Ψηφίστηκε το νομοθετικό άρθρο με τίτλο "Παροχή σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης", ενταγμένο στον νόμο για το άσυλο και την μετανάστευση, επιτρέποντας έτσι την οπτικοακουστική αναμετάδοση διδασκαλίας από τα σχολεία προς τους μαθητές που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν δια ζώσης την εκπαιδευτική διαδικασία.
Ο νόμος αυτός αφορά μόνο απευθείας ("ζωντανή") μετάδοση ήχου ή/και εικόνας του διδάσκοντος, "σε πραγματικό χρόνο" απαγορεύοντας την καταγραφή και αποθήκευση του μαθήματος. Είναι δηλαδή μια μορφή "θυροτηλεφώνου" στο οποίο δεν περιλαμβάνεται καταγραφικό μηχάνημα και στο οποίο δεν επιτρέπεται η περαιτέρω χρήση των προσωπικών δεδομένων. Ειδικά για την περίπτωση "επιδημικών νόσων" επιτρέπεται και ταυτόχρονη διδασκαλία σε μαθητές που συμμετέχουν στο μάθημα με "φυσική παρουσία" και σε άλλους μαθητές που συμμετέχουν εξ αποστάσεως. Δηλαδή, η μικτή αυτή εκδοχή αφορά μόνο τις περιπτώσεις που συγκεκριμένοι μαθητές δεν μετέχουν λόγω επιδημικών νόσων, όχι κάθε περίπτωση "καθολικής ή μερικής αναστολής ή απαγόρευσης λειτουργίας εκπαιδευτικής δομής είτε για άλλο λόγο που ανάγεται σε έκτακτο ή απρόβλεπτο γεγονός".
Η εξαίρεση που επιτρέπει την καταγραφή είναι μόνο τα "μεταδεδομένα που τυχόν παράγονται στο ίδιο ως άνω πλαίσιο", τα οποία διατηρούνται για συγκεκριμένο εύλογο χρονικό διάστημα και η επεξεργασία τους επιτρέπεται αποκλειστικά για ερευνητικούς ή στατιστικούς σκοπούς.
Ο νόμος ορίζει ως "υπεύθυνο επεξεργασίας" για τα δημόσια σχολεία το Υπουργείο Παιδείας και για τα ιδιωτικά σχολεία το νομικό ή φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας.
Ο ίδιος νόμος ορίζει επίσης ότι με απόφαση Υπουργού Παιδείας θα οριστούν οι τεχνικές και διοικητικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του ανωτέρω, ύστερα από την διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου την οποία επιβάλλει το άρθρο 35 GDPR και 65 του Ν.4624/2019.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον όλα τα ανωτέρω είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα, τον GDPR, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων και την Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι η διαδικασία της απευθείας μετάδοσης ήχου/εικόνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σίγουρα μια μορφή συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διδασκόντων και μαθητών με αυτοματοποιημένα μέσα και ως εκ τούτου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του GDPR. Ο GDPR έχει λάβει υπόψη όλο το πλαίσιο θεμελιωδών δικαιωμάτων και συνεπώς, ως προς τα θέματα ιδιωτικότητας, αρκεί να εξεταστεί η νομοθετική ρύθμιση υπό το φως του εν λόγω κανονισμού.
Ο GDPR επιβάλλει να υπάρχει νόμιμη βάση για να διενεργηθεί μια επεξεργασία δεδομένων: ο νόμος αυτός παρέχει την νόμιμη βάση. Συνεπώς, η επεξεργασία των δεδομένων γίνεται, ως προς τα δημόσια σχολεία, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 6 περ. γ (έννομη υποχρέωση για παροχή εκπαίδευσης από το Υπουργείο Παιδείας, κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος) και ως προς τα ιδιωτικά σχολεια στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 6 περ. β (εκτέλεση σύμβασης), ενώ θα μπορούσε να ερείδεται και στην περ. δ (ζωτικό συμφέρον), αλλά και στην περ. ε (δημόσιο συμφέρον). Αυτό που δεν μπορεί να ισχύσει ως νομική βάση για τα δημόσια σχολεία είναι η περίπτωση α (συγκατάθεση που δεν νοείται για δημόσιες αρχές), καθώς και η περίπτωση ε (έννομο συμφέρον που επίσης δεν νοείται για δημόσιες αρχές).
Ασάφεια υπάρχει όμως ως προς τα "μεταδεδομένα" (metadata), αφού ούτε από το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης, ούτε και από το νομοθετικό κείμενο προκύπτει ποια δεδομένα θα θεωρηθούν ως τέτοια. Και μόνο η έκφραση "τυχόν" ("τα μεταδεδομένα που τ υ χ ό ν παράγονται") έχει κριθεί ότι δεν καλύπτει τις ανάγκη σαφήνειας που επιβάλλεται να συντρέχει στην περίπτωση της νομοθέτησης για την επεξεργασία δεδομένων υπό το πρίσμα του άρθρου 8 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ένας νόμος που επιτρέπει παρέμβαση θα πρέπει να είναι σαφής και προβλέψιμος ("forseeable"). Η έλλειψη σαφήνειας και προβλεψιμότητας του νόμου συνιστά περίπτωση παραβίασης του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. Το γεγονός αυτό έχει επισημάνει και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων στις κατευθυντήριες γραμμές για την διαφάνεια που πρέπει να διέπει τις επεξεργασίες δεδομένων κατά τα άρθρα 12-14 του GDPR. Ωστόσο, το ποιοτικό έλλειμμα της νομικής βάσης θα μπορούσε να θεραπευθεί με την υπουργική απόφαση που κατόπιν της εκτίμησης αντικτύπου μπορεί να διευκρινίσει όρους και προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης για τα μεταδεδομένα.
Ένα ακόμη αμφισβητήσιμο θέμα είναι η νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Παιδείας για διευκρίνηση των όρων και προϋποθέσεων εφαρμογής των ανωτέρω. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ότι η γενική "λευκή" εξουσιοδότηση που περιλαμβάνει ο τυπικός νόμος δεν αποτελεί την κατά το άρθρο 43 του Συντάγματος αποδεκτη εξουσιοδότηση προς τον υπουργό ια θέματα με χαρακτήρα τοπικό ή λεπτομερειακό. Η διατύπωση της διάταξης που παραχωρεί στον Υπουργό Παιδείας την κανονιστική αρμοδιότητα φαίνεται εξαιρετικά ευρεία και προβληματική λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων του ΣτΕ, με κίνδυνο τελικά μια τέτοια υπουργική απόφαση να καταπέσει εφόσον προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης.
Διότι η νομιμότητα της διαδικασίας θα επέβαλε η εξουσιοδοτική διάταξη να περιλαμβάνει όχι απλά την αναφορά στην εκτίμηση επιπτώσεων, αλλά συγκεκριμένη εξουσιοδότηση ότι με την υπουργική απόφαση θα καθοριστούν με κανονιστικές διατάξεις: α) οι πληροφορίες ενημέρωσης των συμμετεχόνων για τις συνθήκες με τις οποίες διεξάγεται η επεξεργασία δεδομένων με βάση τα άρθρα 12 - 14 του ΓΚΠΔ, β) τα δικαιώματά των υποκειμένων των δεδομένων, δυνάμει των άρθρων 15 - 21, γ) η συμμετοχή εκτελούντων την επεξεργασία κατά το άρθρο 28 ΓΚΠΔ δ) ο μηχανισμός γνωστοποίησης περιστατικού παράβασης στην Αρχή ή στα υποκείμενα των δεδομένων κατά τα άρθρα 33-34. Ένα πολύ συγκεκριμένο, δηλαδη αντικείμενο κανονιστικών ρυθμίσεων που εκ των πραγμάτων θα πρέπει να θεσπίσει το υπουργείο (για να μην κάνει κάθε σχολείο τα δικά του) θα έπρεπε να περιληφθεί με ειδική μνεία στην εξουσιοδοτική διάταξη. Μολονότι την αρμοδιότητα την διαθέτει ως υπεύθυνος επεξεργασίας το Υπουργείο, θα έπρεπε και η εξουσιοδοτική διάταξη να ειναι πιο αναλυτική, καθώς η ρύθμιση χρειάζεται και για τα ιδιωτικά σχολεία, στα οποία δεν είναι το Υπουργείο ο υπεύθυνος επεξεργασίας, αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουν κοινά πρότυπα.
Επομένως, ενώ υπάρχει νομιμότητα του σκοπού της επεξεργασίας δεδομένων, οι γενικότητες και ασάφειες της διάταξης μπορούν μεν να εξειδικευτούν και να θεραπευτούν με την σχετική υπουργική απόφαση, κατόπιν εκτίμησης επιπτώσεων, αλλά η γενικόλογη εξουσιοδοτική διάταξη ενδέχεται να αντιμετωπίσει προβλήματα εφόσον προσβληθεί δικαστικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας και δεν αποκλείεται να ακυρωθεί ως αντίθετη στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος.
Βασίλης Σωτηρόπουλος
Πηγή: e-Lawyer
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου