας υπαρκτά, λειτουργικά και αξιόπιστα τα δίκτυα υποστήριξης και εποπτείας του. Δίκτυα που θα αναλογούν στην ταραγμένη και δύσκολη εποχή μας. Αυτή που είναι ήδη εδώ, χρόνια τώρα…
Νίκος Σαλτερής, επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Πηγή: protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου