Η Μαρία Λούκα γράφει για τον εξαιρετικά οδυνηρό αναχρονισμό της χώρας μας να διατηρεί ιδρύματα για παιδιά. Δεν πρόκειται για στρατηγική προστασίας αλλά για κακοποίηση που συχνά συνδυάζεται με σεξουαλική ή/και σωματική βία.
Είναι η τρίτη φορά που γράφω για ιδρύματα «παιδικής προστασίας» και κάθε φορά το κάνω με το ίδιο ή μάλλον με οξυμένο το αίσθημα εσωτερικής δυσφορίας. Ίσως γιατί οι λέξεις «ίδρυμα» και «παιδί» είναι τόσο ριζικά αντίθετες μεταξύ τους που δεν θα έπρεπε να γειτνιάζουν με κανέναν τρόπο. Η συγκόλληση τους πάντα συνεπάγεται την εξουδετέρωση του παιδιού. Είναι σαν μια καθίζηση στο βαθύ πηγάδι της κακοποίησης. Γενικότερα το ίδρυμα ως θεσμός συνιστά έναν αναχρονισμό που πλήττει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ατόμου, πολλώ δε μάλλον όταν αναφερόμαστε σε παιδιά. Παρότι τα ιδρύματα για παιδιά έχουν εγκαταλειφθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, στη χώρα μας εξακολουθούν να λειτουργούν κάτω από ένα πέπλο αδιαφάνειας και συστημικής αδιαφορίας που σκίζεται μόνο όταν κάποιες από τις υποθέσεις ψυχικής, σωματικής, σεξουαλικής βίας ξεβράζονται στη δημοσιότητα. Μπαλώνεται, όμως, γρήγορα με εγκατεστημένους αυτοματισμούς προχειρότητας και άρνησης λογοδοσίας και η κατάσταση επιστρέφει στην κανονικότητα της απαξίωσης.
Κάπως έτσι, γνωστοποιήθηκε στα μέσα του περασμένου Δεκέμβρη υπόθεση που αφορά στην σεξουαλική και σωματική κακοποίηση παιδιών που φιλοξενούνται σε δομή παιδικής προστασίας που εδρεύει στην Αθήνα. Για την εν λόγω δομή υπήρξε επώνυμη καταγγελία προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων από τρεις εργαζόμενους/ες του ιδρύματος στην οποία καταγγέλλεται ότι εργαζόμενες στη δομή παρακολουθούσαν άπραγες μικρά παιδιά ηλικίας 7-11 ετών σε σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους. Στην καταγγελία επίσης αναφέρεται ότι στο ίδρυμα η σωματική κακοποίηση είναι μια συνήθης πρακτική και ότι αυτή συντελείται σε μια αποθήκη, όπου εργαζόμενη οδηγεί τα παιδιά για να τα ξυλοκοπήσει. Η καταγγέλλουσα μάλιστα ανέφερε ότι γι’ αυτήν την πρακτική η Διοίκηση του ιδρύματος γνώριζε τα πάντα. Η ίδια η Υφυπουργός αποκάλυψε ότι η συγκεκριμένη καταγγελία γι’ αυτά τα αδιανόητα περιστατικά υπήρχε ήδη στα χέρια της Διοίκησης από τον Σεπτέμβρη 2021.
«Πρόκειται για μια μεθοδευμένη τακτική συσκότισης και συγκάλυψης. Η πρώτη καταγγελία ήταν για σεξουαλικές πράξεις μεταξύ παιδιών παρουσία εργαζομένων και η δεύτερη για ένα υπόγειο στο οποίο οδηγούσαν τα παιδιά και τα χτυπούσαν, πρακτική την οποία εγώ ακούω συχνά σαν κοινωνική λειτουργός. Τα παιδιά που περνούν από ιδρύματα έχουν παρόμοιες αφηγήσεις, ότι τα οδηγούσαν σε ένα συγκεκριμένο μέρος που λειτουργούσε ως τιμωρητήριο. Η Υπουργός αφού επισκέφτηκε τα παιδιά στο νοσοκομείο που φιλοξενούνταν όταν διέταξε τη διερεύνηση, παραδέχτηκε πως είδε ορατά σημάδια παραμέλησης και ανέφερε κάτι που επίσης θα επικυρώσω ότι το συναντώ σε όλα τα παιδιά που έρχονται από ιδρύματα, δηλαδή παραμελημένα δόντια. Έχω υπόψη μου ζευγάρια που πήραν παιδιά από ιδρύματα και ήταν σάπια τα δόντια τους. Ξέρεις γιατί; Γιατί ο κάθε φιλάνθρωπος που ανοίγει το ίδρυμα, δε μπορεί να εγγυηθεί ότι θα καλύψει τις ανάγκες των παιδιών. Δεν είναι καν υποχρεωμένοι να προσλάβουν το απαραίτητο προσωπικό. Μετά βγαίνουν φωτογραφίες αγκαλιά με τους πολιτικούς. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν φωνή. Δεν μπορούν να αυτοεκπροσωπηθούν» λέει η Δήμητρα Γιάννου, κοινωνική λειτουργός και μέλος της ομάδας «Δεσμοί Καρδιάς – Υποψήφιοι Θετοί και Ανάδοχοι Γονείς Ν. Εύβοιας»
Σύμφωνα με όσα καταγγέλλουν μια σειρά οργανώσεις με ψήφισμα τους, τα συγκεκριμένα παιδιά, αφού μεταφέρθηκαν για κάποιες μέρες σε νοσοκομείο, στη συνέχεια τα ξανάστειλαν στο ίδιο ίδρυμα, στον τόπο που είχε δικαίως συνδεθεί μέσα τους με φριχτές αναπαραστάσεις. Οι εργαζόμενοι που εμπλέκονταν στην καταγγελία δεν απομακρύνθηκαν, απλώς άλλαξαν πόστο. Η διοίκηση που γνώριζε και αποσιωπούσε, στέκεται αλώβητη στη θέση της. Το όνομα του ιδρύματος δεν δημοσιοποιήθηκε με αιτιολογία πως κάτι τέτοιο θα στιγμάτιζε να παιδιά που ζουν εκεί. Ωστόσο, θα μπορούσε το Υπουργείο με εσωτερική ενημέρωση στις αρμόδιες υπηρεσίες να αποτρέψει από το να στέλνονται στη συγκεκριμένη δομή άλλα παιδιά. Δεν συνέβη ούτε αυτό. Όχι μόνο δεν έχει αποδοθεί καμία ουσιαστική πειθαρχική αρχικά και έπειτα ποινική ευθύνη αλλά δεν λήφθηκε κανένα αποτελεσματικό μέτρο αποκατάστασης και προστασίας των παιδιών.
Επιπλέον, η επικέντρωση του συστήματος ελέγχου στην αναζήτηση σημαδιών κακοποίησης στα σώματα των παιδιών, πέρα από αναποτελεσματική και παραπλανητική είναι και εξαιρετικά επιβλαβής. Οι μορφές θυματοποίησης των παιδιών στα ιδρύματα των ανεπτυγμένων χωρών δεν αφήνουν ίχνη ούτε ευρήματα που μπορεί να εντοπίσει κανείς με σωματικό έλεγχο. Παραθέτω εδώ την υπογράμμιση που έκανε για το ζήτημα το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού: «Είναι κρίσιμο να εμπεδωθεί τώρα ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ενεργοποιούμε διαδικασίες ελέγχου για την παιδική κακοποίηση που θα αναζητούν κατάγματα, ανοιχτές πληγές, υποθρεψία και σεξουαλική παραβίαση διεισδυτικού τύπου για να αποδείξουμε αν ένα περιβάλλον είναι κακοποιητικό ή όχι. Είναι ολισθηρό ατόπημα να δημιουργούμε διαδικασίες διερεύνησης που αντί να ενισχύουν τη στρατηγική της αποϊδρυματοποίησης θα καταλήγουν να πιστοποιούν και να εγγυώνται την επάρκεια κακοποιητικών για τα παιδιά χώρων και να ανανεώνουν την πίστη των πολιτών στην ιδρυματική φροντίδα.»
Η Μαίρη Θεοδωροπούλου, παιδοθετημένο άτομο η ίδια, ιδρύτρια του Κέντρου Ερευνών Ρίζες και συνιδρύτρια της ΚΟΙΝΣΕΠ social pathways, με αφορμή τις καταγγελίες και το χειρισμό τους, κάνει ορισμένες καίριες επισημάνσεις: «Το ίδρυμα μπορούσε να φιλοξενήσει παιδιά ηλικίας 3-5 ετών, αυτό έβγαζε προς τα έξω – άδεια δεν έχουμε δει για κανένα ίδρυμα- οπότε μας έκανε τρομερή εντύπωση ότι υπήρχαν μεγαλύτερα παιδιά. Οι υποδομές και το προσωπικό δεν ήταν κατάλληλα. Το ότι οι εργαζόμενοι είχαν διαμαρτυρηθεί και είχε αποκρυφτεί το γεγονός, μας θυμώνει. Όταν οι καταγγελίες έφτασαν στα χέρια της υπουργού δε μπορούσαν πια να κρυφτούν και οι λόγοι είναι εμφανείς, διότι το υπουργείο διακηρύσσει ότι είναι υπέρ της αποιδρυματοποίησης. Οι εργαζόμενοι που παρατηρούσαν τέτοιες συμπεριφορές όφειλαν να παρέμβουν για να βοηθήσουν κι όχι να γελούν και να τα φωτογραφίζουν, αυτό είναι εγκληματικό για εμάς. Φανερώνει μια αντίληψη ρουτίνας. Έχουν ιδρυματοποιηθεί και οι ίδιοι. Δεν τους παράσχεται εποπτεία, ενώ θα έπρεπε να τους βλέπει ειδικός για να αποφορτίζονται, να εκπαιδεύονται διαρκώς σε καινούργιες πρακτικές. Αν το ίδρυμα ισχυρίζεται πως είναι υποστελεχωμένο, δικό του πρόβλημα. Εμένα με αφορά η ψυχική υγεία των παιδιών και των εργαζομένων για να μην ξεσπούν πάνω στα παιδιά. Το πόσο μπορεί να αντέξει η ηθική και η ψυχή ενός εργαζομένου ώστε να μην αντιδρά με ξεπερνά σαν άνθρωπο γιατί μιλάμε για παιδιά. Από κει και πέρα, δεν είναι δυνατόν να μεταφέρεις παιδιά από τη δομή στο νοσοκομείο και στη συνέχεια να τα πηγαίνεις στον ίδιο χώρο που ήταν πριν. Τα παιδιά θα μπορούσαν να μεταφερθούν κάπου αλλού. Ποιο το νόημα να γυρίσουν πίσω στο ίδιο ίδρυμα; Ποια αλήθεια να εκμαιεύσεις από παιδιά αυτής της ηλικίας που έχουν μάθει στην κακοποίηση και τη θεωρούν κανονική συμπεριφορά. Το να μετακινήσεις έναν υπάλληλο σε άλλον τομέα είναι ανώφελο. Δεν είναι το παλάτι των Βερσαλλιών για να μην έρχονται σε επαφή με τα παιδιά. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι πέρασε ο θόρυβος και πάνε παρακάτω».
Σε ό,τι αφορά τη στελέχωση των δημοσίων ιδρυμάτων - ιδίως το προσωπικό φροντίδας - σε πολλές περιπτώσεις, βάσει της εμπειρίας του Συνηγόρου του Πολίτη όπως καταγράφεται στη σχετική έκθεση του 2020, παρατηρούνται σημάδια επαγγελματικής κόπωσης, παιδαγωγικά παρωχημένες στάσεις απέναντι στα παιδιά, αλλά και σημαντική δυσκολία ευελιξίας και προσαρμογής στην προοπτική της μετάβασης σε ένα διαφορετικό μοντέλο φροντίδας. Περαιτέρω, σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται σοβαρή ανεπάρκεια στην στελέχωση, τόσο σε επιστημονικό προσωπικό όσο και σε προσωπικό φροντίδας, καθώς και κάλυψη πάγιων αναγκών από έκτακτο προσωπικό, που απασχολείται µε συβάσεις μικρής διάρκειας και εναλλάσσεται συχνά, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η αρνητική επίδραση της ιδρυματικής φροντίδας στα παιδιά λόγω έλλειψης σταθερών προσώπων αναφοράς. Τέλος, επισημαίνεται η απουσία - στο σύνολο σχεδόν των ιδρυμάτων - προβλέψεων για την επιμόρφωση, την επιστημονική και διοικητική εποπτεία και την υποστήριξη του προσωπικού, για την αντιμετώπιση προβλημάτων που εμφανίζονται συστηματικά σε χώρους κλειστής φροντίδας. Επιπλέον, στο σύνολο των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας στη χώρα µας, αισθητή είναι η απουσία προβλέψεων για την κάλυψη γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών αναγκών των παιδιών από εθνικές ή θρησκευτικές μειονοτικές ομάδες.
Το πρόβλημα δεν έγκεινται μόνο στο κάθε ίδρυμα για το οποίο τυχαίνει να πληροφορηθούμε τι συμβαίνει αλλά στην ύπαρξη των ιδρυμάτων καθαυτής. Η λειτουργία τους είναι δομικά κακοποιητική και διαμορφώνει τους όρους θυματοποίησης των παιδιών. Τα τερατώδη περιστατικά που κατά καιρούς διατρέχουν φευγαλέα την επικαιρότητα – από τα κλουβιά στα Λεχαινά, τους βιασμούς στο Παπάφειο μέχρι την προετοιμασία «αμόλυντων νυφών» στα εκκλησιαστικού τύπου ιδρύματα – δεν είναι απόκλιση της ιδρυματικής διαδικασίας αλλά γεννήματα της. Και το πρόβλημα διογκώνεται από την απουσία ρυθμιστικού πλαισίου που θα ορίζει κάποιες προδιαγραφές για τα ιδρύματα και την αδυναμία του εποπτικού μηχανισμού.
«Εν έτει 2022 έχουμε 83 ιδρύματα παιδικής προστασίας, ανθρώπους που μπαίνουν σε ένα ίδρυμα και ενηλικιώνονται εκεί, κάτι που είναι κατάπτυστο, ότι χειρότερο μπορείς να κάνεις σε έναν άνθρωπο. Ο κάθε τυχάρπαστος, τάχα φιλάνθρωπος που θέλει μια βιτρίνα να παρουσιάσει ένα προφίλ, χωρίς κανένα εχέγγυο, χωρίς καν χρήμα, μπορεί να ανοίξει ένα ίδρυμα, να βάλει ένα Διοικητικό Συμβούλιο, να βάλει κι έναν Άνθιμο μέσα, να μην καλύπτει καμία προϋπόθεση καλής λειτουργίας γιατί η Ελλάδα δεν έχει ορίσει τέτοιες προϋποθέσεις. Δεν υπάρχει ρυθμισμένο πλαίσιο για τη λειτουργία των ιδρυμάτων που είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως η περίπτωση του ιδρύματος Ταβιθά που τη θυμάσαι. Έχουν γίνει ένα κάρο άλλα σκάνδαλα και χειρότερα, όπως το Παπάφειο που βιάζονταν τα παιδιά και είναι σε λειτουργία αυτό το ίδρυμα. Πριν κάποιες μέρες ένας 20χρονος αυτιστικός σκοτώθηκε σε έναν καβγά σε ίδρυμα παρουσία επαγγελματιών που δεν παρενέβησαν και το Διοικητικό Συμβούλιο στη θέση του. Η περίπτωση Λαλαούνη στον Πειραιά, αποκαλύφθηκε ότι ο επί 35 χρόνια πρόεδρος του ιδρύματος βίαζε και ασελγούσε, υποτίθεται κανείς δεν ήξερε τίποτα -και αλήθεια να είναι αυτό ακόμα χειρότερα. Αντιμετωπίστηκε μόνο σαν άτομο και δεν ασχολήθηκαν με τα θεσμικά και δομικά προβλήματα που του επέτρεπαν να το κάνει επί 35 χρόνια. Την πλήρωσε αυτός αλλά πόσες γενιές παιδιών τραυματιστήκαν και το ίδρυμα παραμένει ανοιχτό;
Ο έλεγχος των ιδρυμάτων είναι μέσα σε μια τρύπα, ακόμα και ο όποιος έλεγχος δεν είναι δεσμευτικός. Χωρίς νομικές προδιαγραφές και πρωτόκολλα ελέγχου ακόμα και ο κοινωνικός λειτουργός που πάει για έλεγχο είναι έκθετος σε μηνύσεις. Αυτό συνέβη στη δική μου περίπτωση με το ίδρυμα Ταβιθά που λειτουργεί ακόμα με ακραία οπισθοδρομικές μεθόδους. Οι υπηρεσίες που κάνουν έλεγχο είναι υποστελεχωμένες και φορτωμένες με άσχετα αντικείμενα όπως άδειες διεξαγωγής αγώνων, αθλητικά σωματεία κλπ. Εγώ στη δουλειά μου μαζί με το να προσπαθώ να βγάλω τα παιδιά από το ίδρυμα , πρέπει να βγάλω και άδεια για έναν αγώνα σφαιροβολίας» τονίζει η Δήμητρα Γιάννου.
Τα παιδιά που τοποθετούνται σε ιδρύματα είναι ήδη τραυματισμένα, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα έχουν γίνει εισαγγελικές παραγγελίες και έχουν απομακρυνθεί από την οικογένεια τους για λόγους έκθεσης σε βία ή για λόγους ισχυρής παραμέλησης. Στα ιδρύματα, όμως, δε βρίσκουν επούλωση. Αντίθετα το τραύμα τους διευρύνεται, καθώς από τη μια συνοικούν με άλλα τραυματισμένα παιδιά και από την άλλη είναι απολύτως ευάλωτα σ’ ένα κύκλωμα πλεγμένο από τα υλικά της εξουσίας, της αυθαιρεσίας και του σκοταδισμού.
Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές της UNICEF από την στιγμή που θα τοποθετηθεί σε ένα ίδρυμα ένα παιδί έχει περίπου 85% πιθανότητες να κακοποιηθεί σωματικά και 30% να κακοποιηθεί σεξουαλικά μόνο και μόνο από τα άλλα παιδιά με τα οποία συνοικεί. Αν σε αυτό προστεθούν τα περιστατικά κακοποίησης παιδιών από φροντιστές και παράγοντες των ιδρυματικών δομών και η θυματοποίησή τους από το ίδιο το μοντέλο λειτουργίας των ιδρυμάτων προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως δεν υπάρχει καλό για τα παιδιά ίδρυμα.
Η διεθνής βιβλιογραφία και οι σχετικές έρευνες έχουν αποκαλύψει τις επιπτώσεις της ιδρυματικής φροντίδας, στην ανάπτυξη του σώματος εν γένει και του εγκεφάλου, στην κοινωνική συμπεριφορά και στην εξέλιξη. Μάλιστα, οι έρευνες αναφέρουν ότι κατά μέσο όρο τα παιδιά σε ιδρύματα χάνουν έναν μήνα σωματικής ανάπτυξης για κάθε 5 μήνες ιδρυματικής φροντίδας, ακόμα και στην περίπτωση που οι διατροφικές ανάγκες των παιδιών ικανοποιούνται πλήρως. Όσον αφορά τον τομέα της γνωστικής ανάπτυξης, παρατηρούνται σημαντικά ελλείμματα στην προσοχή και στις εκτελεστικές λειτουργίες, επίσης, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, των νοητικών λειτουργιών και διαφόρων δεξιοτήτων. Οι επιζήμιες συνέπειες της ιδρυματικής φροντίδας στην ψυχο-κοινωνική εξέλιξη των παιδιών περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υπερκινητικότητα, εναντιωματική και συχνά επιθετική ή ακόμη και βίαιη, αυτοκαταστροφική ή αντικοινωνική συμπεριφορά ή συμπεριφορές απόσυρσης και αδυναμία δημιουργίας και διατήρησης συναισθηματικών δεσμών.
«Ένα παιδί για να φτάσει σε ίδρυμα σημαίνει ότι ήδη έχει αισθανθεί μη επιθυμητό και μη αγαπητό. Καταλήγουν στο ίδρυμα και δεν μπορούν να βασιστούν σε μια σχέση στοργής και αγάπης, δε μπορών να βασιστούν πάνω σε κάποιον. Έχει μια τραγικότητα όλο αυτό. Χάνει την παιδικότητα του, γίνεται ενήλικο από 5 χρονών, δεν υπάρχει κάποιον πρόσωπο να του λέει είμαι εδώ για σένα. Εδώ είμαστε 40 και 50 χρονών και έχουμε στο μυαλό μας πως ότι κι αν μας συμβεί θα έχουμε τους γονείς μας. Βγαίνοντας από το ίδρυμα σε μια Ελλάδα που ούτως η άλλως δε μπορείς να σταθείς στα πόδια σου είναι στον αέρα» συμπληρώνει η Δήμητρα Γιάννου.
Εξάλλου, ένα πράγμα που αναφέρεται με έμφαση και στην έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, είναι πως οι διεθνείς συμβάσεις για τα δικαιώματα των παιδιών προβλέπουν μόνο ως «έσχατη λύση» την τοποθέτηση παιδιών σε ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κατάλληλο για το συγκεκριμένο παιδί και προκρίνεται προς το βέλτιστο συμφέρον του, και τον περιορισμό της διάρκειας παραμονής σε αυτά στο ελάχιστο, ενώ οι επικρατούσες αντιλήψεις και πρόσφατες πρακτικές στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών πλέον αντιμετωπίζουν ως επιβεβλημένη την εναλλακτική φροντίδα των παιδιών εκτός ιδρυμάτων και τη μεταφορά της φροντίδας από το ίδρυμα στην κοινότητα . Η διάρκεια παραμονής των παιδιών στα ιδρύματα της χώρας μας, υπερβαίνει σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ σπανίως υποστηρίζεται η σχέση με τη φυσική οικογένεια ή διερευνάται η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, ή υλοποιείται η εξωιδρυματική εναλλακτική φροντίδα των παιδιών μέσω της αναδοχής ή η οριστική αποκατάσταση μέσω της τεκνοθεσίας. Αντίθετα αυτό που έχει διαπιστωθεί είναι πως σε ορισμένα ιδρύματα όχι μόνο δεν ενθαρρύνεται η σχέση με την οικογένεια και το συγγενικό περιβάλλον αλλά παρεμποδίζεται με αποτέλεσμα τα παιδιά να αποκόπτονται εντελώς από οποιονδήποτε εξωιδρυματικό δεσμό. Μια ακόμα χείριστη πρακτική είναι ότι κάποια ιδρύματα δεν εγγράφουν όλα τα παιδιά στην πλατφόρμα αναδοχής, στερώντας τους τη δυνατότητα απεγκλωβισμού.
«Δεν έχουμε καν ξεκάθαρη εικόνα των παιδιών που ζουν στα ιδρύματα, αριθμητικά και κατά ίδρυμα και είναι ανεπίτρεπτο. Πρέπει να ξέρουμε ακριβώς πόσα είναι τα παιδιά και ποιες είναι οι ηλικίες τους. Αν υπήρχε καλύτερη αξιοποίηση της πλατφόρμας αναδοχής, τα παιδιά θα είχαν φύγει. Όλα τα παιδιά πρέπει να είναι δηλωμένα και ανεβασμένα στην πλατφόρμα. Δεν είναι κι αυτό δηλώνει δόλο. Η ουσία είναι ότι τα παιδιά πρέπει να πάνε σε αναδοχή, υιοθεσία ή να επιστρέψουν στις οικογένειες γιατί δεν είναι όλες οι οικογένειες κακοποιητικές. Υπάρχουν οικογένεια που αντιμετωπίζουν συνθήκες οικονομικής ένδειας και πρέπει να στηριχτούν να πάρουν τα παιδιά πίσω. Οι υπηρεσίες που βλέπουν τυχόν αδυναμίες μιας οικογένειας θα πρέπει να τους προτείνει λύσεις που υπάρχουν στην κοινότητα. Για τους έφηβους υπάρχει το πιλοτικό πρόγραμμα ημιαυτόνομης διαβίωσης της Unicef. Οι έφηβοι με τη σωστή συνδρομή μπορούν να ζήσουν μόνοι τους, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Όλα τα ιδρύματα είναι κακοποιητικά. Τα παιδιά δεν έχουν την ελευθερία να εκφράσουν τη γνώμη τους, δεν έχουν εξατομικευμένη φροντίδα, τα τραύματα τους πολλαπλάσια, δεν υπάρχει καμία θεραπεία ως προς την ψυχοκοινωνική τους κατάσταση. Είναι ευθύνη του κράτους και της δικαιοσύνης να βάλουν το μαχαίρι στο κόκκαλο για να προστατεύσουν ανήλικα άτομα. Είναι αρμοδιότητα του κράτους και ιδρύματα να κλείσει και να δούμε αποιδρυματοποίηση στην πράξη. Τα ιδρύματα δεν έγιναν για να μπαίνει ένα παιδί μέσα και να μένει όλη του τη ζωή εκεί» υποστηρίζει η Μαίρη Θεοδωροπούλου.
Στον πυρήνα της συζήτησης βρίσκεται το ερώτημα αν τα παιδιά, ανάπηρα ή μη ανάπηρα, νευροτυπικά ή νευροδιαφορετικά, παραμελημένα ή κακοποιημένα, θα σημασιοδοτούνται ως μέλη μιας κοινότητας που δικαιούνται φροντίδα ή θα αντικειμενοποιούνται και θα εξωθούνται στην εσχατιά των ιδρυμάτων. Η απάντηση στο συγκείμενο της κοινωνικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι αυτονόητη. Η Πολιτεία οφείλει να προωθήσει αποτελεσματικές τομές που στον άξονα τους θα αποσκοπούν στην αποιδρυματοποίηση και το κλείσιμο όλων των ιδρυμάτων. Στο μεσοδιάστημα θα πρέπει τουλάχιστον να προχωρήσει στο κλείσιμο αυτών που έχουν μετατραπεί σε κολαστήρια και να διασφαλίσει τον αυστηρό έλεγχο των υπολοίπων στη βάση των δικαιωμάτων των παιδιών.
*Εδώ το ψήφισμα που ζητά το άμεσο κλείσιμο του συγκεκριμένου ιδρύματος
*Αρκετά στοιχεία για το θέμα αντλήθηκαν από τον Συνήγορο του Πολίτη και το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού
Πηγή: popaganda
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου