...γιατί πολύ «απλά», ο παππούς πέθανε. Δεν «έφυγε», ώστε να προσμένουμε κάποιον γυρισμό, δεν «κοιμήθηκε», οπότε θα μπορούσε κάποια στιγμή να ξυπνήσει, ο παππούς πέθανε και δεν υπάρχει τίποτα πιο οριστικό από αυτό.
Μάλιστα! Και στα παιδιά τι θα πούμε; Θα τον ψάξουν, θα αναρωτηθούν, θα κάνουν ερωτήσεις, θα τσαντιστούν επειδή ο παππούς αργεί να έρθει, για εκείνη τη βόλτα. Τι θα πούμε στα παιδιά; Ιδέα: να πούμε την αλήθεια; Γιατί μας τρομάζει πάντα η αλήθεια και ψάχνουμε τρόπους να την απωθήσουμε και να την αποφύγουμε; Τα παιδιά νιώθουν ασφάλεια με την αλήθεια. Εμείς οι «μεγάλοι» νιώθουμε σαν να μας «ξεβολεύουν», όταν καλούμαστε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Μα είναι μικρά και δεν θα καταλάβουν. Α, ναι; Για δοκίμασε. Προσπάθησε να είσαι ξεκάθαρος και «πλησίασε» στον δικό τους κόσμο. Πάρε ένα κομμάτι από τη δική τους αθωότητα και διώξε από το πρόσωπό σου, τον αποτροπιασμό που σου γεννάει η λέξη «θάνατος», γιατί εσύ τον φοβάσαι κι όχι εκείνα. Χαμογέλασέ τους, πάρε τα μια τεράστια αγκαλιά κι ακολούθησε τα δικά τους βήματα, το δικό τους «χορό», άφησέ τα να σε παρασύρουν και άφησε την αλήθεια, λιτή, όπως αρμόζει σε κάτι τόσο «μεγαλειώδες», να αναβλύσει από τα βάθη της ψυχής σου. Διώξε για λίγο τη λογική, απομόνωσέ την, άφησε την ψυχή σου, την καρδιά σου, να πάρει τα ηνία και θα δεις. Θα λυτρωθείς.
Άλλωστε, τα παιδιά δεν ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, ζουν στο ίδιο σπίτι με εμάς κι έχουν ακόμα ανεπτυγμένο το αγνό ένστικτό τους, το οποίο δεν έχει «φιμωθεί», όπως συμβαίνει με εμάς τους «μεγάλους». Και παρατηρούν τα πάντα, τις ματιές, τους ψίθυρους, τις αγωνίες, τα δακρυσμένα μάτια. Και φτιάχνουν το παζλ, αρκεί να μην ξεχνάς, να τους λες την αλήθεια.
Ο παππούς ήταν πολύ άρρωστος, ήταν όμως και γενναίος μαχητής και πάλεψε πολύ, όπως οι ήρωες των παραμυθιών. Κι εκείνα αναρωτιώνται επειδή στο βάθος, αυτό είναι που φοβάσαι. Το να απαντήσεις στις ερωτήσεις τους. Εκείνες που δεν «φιλτράρονται» και σε «βρίσκουν» απευθείας στην καρδιά.
«Και γιατί ο γιατρός δεν του έδωσε «φαρμακούλι» να γίνει καλά;». «Ο γιατρός έκανε ότι μπορούσε, αλλά δυστυχώς, δεν υπήρξε εκείνο το φάρμακο, το οποίο θα μπορούσε να τον βοηθήσει» κι εκείνα χαμογελούν κι επιστρέφουν στο παιχνίδι τους και μουδιάζεις κι αναρωτιέσαι, μήπως δεν κατάλαβαν. Mια χαρά κατάλαβαν και μάθε από το παράδειγμά τους. έχουν υπέροχους «μηχανισμούς επούλωσης» της ψυχής τα πιτσιρίκια, μην τα υποτιμάς. Eπεξεργάζονται την πληροφορία και θα επανέλθουν. Mα θα παίξουν πρώτα, να νιώσουν καλύτερα και θα επανέλθουν και θα σου πουν «Μαμά, πονάει η καρδούλα που πέθανε ο παππούς και στεναχωριέμαι που δεν θα τον ξαναδώ». Kαι πάλι θα νιώσεις εκείνη τη «σουβλιά», γιατί είπαμε, τώρα ανάμεσα σε σένα και σε εκείνα, δεν χωράει το ψέμα, παρά μόνο η αλήθεια. Γι'αυτό σε εμπιστεύονται και νιώθουν ασφάλεια επειδή δεν τα κοροϊδεύεις, μην το ξεχνάς, όσο κι αν πονάς, που έχασες τον πατέρα σου. Που έχασες την αρχή σου, τη ρίζα σου. Μίλα για την αλήθεια της ψυχής σου και θα λυτρωθείς.
Κάπου, σε κάποια από τις συζητήσεις, εκείνων των ημερών, κάποιος είπε «τώρα πια δεν πονάει κι είναι καλύτερα εκεί που είναι» κι εκείνα, αντί να ρωτήσουν αυτόν τον «κάποιο» τι εννοεί, έρχονται σε σένα, γιατί σε εμπιστεύονται και θέλουν την αλήθεια. «Μαμά, αφού ο παππούς δεν πονάει πια εκεί που είναι και είναι καλύτερα, γιατί δεν γυρίζει πίσω;». Και παγώνεις και μαζεύεις τα κομμάτια σου κι εξηγείς, αυτό που ήδη ξέρουν, μα θέλουν να τους το επιβεβαιώσεις, γιατί μόνο εσύ μπορείς και κανένας «κάποιος» άλλος. «Δεν θα γυρίσει, γιατί πέθανε...», απαντάς, τόσο απλά και φυσικά, σαν να έχεις ήδη συμφιλιωθεί με το γεγονός κι ας πονάς, με έναν πόνο αλλιώτικο, άγνωστο, που δε μοιάζει με κανέναν. Κι ας ζητάς παντού τη φιγούρα του. Θα ήθελες κι εσύ, τις ίδιες ερωτήσεις να κάνεις, μα φοβάσαι και πάλι. Γιατί εσύ είσαι «μεγάλη» και θα σε πάρουν για τρελή, οι υπόλοιποι «λογικοί μεγάλοι», γιατί στον κόσμο των «μεγάλων» κυριαρχεί ο φόβος της αλήθειας και των συναισθημάτων.
Γι'αυτό σου λέω, μείνε λίγο ακόμα με τα παιδιά, γίνε για λίγο πάλι παιδί... μη φοβηθείς να γελάσεις, επειδή νομίζεις πως όλοι περιμένουν από σένα να κλάψεις, αφού σε τέτοιες «περιπτώσεις» όλοι κλαίνε. Μη φοβηθείς να «σηκωθείς», επειδή όλοι περιμένουν από σένα την κατάρρευση. Εμπιστεύσου τα παιδιά, μείνε μαζί τους.
Και πες τους πως «θάνατος» είναι η λήθη και εμείς δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, εμείς θα συνεχίσουμε να αγαπάμε τον παππού, θα συνεχίσουμε να θυμόμαστε τις μέρες που πηγαίναμε στο χωριό, δίναμε ένα πεταχτό φιλί στη γιαγιά και τρέχαμε να τον βρούμε, να μας κάνει μια τεράστια βόλτα, στη θάλασσά μας. Και πάλι θα καθίσουμε στο μικρό μπαλκόνι, θα παίζουμε τα παιχνίδια μας και θα νιώθουμε ότι ακούμε εκείνο το γνώριμο ήχο από το κομπολόι του, όταν επέστρεφε σπίτι, με βήματα αργά, κι ίσως και λίγο κουρασμένα. Θα χαμογελάσουμε συνωμοτικά, γιατί ο παππούς ήταν πάντα το «καταφύγιό» μας και κρατούσε καλά κρυμμένους τους θησαυρούς μας.
Και θα ξαναπάμε στο πατρικό του, σε εκείνο το μισογκρεμισμένο σπιτάκι, που κάποτε ήταν γεμάτο ζωή κι αντηχούσαν γέλια παιδικά (γιατί κι ο παππούς υπήρξε παιδάκι και εκείνο το παιδάκι, θα «φτερουγίζει» πάντα σε εκείνες τις κορφές), σε ένα μικρό χωριό, χαμένο στο πράσινο των Λευκών Ορέων και που πια δεν έχουν απομείνει ούτε τρεις κάτοικοι. Μα εκεί οι μυρωδιές είναι γνώριμες, αγαπημένες, απόδειξη πως πεθαίνει, ό,τι αφήσεις να πεθάνει, ό,τι «διώξεις» από την ψυχή σου γιατί ό,τι φωλιάζει στην ψυχή μας, θάνατο δεν φοβάται. Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις, που μας κρατούν σε επαφή με τους αγαπημένους μας, που δεν είναι πια κοντά μας., το ξέρεις, πως είναι κι άλλα πολλά.
Ψάχνεις να βρεις σε σένα, χαρακτηριστικά του. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει. Και τότε όλα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν και σε καθησυχάζουν, πως υπάρχουν ακόμα ζωντανοί δεσμο και τον «ανακαλύπτεις» παντού, σε συνήθειες και πράγματα που ποτέ πριν δεν είχες προσέξει, γιατί εκείνος ήταν εκεί και ένιωθες ασφάλεια. Έχεις το χαμόγελό του, έχεις την ίδια «ισχυρή» μνήμη με εκείνον, βλέπεις τον αδερφό σου να περπατάει κι αναγνωρίζεις στα βήματα του, αυτόν που δεν είναι πια εδώ, που θα σας λείπει για πάντα, μα υπήρξε. Κι εσείς, τα παιδιά του, η απόδειξη της ύπαρξής του... η πιο ζωντανή απ' όλες.
Και φοβάσαι πως μαζί με τον μπαμπά σου, «έφυγε» και το παιδί που ήσουν κάποτε και τώρα ποιος θα σε παρηγορεί όταν πέφτεις, όταν κι εσύ νιώθεις πως πρέπει κι άλλους να παρηγορήσεις. Kαι φοβάσαι μήπως τον ξεχάσεις και κοντεύουν να σε πείσουν, πως τα παιδιά ήταν μικρά και σε λίγο καιρό δεν θα τον θυμούνται. Mα εσύ ξέρεις. Ξέρεις πως πια δεν θα τον βλέπεις, μα θα τον «κουβαλάς» πάντα μαζί σου. Τα παιδιά σου ένιωσαν την απέραντη αγάπη και τη στοργή του και αυτό είναι η κληρονομιά τους. Είχαν την τύχη να τα αγαπήσει, πιο πολύ ίσως κι από τα παιδιά του κι αυτό δεν χρειάζεται να το θυμούνται, γιατί το έζησαν και καταγράφηκε σε όλο τους το είναι.
Και να του υποσχεθείς πως δεν θα το βάλεις κάτω, σε καμία δυσκολία. Αφού μπόρεσε εκείνος, μπορείς κι εσύ! Αυτό να κρατάς σαν φυλαχτό. Δεν λύγισε ποτέ και μιλούσε για τη ζωή, ακόμα κι όταν η ζωή «έφευγε» σιγά-σιγά, σαν το νερό από τις χούφτες μας.
Και το ξέρεις γαμώτο, πως είναι δύσκολο, μα θα τα καταφέρεις, γιατί η δική σου «απόδειξη ύπαρξης», κρύβεται σε δυο μουτράκια, δυο γελάκια πονηρά, που πάντα περιμένουν από σένα, την αλήθεια της ψυχής σου. Κι αυτό είναι η δύναμή σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου