Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Θα σε σπάσω στο ξύλο

Η βία μεταξύ των παιδιών ήταν ένα πρόβλημα χωρίς όνομα που τα τελευταία χρόνια γιγαντώθηκε και έγινε ιδιαίτερα σοβαρό. Και απέκτησε και όνομα: bullying

Την τελευταία δεκαετία, που παιδιά από διάφορες εθνικότητες άρχισαν να πηγαίνουν στα σχολεία όλης την ελληνικής επικράτειας, τα πράγματα αγρίεψαν. Οι διαφορετικές κουλτούρες, οι δυσκολίες στη γλώσσα, το διαφορετικό χρώμα, ήταν από μόνοι τους λόγοι για να γίνουν στόχοι παιδιά μεταναστών. Και μεγαλώνοντας, τα παιδιά που είχαν υποστεί βία γίνονταν ακόμα πιο βίαια απέναντι σε μικρότερα παιδιά, συνήθως άλλης εθνικότητας. Η ρατσιστική βία είναι μία μάστιγα.

Επτά παιδιά και μία ειδικός μας διηγούνται.

Μόνο αν έχεις ζήσει το bullying στο σχολείο ή στη γειτονιά που μεγάλωσες, μπορείς να καταλάβεις πόσο σοβαρό πρόβλημα μπορεί να γίνει η απειλή από τους συμμαθητές σου. Κρατάω τον αγγλικό όρο, γιατί η ελληνική λέξη «εκφοβισμός» περιγράφει πολύ πιο ανώδυνα όσα ο όρος bullying περιλαμβάνει: απειλή, ξυλοδαρμό, τρόμο, άρνηση, καταρράκωση προσωπικότητας, τραύματα που σε ακολουθούν μια ζωή και που δύσκολα επουλώνονται. Κι επειδή στα ελληνικά δεν υπάρχει μία λέξη που να περιγράφει συνοπτικά όλα αυτά, τυπικά, μέχρι πρόσφατα το πρόβλημα δεν μπορούσε να εντοπιστεί. Ουσιαστικά, όμως, το bullying υπήρχε και ήταν το ίδιο πάντα, εδώ και δεκαετίες. Ο διαφορετικός, ο αδικημένος από τη φύση, ο χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, όποιος δεν είχε κάποιον να τον υπερασπιστεί, όποιος είχε κάποιο κουσούρι, ήταν καταδικασμένος να είναι το θύμα. Έτρωγε ξύλο, γινόταν ο περίγελος, τον χλεύαζαν, του ζητούσαν ανταλλάγματα, τον απομόνωναν, έπρεπε να υποστεί αδιαμαρτύρητα κάθε είδους βία, γιατί, αν μιλούσε, τα πράγματα γίνονταν γι’ αυτόν ακόμα πιο δύσκολα (να σημειωθεί ότι το 50% των ψυχιατρικών προβλημάτων στην ενήλικη ζωή πηγάζουν από την παιδική ηλικία).

Σήμερα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη.

«Χρησιμοποιώντας τον όρο bullying αναφερόμαστε στη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση ενός ατόμου, με σκοπό τον αποκλεισμό του από μια στενή κοινωνική ομάδα», λέει η κ. Έρη Πιπεράκη, MSc ψυχολόγος, ειδική παιδαγωγός, εντοπίζοντας το πρόβλημα. «Στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, η σωματική και συναισθηματική βία εξασκείται από παιδί σε παιδί στο πλαίσιο του σχολείου ή σε χώρους όπου τα παιδιά λειτουργούν σαν ένα σύνολο: σε αθλητικούς συλλόγους, κατασκηνώσεις κ.α. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο κάποιο παιδί ή ομάδα παιδιών μετατρέπεται σε «ταύρο» (bull) σε βάρος άλλου παιδιού, με σκοπό την περιθωριοποίησή του. Χαρακτηριστικό του σχολικού εκφοβισμού είναι η ανισότητα δύναμης: οι μαθητές που δέχονται τις επιθέσεις είναι συνήθως αδύναμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αισθάνονται αβοήθητοι και αυτό το εκπέμπουν στους επιτιθέμενους. Ο εκφοβισμός στον χώρο του σχολείου επηρεάζει αρνητικά τους πιο αδύναμους μαθητές, οι οποίοι, εκδηλώνοντας την αδυναμία τους ν’ αντιδράσουν, γίνονται εύκολα στόχος. Στο φαινόμενο εμπλέκονται αρχικά το παιδί που δέχεται βία και το παιδί ή η ομάδα παιδιών που ασκεί τη βία. Παράλληλα, όμως, εμπλέκονται τα παιδιά-θεατές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς».

Στο πρόβλημα του bullying τα τελευταία χρόνια προστέθηκε κι άλλη μία παράμετρος που προέκυψε από την τεχνολογία: το cyber bullying. «Με τον όρο “cyber bullying” (ηλεκτρονικός εκφοβισμός) αναφερόμαστε στη θυματοποίηση μαθητών μέσα από το Ιnternet. Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει να γίνεται ο εκφοβισμός διαδικτυακά ή με μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα» εξηγεί η κ. Πιπεράκη. «Οι θύτες μπορεί να στήσουν ολόκληρη ιστοσελίδα όπου προβάλλουν σκηνές του θύματος και καλούν άλλους χρήστες να κάνουν τα δικά τους ειρωνικά σχόλια».

Η Ελένη, 16 χρόνων, που έχει υποστεί cyber bullying, μας διηγείται την ιστορία της: «Στο σχολείο μου είμαι αρκετά δημοφιλής, το ξέρω ότι αρέσω. Σκέφτομαι να πάω για μοντέλο γιατί από 14 χρόνων ήμουν ήδη 1,73 και τώρα έχω φτάσει 1,78. Μου αρέσει ο εαυτός μου, αλλά όχι και κάθε μέρα. Είναι και μέρες που δεν μου αρέσει τίποτα πάνω μου. Οι γονείς μου μού λένε συνέχεια ότι η ομορφιά δεν λέει τίποτα από μόνη της και, γενικά, θέλω να περάσω Πανελλήνιες. Ποτέ δεν ήμουν όλη την ημέρα στον καθρέφτη, είμαι πιο κλειστή. Να φανταστείς, δεν είχα καν προφίλ στο facebook, όχι γιατί δεν με άφηναν, αλλά γιατί δεν τα γούσταρα αυτά. Μια μέρα έρχεται μια κοπέλα από άλλο τμήμα και μου λέει: “κουλ το προφίλ σου στο facebook και αυτά που γράφεις”. Έμεινα παγωτό. Της είπα “δεν έχω προφίλ” και μου λέει “μα, έχεις, με το όνομα και το επίθετό σου!”. Τρελαίνομαι που το ακούω, μπαίνω από το προφίλ μιας φίλης μου, και τι να δω; Φωτογραφίες μου –πολλές φωτογραφίες μου που δεν ξέρω πού τις είχαν βρει– και ένα ψεύτικο προφίλ κάποιας που σκέφτεται όλη μέρα το σεξ και “λαχταρά έναν μεγάλο, μαύρο πούτσο”, μαζί με άπειρα ερωτικά υπονοούμενα. Σε λίγες μέρες είχε γίνει χαμός. Αναγκάστηκα να φτιάξω ένα άλλο προφίλ και ζήτησα από το facebook να μπλοκάρουν αυτόν που με διέσυρε. Τελικά, αυτή η ψεύτικη σελίδα κατέβηκε. Δεν περνάνε λίγες μέρες και μου λέει μια φίλη μου “είσαι στο Ίντερνετ, γυμνή, σε ένα tumblr!”. Ήμουν πράγματι εγώ, αλλά με ψεύτικο σώμα μιας γυμνής. Κόντευα να τρελαθώ. Δεν μπορούσα να φανταστώ ποιος το έκανε και για ποιον λόγο. Έχω πολύ πιο μικρό στήθος από αυτής στη φωτογραφία και όσοι με ήξεραν κατάλαβαν ότι ήταν μονταρισμένη. Μόλις ηρέμησα και άρχισα να το ξεχνάω, εμφανίστηκε άλλο ένα ψεύτικο προφίλ μου στο facebook, με ψευδώνυμο kavla.k και τη δική μου φωτό. Ξανά η ίδια ιστορία. Ένιωθα χαμένη και ένοχη, χωρίς να έχω κάνει κάτι κακό. Δεν είχα όρεξη να βγω, φοβόμουν να ανοίξω ακόμα και το PC μην τυχόν δουν τίποτα οι γονείς μου και δεν ήθελα να πάω στο σχολείο. Η μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι έτρεχε, με πίεσε να της πω και της είπα. Με τη βοήθεια της Δίωξης ανακαλύψαμε ότι όλα τα είχε κάνει η κολλητή μου που με ζήλευε, μαζί με τον φίλο της. Οι γονείς μου τη μήνυσαν, αλλά τελικά απέσυραν την κατηγορία».

Η αλλαγή στη σύνθεση και τη δομή της κοινωνίας, τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ήρθαν ως επακόλουθο, η αγριότητα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα παιδιά σε μία κοινωνία χωρίς έλεος και η εύκολη πρόσβαση στο Ιnternet έχουν κάνει το bullying πολύ πιο επικίνδυνο και σκληρό και οι περιπτώσεις που φτάνουν στους ειδικούς το αποδεικνύουν. «Το φαινόμενο του εκφοβισμού και της κοινωνικής απομόνωσης εμφανίζεται από πολύ παλιά στις κοινωνικές ομάδες και ειδικά όπου υπάρχουν διακρίσεις λόγω πολιτισμικών διαφορών» λέει η κ. Πιπεράκη. «Σήμερα το πρόβλημα έχει ενταθεί λόγω της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που υφιστάμεθα. Στην κοινωνία μας ο ανταγωνισμός προβάλλεται ως ένα θεμιτό μέσο προόδου και εξέλιξης, ενώ παράλληλα η βία παρουσιάζεται απροκάλυπτα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την πίεση της καθημερινότητας που έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση του χρόνου που αφιερώνουν οι γονείς στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα η προσέγγισή τους να επικεντρώνεται μόνο στις αρνητικές τους συμπεριφορές. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι με αυτό τον τρόπο κερδίζουν την προσοχή των σημαντικών προσώπων, αφού συνειδητοποιούν ότι μόνο έτσι βρίσκουν χρόνο ν’ ασχοληθούν μαζί τους».

Το πρόβλημα, πέρα από προσωπικό του παιδιού που υποφέρει, είναι και κοινωνικό. Τα πρότυπα που επιβάλλονται στο παιδί μέσα από τα Μέσα, η κατήχηση από ορισμένες ομάδες φανατισμένων (η Χρυσή Αυγή είχε ολόκληρο μηχανισμό «διαπαιδαγώγησης» στα σχολεία), η εύκολη πρόσβαση σε αγριότητες που συμβαίνουν παντού στον κόσμο και γίνονται παράδειγμα προς μίμηση, ο σκοτεινός κόσμος του παιδιού που μπορεί να το οδηγήσει, να γίνει ανελέητο, όλα μαζί συνιστούν ένα πρόβλημα που δύσκολα φτάνει στα αυτιά των ειδικών ή όσων μπορούν να του βρουν λύση. Τα παιδιά συνήθως δεν μιλούν.

«Τα παιδιά-θύματα τις περισσότερες φορές αποσιωπούν αυτό που τους συμβαίνει από φόβο ή ντροπή. Υπάρχουν όμως κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού που αποτελούν ενδείξεις ότι κάτι συμβαίνει στο σχολείο» μας λέει η κυρία Πιπεράκη. «Το παιδί μπορεί να επιστρέφει στο σπίτι με κατεστραμμένα προσωπικά αντικείμενα, απώλειά τους ή βρόμικα ρούχα. Μπορεί να υπάρχουν χτυπήματα που δεν μπορεί να δικαιολογήσει πώς έχουν συμβεί ή ξαφνική απροθυμία να πάει στο σχολείο, προφασιζόμενο αδικαιολόγητη αδιαθεσία. Να έχει νυχτερινούς εφιάλτες ή νυχτερινή ενούρηση. Εκρήξεις θυμού στο σπίτι, που είναι το ασφαλές πλαίσιο για να εκτονώσει τον θυμό του γι’ αυτό που του συμβαίνει. Γενικά, γίνεται ευερέθιστο και εκδηλώνει έντονες μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του. Μπορεί να έχει δραματική πτώση στις σχολικές του επιδόσεις και αδιαφορία για τις σχολικές υποχρεώσεις. Επιλέγει την κοινωνική απομόνωση ή ελάχιστους φίλους εκτός σχολείου και εκδηλώνει συναισθήματα άγχους, μοναξιάς, χαμηλής αυτοεκτίμησης και έντονης θλίψης».

Την τελευταία δεκαετία, που παιδιά από διάφορες εθνικότητες άρχισαν να πηγαίνουν στα σχολεία όλης την ελληνικής επικράτειας, τα πράγματα αγρίεψαν. Οι διαφορετικές κουλτούρες, οι δυσκολίες στη γλώσσα, το διαφορετικό χρώμα, ήταν από μόνοι τους λόγοι για να γίνουν στόχοι παιδιά μεταναστών. Και μεγαλώνοντας, τα παιδιά που είχαν υποστεί βία γίνονταν ακόμα πιο βίαια απέναντι σε μικρότερα παιδιά, συνήθως άλλης εθνικότητας. Η ρατσιστική βία είναι μία μάστιγα.

Ο Πέτρος είναι 19 χρόνων και σήμερα είναι ένα παιδί χαμογελαστό που φτιάχνει μουσική και έχει το δικό του συγκρότημα. Στο σχολείο, όμως, έζησε έναν εφιάλτη: «Ήρθαμε στην Ελλάδα όταν ήμουν 9 χρόνων. Δεν μιλούσα ούτε λέξη ελληνικά και θυμάμαι ότι εκείνο το καλοκαίρι ήταν το χειρότερο της ζωής μου. Για τρεις μήνες ο μικρός μου αδερφός κι εγώ ήμασταν κλεισμένοι στο υπόγειο της Αχαρνών. H μάνα μου φοβόταν πως αν βγαίναμε στον δρόμο, θα μας έχανε. Βλέπαμε όλη την ημέρα τηλεόραση που δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε, μόνο τις εικόνες. Για πρώτη φορά βγήκα στον δρόμο τον Ιούνιο και μέχρι τον Σεπτέμβριο οι γονείς μου μας πήγαιναν τα απογεύματα για λίγη ώρα στο Πεδίον του Άρεως. Ήταν η μόνη μας βόλτα. Το να είσαι διαφορετικός χωρίς να το έχεις επιλέξει είναι ό,τι χειρότερο. Ήμουν ξένος, είχα αλλιώτικο χρώμα στο δέρμα και δεν ήξερα σχεδόν καθόλου ελληνικά, έτσι, όταν πήγα στο σχολείο, όλοι με κορόιδευαν. Μέχρι να έρθω στην Ελλάδα, ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι το χρώμα μου μπορεί να είναι πρόβλημα. Με έβαλαν στην Α” Δημοτικού, μαζί με τον αδερφό μου, μέχρι να μάθω τη γλώσσα. Δύο παιδιά της ΣΤ” Δημοτικού από την Αλβανία με έδερναν σε κάθε διάλειμμα και μου ζητούσαν λεφτά. Τους φοβόμουν πολύ, ο ένας μου είχε δείξει κι έναν σουγιά. Μια μέρα με έπιασαν από τα πόδια –με το κεφάλι στο έδαφος– και με ταρακουνούσαν. Τα φοβόμουν πολύ αυτά τα παιδιά γιατί έκαναν ό,τι ήθελαν, ανεξέλεγκτα. Το πιο τρομαχτικό όμως ήταν ότι με απειλούσαν πως, αν δεν τους έδινα λεφτά, θα σκότωναν τον αδερφό μου. Μάζευα ό,τι ψιλά μου έδιναν οι γονείς μου από ρέστα και τους τα έδινα. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων κλείστηκα στον εαυτό μου και δεν ήθελα να ξαναβγώ από το σπίτι. Δεν μιλούσα σε κανέναν, δεν είχα κανέναν φίλο και όταν προσπαθούσα να διαβάσω στην τάξη, όλοι με κορόιδευαν. Η δασκάλα δεν με υπερασπίστηκε ποτέ και δεν μου έδινε σημασία. Μια μέρα που έκλαιγα επειδή με είχαν δείρει μου είπε “αν δεν σας αρέσει εδώ, γιατί δεν γυρνάτε στη χώρα σας;”. Ένα πρωί είπα στη μάνα μου ότι δεν θέλω να πάω ξανά σχολείο. Με έπιασε από το χέρι και με έσυρε μέχρι την τάξη με το ζόρι. Στον δρόμο με χτύπησε και με φώναζε “τεμπέλη”. Φοβόμουν να της πω τι περνούσα γιατί σκεφτόμουν ότι αν μιλούσα, κινδύνευε ο αδερφός μου. Με άφηνε έξω από το σχολείο και εγώ το έσκαγα και περιφερόμουν στους δρόμους. Μια μέρα τηλεφώνησαν στον πατέρα μου από το σχολείο και του είπαν ότι έχω απουσίες και εκείνος με έδειρε με τη ζώνη του και μου έλεγε ότι είμαι η ντροπή της οικογένειας. Την Κυριακή που πήγαμε στην εκκλησία με σήκωσε μπροστά σε όλους και ζήτησε να με βοηθήσει ο Θεός επειδή δεν πήγαινα στο σχολείο. Στο τέλος της λειτουργίας μια κυρία πλησίασε τον πατέρα μου και του είπε ότι για να μη θέλω να πάω στο σχολείο κάτι κακό μπορεί να μου συμβαίνει εκεί – είχε περάσει τα ίδια με τον γιο της. Ο πατέρας μου ήρθε στο σχολείο και μίλησε στη δασκάλα, αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε. Δεν σταμάτησαν να με ενοχλούν μέχρι το τέλος της χρονιάς. Την επόμενη χρονιά αλλάξαμε και σχολείο και γειτονιά. Πέρασαν δύο χρόνια μέχρι να μάθω καλά ελληνικά και να κάνω φίλους στο σχολείο. Ακόμα και τώρα, χρόνια μετά, με φοβίζει όταν κάποιος έρχεται κοντά μου, σώμα με σώμα. Θυμάμαι εκείνη την αίσθηση και μου κόβονται για μια στιγμή τα γόνατα».

«Αμέσως μόλις ο γονιός υποψιαστεί ότι το παιδί του πιθανόν είναι θύμα σχολικής βίας, πρέπει να επικοινωνήσει με το εκπαιδευτικό πλαίσιο του παιδιού και να εκθέσει τους προβληματισμούς του» συμβουλεύει η κ. Πιπεράκη. «Στόχος είναι γονείς και σχολείο να συνεργαστούν ώστε να σταματήσει ο εκφοβισμός του παιδιού και το παιδί να νιώσει ότι βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον, όπου τα θέματα αντιμετωπίζονται με αποδοχή και κατανόηση. Στόχος μας είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας κάθε παιδιού και η τόνωση της αυτοεκτίμησής του. Οι γονείς δεν πρέπει ν’ αντιδράσουν υπερβολικά μπροστά στο παιδί ή, αντίθετα, να υποβαθμίσουν την κατάσταση, γιατί το παιδί αποθαρρύνεται και σταματά να τους εμπιστεύεται ό,τι του συμβαίνει. Ακόμα κι αν οι γονείς διαφωνούν με τον τρόπο που το παιδί τους έχει χειριστεί την κατάσταση, δεν πρέπει να το μειώσουν λέγοντας ότι θα έπρεπε ν’ αντιδράσει πιο δυναμικά –όπως οι ίδιοι θα ήθελαν – γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του κάνουν αρνητική κριτική και το παιδί κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Παράλληλα, νιώθει ότι οι γονείς δεν μπορούν να κατανοήσουν όσα περνάει, δεν το αποδέχονται και του δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι ανίκανο να χειριστεί την κατάσταση, άρα, τελικά, του αξίζει που οι άλλοι του φέρονται μ’ αυτό τον τρόπο. Οι γονείς χρειάζεται να παροτρύνουν το παιδί τους να μην απομονώνεται, αλλά να βρίσκεται πάντα κοντά σε μια παρέα παιδιών ή έναν ενήλικα, στον οποίο πρέπει ν’ απευθύνεται μόλις συμβεί κάτι. Όχι για να καρφώσει κάποιον ή κάποιους, αλλά για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κάτι που καθένας μας έχει δικαίωμα να κάνει».

Στο γυμνάσιο πήγαινα στο καλλιτεχνικό σχολείο στον Γέρακα» λέει ο 18χρονος Γιώργος. «Στην Α” Λυκείου έκανα το λάθος να θέλω να αλλάξω λύκειο και πήγα στον Χολαργό, κοντά στο σπίτι μου. Εκεί στην ουσία ξεκίνησε η κόλαση. Στο τμήμα μου ήταν τρία αγόρια μεγαλόσωμα –το λέω γιατί παίζει ρόλο και αυτό– που από την πρώτη μέρα στην τάξη ξεκίνησαν τα λεκτικά πειράγματα σχετικά με το σχολείο απ” το οποίο προερχόμουν. Επειδή πήγαινα στο “καλλιτεχνικό”, σήμαινε αυτόματα ότι ήμουν γκέι. Δεν το έλεγαν ανοιχτά στην αρχή, αλλά με κορόιδευαν. Εγώ δεν αντιδρούσα καθόλου, όμως η απάθεια ήταν για εκείνους χειρότερη, τους τσίτωνε. Έτσι, άρχισαν να φωνάζουν ανοιχτά περισσότερα πράγματα: “λουλού”, “πουστάρα” και άλλα υβριστικά και χυδαία. Δεν είχα καθόλου συμπεριφορά γκέι, ούτε μιλούσα σαν κοριτσάκι, ούτε έδινα κανένα δικαίωμα – να πεις ότι τα ρούχα μου είχαν κάτι–, αλλά τους έτρεμα γιατί ήταν ντερέκια. Γενικά, με τη βία δεν τα έχω καλά, δεν την μπορώ ούτε σαν αστείο και, ναι, φοβόμουν να τα βάλω μαζί τους. Αυτό, άλλωστε, ήθελαν. Στο τέλος με ρωτούσαν ανοιχτά αν είμαι “πουστάρα” και, καθώς δεν απαντούσα, τους ισχυροποιούσα και έγινα το μεγάλο θύμα τους. Με έβριζαν συνέχεια με όλες τις βρισιές του κόσμου, μου έκλειναν τον δρόμο, μου άδειαζαν τις τσέπες, μου είχαν πάρει το κινητό, τέτοια πράγματα. Μια φορά μου έκαψαν και κάτι βιβλία και τετράδια. Κατά τη διάρκεια του χρόνου και μετά τα Χριστούγεννα όλο αυτό φούσκωνε, μεγάλωνε πολύ. Μια μέρα με έκλεισαν στις σκάλες, είδαν ότι δεν έχω λεφτά στις τσέπες μου και με πήραν σηκωτό, με έκλεισαν στο ασανσέρ, κρατούσαν κλειστή την πόρτα για τουλάχιστον δέκα λεπτά και ούρλιαζαν βρισιές έξω από την πόρτα. Ήταν εγκλωβισμός, εξευτελισμός, όλα μαζί, και θυμός που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Τα έβαζα και με τον εαυτό μου. Σ’ αυτό το σχολείο δεν είχα ούτε έναν φίλο και κανείς δεν αντιδρούσε, γιατί και τα άλλα παιδιά φοβόντουσαν αυτά τα συγκεκριμένα αγόρια. Ήταν διεστραμμένα άτομα είχαν πρόβλημα σοβαρό. Βέβαια, και το δικό μου πρόβλημα είχε γίνει σοβαρό. Δεν είχα τη δύναμη να το πω στους γονείς μου. Τι να τους πω; Ότι με έλεγαν “πούστη”; “Γιατί σε λένε πούστη;” θα ρωτούσαν. Και έπειτα ένιωθα ότι εγώ έκανα κάτι λάθος, κάτι κακό και τους προκαλούσα. Δηλαδή, εν μέρει τους θεωρούσα σωστούς κι ένιωθα ότι εγώ ήμουν λάθος. Φυσικά, οι επιδόσεις μου στο σχολείο ήταν άθλιες, είχαν πέσει εντελώς. Μια μέρα με στρίμωξαν σε μια γωνία. Δεν με φόβιζε τόσο το ότι θα με χτυπούσαν, το χειρότερο ήταν να περιμένω το χτύπημα και να μην έρχεται. Και τότε κατουρήθηκα! Γύρισα σπίτι και σκεφτόμουν ν” αυτοκτονήσω και είπα στη μητέρα μου ότι δεν ήθελα να ξαναπάω στο σχολείο, ότι ήθελα να πεθάνω και ότι αυτά τα παιδιά μου προκαλούσαν τεράστιο πρόβλημα. Πήγε στο σχολείο, έπιασε τον καθηγητή των Αρχαίων και του είπε όσα ήξερε. Τους κάλεσαν και τους έκαναν παρατήρηση επειδή με χτυπούσαν και αυτοί τα αρνήθηκαν όλα. Ήθελα να πεθάνουν όλοι τους. Κάθε μέρα αυτό ευχόμουν, κάτι να πάθουν. Μάλιστα, σκεφτόμουν να μαζέψω λεφτά και να πληρώσω μπράβους για να τους καθαρίσουν. Ονειρευόμουν το βράδυ ότι πέθαιναν με βασανιστήρια, όμως ξύπναγα το πρωί με απογοήτευση που συνέχιζαν να ζουν. Τέτοια οργή είχα μαζέψει μέσα μου. Μόνο το κακό τους με ένοιαζε. Και ξέρεις; Ο φόβος δεν τέλειωσε ποτέ. Ακόμα και σήμερα φοβάμαι ότι κάτι θα γίνει, μου έχει μείνει μέσα μου αυτό το πράγμα, ότι ξαφνικά κάτι θα γίνει. Την επόμενη χρονιά ξαναγύρισα στο Καλλιτεχνικό Σχολείο και αποφοίτησα από εκεί, αλλά ήμουν διαφορετικός, άλλο άτομο. Τους ξανασυνάντησα μετά το σχολείο μια φορά στον δρόμο και μου είπαν “γεια, τι λέει;” και τους είπα “γεια”, αλλά το μέσα μου σφίχτηκε και το στομάχι μου μαζί, και διπλώθηκα από τους πόνους αργότερα. Τόσο πολύ δεν τους άντεχα. Όχι, δεν πήγα ποτέ σε ψυχολόγο, δεν έχει ακόμα χρειαστεί».

«O σχολικός εκφοβισμός σαφέστατα επηρεάζει τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού» συνεχίζει η κ. Πιπεράκη. «Δεν θα χρησιμοποιούσα το χαρακτηρισμό “βαριά” ή λιγότερο “βαριά” περιστατικά, επειδή η αξιολόγηση της κατάστασης που βιώνει το κάθε παιδί εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του αλλά και από το υποστηρικτικό πλαίσιο. Τα συναισθήματα που βιώνουν τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού είναι πολλά. Στην καθημερινότητά τους αισθάνονται φόβο γι’ αυτό που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, ντροπή γι’ αυτό που τους συμβαίνει, επειδή πιστεύουν ότι όλοι οι συμμαθητές τούς θεωρούν δειλούς και κανείς δεν τους θέλει για φίλους. Παράλληλα, ντρέπονται να το αποκαλύψουν όχι μόνο σε φίλους αλλά και στους γονείς, επειδή θεωρούν ότι θα τους απογοητεύσουν. Νομίζουν ότι φταίνε γι’ αυτό που συμβαίνει, εκδηλώνοντας ενοχικά συναισθήματα. Για παράδειγμα, μπορεί να με αποκαλούν “μυτόγκα”, έχω μεγάλη μύτη, άρα εγώ φταίω. Σαφέστατα υπάρχει και θυμός γι’ αυτό που τους συμβαίνει, μόνο που τα προαναφερόμενα συναισθήματα τους ακινητοποιούν και δεν μπορούν ν’ αντιδράσουν. Έτσι, ο θυμός αυτός εκφράζεται σε οικεία πρόσωπα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ή σε πλαίσιο στο οποίο αισθάνονται ασφάλεια, με αποτέλεσμα παιδιά-θύματα να γίνονται αργότερα θύτες.

Συνήθως οι θύτες είναι οι ίδιοι θύματα βίαιας συμπεριφοράς σε κάποιο άλλο πλαίσιο ή από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Έχουν υποστεί σωματική τιμωρία και οικογενειακή βία. Η απόρριψη και ο αποκλεισμός που έχουν δεχτεί προβάλλεται σε άλλα άτομα που τα θεωρούν αδύναμα, είναι διαφορετικά όσον αφορά τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα, ή έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εμφάνισή τους. Ο θύτης με τη βίαιη συμπεριφορά του εκφράζει τους δικούς του φόβους και τις δικές του ανασφάλειες, τις οποίες καλύπτει. Η ταπείνωση των άλλων του προσφέρει αίσθηση δύναμης και ανωτερότητας κι έτσι καλύπτει τη δική του χαμηλή αυτοεκτίμηση».

Μαρίνα είναι 17 χρόνων και έζησε τη βία από το αγόρι που ερωτεύτηκε. Η περίπτωσή της είναι από τις πιο άγριες από όσες μας διηγήθηκαν τα παιδιά: «Λοιπόν, τον μαλάκα τον λένε Γιάννη, δεν έχω πρόβλημα να πω το όνομά του και να δώσω και το επίθετό του, πάει στο 2ο Λύκειο Γκύζη τώρα, παλιά πηγαίναμε στο λύκειο στα Κάτω Πατήσια. Είχε μείνει μια χρονιά. Κούκλος, ο ωραίος του σχολείου, δυο χρόνια μεγαλύτερος. Εγώ ήμουν δεκαπέντε τότε. Τα φτιάξαμε σ’ ένα πάρτι και οι δυο μεθυσμένοι, είχαμε πιει ένα σωρό μπίρες. Τις επόμενες μέρες πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς του, που ήταν τότε άδειο, επειδή ήταν στο χωριό. Κάθε απόγευμα. Εγώ δεν ήθελα να κάνουμε σεξ, μου φαινόταν νωρίς. Εκείνος έλεγε ότι δεν μπορεί να περιμένει, ότι άλλα κορίτσια θα ήθελαν να ’ναι στη θέση μου, τέτοια, και μου ζητούσε να κάνω διάφορα. Να φοράω εσώρουχα, τακούνια, μου έριχνε χαστούκια και έκανε πράγματα που δεν μου άρεσαν. Γενικά, έβριζε πολύ. Με έλεγε “ξεφτιλισμένο μουνί”. Του έλεγα ότι δεν μου αρέσει να με βρίζει, αυτός έλεγε ότι πάνω στην καύλα είναι κουλ και ότι θα συνηθίσω. Με έβαζε να βλέπω τσόντες, μου ζήτησε να του τον παίξω, να του κάνω πίπα. Δεν ήθελα να τον χάσω, ήμουν ερωτευμένη και η πίπα μου φαινόταν πιο εύκολη από το σεξ. Οι περισσότερες φίλες μου το είχαν κάνει. Μια μέρα ζήτησε να με τραβήξει με την κάμερα του κινητού να του κάνω πίπα. Εγώ δεν ψηνόμουν καθόλου, αλλά μου είπε ότι θα το σβήσει και, πράγματι, το έσβησε εκείνη τη φορά. Τις επόμενες φορές με τράβαγε κρυφά με το iΡhone. Αργότερα έμαθα ότι αυτό το είχε κάνει και σε άλλα δύο κορίτσια. Κάποια στιγμή βαρέθηκα, δεν ήθελα να συνεχίσω, τον συνάντησα να του πω ότι τέρμα και αυτός με πίεσε για σεξ. Όταν του είπα δεν θέλω, ξεκίνησε να μου δείχνει το βιντεάκι –αυτό με την πίπα– και άρχισε να μου λέει ότι το έχει αντιγράψει στον υπολογιστή, ότι θα το στείλει στον πατέρα μου και ότι θα το ανεβάσει στο Ίντερνετ. Μου κόπηκαν τα πόδια. Έκλαιγα, τον παρακαλούσα να το σβήσει κι αυτός υποσχέθηκε ότι αν έκανα σεξ μαζί του, θα το έσβηνε. Διαφορετικά, θα το έδειχνε σε όλο το σχολείο. Το κάναμε και τράβηξε την πράξη σε βίντεο, χωρίς φυσικά να το ξέρω. Τα πράγματα ήταν για μένα χειρότερα. Ήμουν γυμνή κι έκανα σεξ, όταν μου το έδειξε σιχαινόμουν τον εαυτό μου. Μετά άρχισε να με απειλεί και ζητούσε να του φέρνω χρήματα. Εγώ έκλεβα από τους δικούς μου και του τα έδινα. Έτρεμα να μην το μάθουν οι γονείς μου, νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Μια μέρα μου ζήτησε να κάνω σεξ με τον κολλητό του. Δεν μπορούσα να πω τίποτα σε κανέναν. Ήταν μεγάλη ξεφτίλα για μένα όλο αυτό και έτρεμα κυρίως να μη με δει ο μπαμπάς μου να κάνω όλα αυτά τα φρικτά στο βίντεο. Ο εφιάλτης μου κράτησε περίπου τρεις μήνες. Έχασα κιλά, δεν κοιμόμουν τα βράδια. Κάποια φορά ανέβηκα σε ένα σκαμνί και σκεφτόμουν να πηδήξω στον ακάλυπτο από τον τέταρτο. Τελικά, φοβήθηκα να πέσω. Στο σχολείο δεν ήθελα να πηγαίνω, έκανα συνέχεια κοπάνες, μέχρι που πήραν τους γονείς μου και τους είπαν ότι θα μείνω μετεξεταστέα από απουσίες. Εκείνοι τα έπαιξαν, φοβόντουσαν μήπως είχα μπλέξει με ναρκωτικά. Μου έκαναν φασαρίες και όλους τους έβριζα. Ένα απόγευμα με πήρε και μου ζήτησε πενήντα ευρώ, του πήγα 15 γιατί δεν έβρισκα άλλα. Όταν με συνάντησε άρχισε να με βαράει και να με βρίζει χυδαία “παλιόμουνο, ξεφτιλισμένη”, τέτοια. Από τις μπουνιές κόπηκαν τα χείλια μου και έφτυνα αίμα, έπεσα κάτω και άρχισε να με κλοτσάει στην κοιλιά. Πήγα στο σπίτι μου σε κατάσταση σοκ και τότε τα είπα όλα στη μάνα μου. Δεν ξέρω πώς το αποφάσισα, αλλά ένιωσα ότι καλύτερα η ξεφτίλα στο σπίτι, παρά αυτό που ζούσα».

«Τα παιδιά που έχουν υποστεί bullying σιγά-σιγά οδηγούνται σε συναισθηματική απομόνωση και κατάθλιψη» λέει η κ. Πιπεράκη. «Εάν δεν λάβουν κατάλληλη στήριξη, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον κοινωνικό τους ρόλο, αποφεύγουν ν’ αναλάβουν ευθύνες και δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εμπιστευθούν, γεγονός που επηρεάζει τις διαπροσωπικές τους σχέσεις».

Τον χειμώνα που μας πέρασε έκανα request στο facebook σε πολλά άτομα, όλα άγνωστα» λέει ο 15χρονος Λευτέρης. «Είχα 1.200 φίλους και σκόπευα να ξεπεράσω τους δυόμισι χιλιάδες μέχρι τον Μάρτιο. Είχα βάλει στοίχημα με έναν φίλο μου και έπρεπε να το κερδίσω. Μια βραδιά έκανα καμιά 30αριά requests και σχεδόν όλοι με έκαναν φίλο τους. Γύρω στις 11 το βράδυ, κι ενώ έκανα chat με έναν κολλητό μου, ένας από τους “νέους φίλους” μου άρχισε να μου μιλάει. Ευγενικά με ρώτησε πόσων χρόνων είμαι και τι ψάχνω στο facebook. Του είπα “φίλους και κουβέντα” και αυτός μου συστήθηκε. Τον έλεγαν Θ. και ήταν 52 χρόνων. Μετά με ρώτησε γιατί έκανα request σε αυτόν συγκεκριμένα και του είπα “τυχαία”. Με ρώτησε τι μουσική ακούω και άρχισε να μου στέλνει βίντεο και λινκ με κομμάτια. Μου φάνηκε εντάξει άτομο, έμοιαζε και λίγο με τον θείο μου και έτσι τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να μιλάμε για παιχνίδια και μουσική. Μιλούσαμε για περισσότερο από έναν μήνα, του είπα πολλά για μένα και την κοπέλα που μου άρεσε κι αυτός μου έδινε συμβουλές πώς να τη “ρίξω”. Έκανα ό,τι μου έλεγε και πραγματικά τα πήγαινα πολύ καλύτερα μαζί της. Μου έλεγε πώς να κάνω το πρώτο βήμα για να κάνουμε σεξ και μια βραδιά με ρώτησε αν έχω καμιά γυμνή φωτογραφία μου. Όχι ολόγυμνη, αλλά που να με δείχνει χωρίς ρούχα, για να δει αν χρειάζομαι γυμναστική. Του είπα όχι και μου είπε τότε τράβα μία με το κινητό. Τράβηξα μία και του έστειλα και μου είπε ότι δεν χρειαζόμουν τίποτα, είχα το τέλειο σώμα. Μου έστειλε και αυτός μία δικιά του και για πολλές μέρες ανταλλάσσαμε γυμνές φωτογραφίες μας. Δεν ξέρω για ποιο λόγο το έκανα. Στην αρχή είχε πλάκα, αλλά μετά άρχισε να ζητάει να με βλέπει στο skype και να μιλάμε χωρίς να φοράμε τα ρούχα μας. Μια βραδιά που άρχισε να χαϊδεύει τον εαυτό του τού είπα ότι βαρέθηκα και θέλω να σταματήσουμε να μιλάμε. Αυτός έκανε σαν τρελός, μου έδειξε βίντεο που είχε τραβήξει από άλλες συνομιλίες μας και μου είπε ότι αν σταματούσα, θα γέμιζε το Ίντερνετ με γυμνές φωτογραφίες μου και τα βίντεο που έκανα βλακείες χωρίς ρούχα. Ήθελε να τον συναντήσω, αλλιώς θα μάθαιναν για μένα οι γονείς μου και οι φίλοι μου. Έχασα τον ύπνο μου, σκεφτόμουν ότι είχα μπλέξει από μία μαλακία, χωρίς να κάνω τίποτα, και ότι αν έβαζε τις φωτογραφίες μου, κανείς δεν θα πίστευε ότι ήταν μόνο μία βλακεία. Τον συνάντησα σε ένα φαστφουντάδικο του κέντρου και τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. Δεν είχε καμία σχέση με το profile του στο facebook, μόνο η ηλικία πρέπει να ήταν η ίδια. Μου ζήτησε να πάω στο σπίτι του να μιλήσουμε και μου έδειξε τις φωτογραφίες μου στο κινητό του. Του είπα ότι πάω στην τουαλέτα, βγήκα από το μαγαζί και το έβαλα στα πόδια. Πέρασα μια εφιαλτική εβδομάδα με απειλητικά μηνύματα και τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα. Στο σχολείο δεν είχα καλή διάθεση, σταμάτησα να βλέπω τους φίλους μου και την κοπέλα μου, δεν είχα όρεξη για φαγητό και οι γονείς μου κατάλαβαν ότι κάτι με βασάνιζε. Αποφάσισα να το πω στη μάνα μου κι εκείνη πήρε αμέσως τηλέφωνο τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος».

«Η οικογένειά μου έφυγε για το Ντουμπάι πριν από δύο χρόνια, γιατί βρήκε εκεί δουλειά ο μπαμπάς μου» λέει η 17χρονη Άννα. «Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να αλλάξω σχολείο, ούτε να αλλάξω χώρα. Με τα πολλά τους έπεισα και έμεινα πίσω με τη γιαγιά μου. Πηγαίνω σε ιδιωτικό και οι γονείς μου ένιωθαν ότι θα έχουν έναν έλεγχο. Τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς (στην πρώτη λυκείου πήγαινα) τα έφτιαξα με τον Νίκο με τον οποίο ήμουν φοβερά ερωτευμένη, τον ήθελα σε όλο το γυμνάσιο. Ήταν ωραία στην αρχή, για ένα μήνα ήταν όλα τέλεια. Μετά όλο έλεγε να κάνουμε σεξ. Επί δύο μήνες, κάθε μέρα, με είχε πρήξει. Θεωρώ πιο κουλ τα αγόρια που δεν πιέζουν γι” αυτό. Τελικά το κάναμε και ήταν ok. Το είχαμε κάνει μια-δυο φορές και πάνω στη βδομάδα, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, ίσως επειδή μιλούσα με ένα αγόρι στο προαύλιο, δεν ξέρω κιόλας, έρχεται και μου ζητάει να τα χαλάσουμε. Μου είπε ότι δεν του άρεσε το σεξ μαζί μου, άρχισε να λέει ότι είμαι η πιο άσχημη απ” όλες τις φίλες μου και φώναζε “είσαι άσχημη και με αηδιάζεις”. Έγραψε στις τουαλέτες του σχολείου “η Άννα Μπ. είναι πουτάνα, κάνει τις καλύτερες πίπες” και τον αριθμό του κινητού μου. Ήμουν πολύ χάλια. Όλο το σχολείο είχε μάθει τι είχε γίνει, κάτι απαίσια αγόρια μου έλεγαν “πότε θα μας πάρεις μια πίπα;”. Κάποιες φίλες μου σταμάτησαν να με κάνουν παρέα γιατί ήμουν εύκολη κι έπεισαν και τις άλλες να μη μου μιλάνε. Στα μέσα της χρονιάς δεν είχα ούτε μία φίλη. Στη γιαγιά μου τι να πω; Στη μαμά μου επίσης, γιατί με την πρώτη ευκαιρία θα μου έλεγε να πάω εκεί. Πέρασα πολύ δύσκολα, δεν ήθελα να πηγαίνω στο σχολείο, έπαθα και κάτι που λέγεται “λοιμώδης μονοπυρήνωση” και δεν μου έπεφτε ο πυρετός. Ήταν μια χρονιά απαίσια. Στο σχολείο δεν τα πήγαινα καλά και οι γονείς μου νόμιζαν ότι είχα αυτή την πτώση επειδή μου έλειπαν. Τον Φεβρουάριο γνώρισα ένα πολύ σούπερ αγόρι σε ένα πάρτι παιδιών από άλλο σχολείο και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Τον έλεγαν Σ. Όταν το έμαθε ο Νίκος με πλησίασε στο διάλειμμα και μου είπε “αν τα φτιάξεις μαζί του, θα σου χαράξω με σουγιά το πρόσωπο, θα σε καταστρέψω”. Ήμουν απελπισμένη. Τον Σ. σταμάτησα να τον βλέπω επειδή έτρεμα. Με τα πολλά αποφάσισα να πάω να ζήσω με τους γονείς μου στο Ντουμπάι, γιατί εδώ τα είχα χάσει όλα. Ένιωθα μόνη και δυστυχισμένη. Είχα φτάσει 39 κιλά, με είδαν οι δικοί μου και τρόμαξαν. Τώρα είμαι εντάξει στο καινούργιο σχολείο, δεν έχω ακόμα σχέση, αλλά τα παιδιά είναι ok και είμαι πολύ δημοφιλής».

«Αποφοίτησα φέτος το καλοκαίρι από την Γκράβα, ένα σχολείο όπου το bullying ήταν το πιο λάιτ που μπορούσε να σου τύχει» λέει ο 17χρονος Νίκος. «Έξω από το σχολείο γινόταν χαμός από τσαμπουκάδες και πετροπόλεμο. Η μάνα μου είναι καθηγήτρια εκεί. Η διάπλασή μου δεν με βοηθάει – εντάξει, δεν το έχω κιόλας, είμαι πολύ ήρεμος. Ήταν κάτι τεράστια παιδιά που ήθελαν “αίμα”. Με έπιασε στην αρχή της Α” Λυκείου ένας ντουλάπας, τεράστιος σε μέγεθος και σε ηλικία, από αυτούς που μένουν πέντε χρονιές στην ίδια τάξη, και μου είπε “η μάνα σου με έκοψε τρεις φορές, θα πεθάνεις”. Του είπα ότι κάνει λάθος, ότι η μάνα μου δεν είναι καθηγήτρια – γενικά δεν ήθελα να ξέρουν ότι είμαι ο γιος της καθηγήτριας. Ήρθαν και κάτι φίλοι του και είπαν “είσαι ο γιος της τάδε, αν δεν της πει να μας περάσει, θα πεθάνεις”. Δεν έδωσα πολλή σημασία. Νομίζω ότι όλο αυτό είναι εγκεφαλικό. Συμβαίνει και σε πιο αδύναμα παιδιά. Εγώ ήμουν εντάξει με τον εαυτό μου, ήξερα τι ήταν αυτά τα άτομα, ήξερα τι σήμαιναν όσα έλεγαν, τι μπορούσαν να πουν και μέχρι πού έφταναν. Οι περισσότεροι είναι θρασύδειλοι και, άλλωστε, αν το πεις στους καθηγητές, πρέπει να ναι τελείως μαλάκες για να μη σε βοηθήσουν. Δεν λέω ότι όλοι είναι σωστοί, αλλά ξέρεις ποιοι είναι, πες τους τι συμβαίνει και θα κοπεί. Αν δείξεις ότι φοβάσαι, τέλειωσες. Την τελευταία φορά τους είπα ότι δεν είμαι ο γιος της τάδε, αλλά άνετα θα πήγαινα στον λυκειάρχη γιατί είχε αρχίσει να κουράζει το αστείο. Δεν με ξαναενόχλησαν».

Οι περιπτώσεις που αναφέρονται χρειάστηκαν τη βοήθεια γονιών και ειδικού για να αντιμετωπιστούν. Οι περισσότεροι ψευτοπαλικαράδες είναι θρασύδειλοι και αν τους φοβερίσει κάποιος ισχυρότερος, σταματούν τον εκφοβισμό. Κι αν δεν το κάνουν, υπάρχουν οι τιμωρίες. Και ο νόμος.

FACTS

Σύμφωνα με μία πανευρωπαϊκή έρευνα του Χαμόγελου του Παιδιού σε 16.227 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση ανάμεσα σε 41 κράτη, με το ένα στα τρία Ελληνόπουλα να έχει πέσει θύμα bullying.

Το 16% των μαθητών στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού έχει πέσει θύμα εκφοβισμού, ενώ τα περιστατικά έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2010. Η έρευνα έγινε από την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας Παιδιού και Εφήβου σε 35 σχολεία της Αττικής.

Τα θύματα του bullying είναι σε ποσοστό 54,2% παιδιά μη ικανά να αντιδράσουν και σε ποσοστό 40,91% ευαίσθητα παιδιά.

Οι γονείς που έχουν την ανάγκη να μιλήσουν με κάποιον ειδικό Ψυχικής Υγείας μπορούν να απευθυνθούν στην γραμμή της ΕΨΥΠΕ για γονείς και εκπαιδευτικούς: 801 801 1177.

Τα παιδιά και οι έφηβοι μπορούν να μιλήσουν ανώνυμα και χωρίς χρέωση στη γραμμή της ΕΨΥΠΕ για παιδιά και εφήβους: 116 111.
antibullying.gr
antibullyingnetwork.gr

6 ΤΑΙΝΙΕΣ ΓΙΑΤΟ BULLYING

Kes (Ken Loach, 1969). Ένας πιτσιρικάς σε προάστιο της Αγγλίας κρύβεται καθημερινά από τραμπούκους που τον χτυπάνε στο σχολείο, μέχρι που μια μέρα κερδίζει τον σεβασμό όλων, δείχνοντας ότι τόσο καιρό προπονούσε ένα άγριο γεράκι να ακούει κάθε του διαταγή. Η πρώτη του Ken Loach και συγκλονιστική.

After Lucia (Michel Franco, 2012). Μια 17χρονη μετακομίζει σε νέα πόλη με τον πατέρα της. Στο σχολείο θα γνωρίσει μια παρέα που στρέφεται εναντίον της. Μία από τις καλύτερες ταινίες bullying που επικεντρώνονται σε εφηβικούς έρωτες που πήραν την κάτω βόλτα.

Napoleon Dynamite (Jared Hess, 2004). Ο Napoleon Dynamite είναι ο απόλυτος φλώρος του σχολείου και τα πάντα επάνω του σε προκαλούν να τον κοροϊδέψεις. Ο κολλητός του είναι ένας μετανάστης από το Μεξικό. Χάρη σε ένα επικό break dance του όμως, ο Napoleon γίνεται θρύλος και ο κολλητός του πρόεδρος του 15μελούς.

Harmony Lessons (Emir Baigazin, 2013). Η έκπληξη στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας ήρθε από το Αφγανιστάν, όπου το bullying παίρνει βιαιότερη μορφή απ” ό,τι στον δυτικό κόσμο.

Bully (Larry Clark – 2001). Το λέει και ο τίτλος. Η ταινία έχει να κάνει με μια παρέα που αποφασίζει να οργανώσει τη δολοφονία ενός φίλου τους, επειδή δεν αντέχουν άλλο να τους τυραννάει.

The perks of being a wallflower (Stephen Chbosky, 2012). Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο και σκηνοθετημένη από τον ίδιο τον συγγραφέα, η ταινία τα έχει όλα: έναν 15χρονο που τον κοροϊδεύουν γιατί θέλει να γίνει συγγραφέας, έναν 17χρονο που τον χτυπάνε γιατί του αρέσουν τα αγόρια και μια 17χρονη που της έχει βγει το όνομα γιατί βγαίνει με μεγαλύτερους. Αν δεν δακρύσεις στη σκηνή που παίζει το «Heroes» του Bowie, είσαι σίγουρα ρομπότ.

Η κ. Έρη Πιπεράκη είναι ψυχολόγος των Εκπαιδευτηρίων Δούκα, υπεύθυνη του Κέντρου Αξιολόγησης και Αποκατάστασης Μαθησιακών και Αναπτυξιακών Δυσκολιών και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ψυχολογικής και Γνωστικής Αξιολόγησης.

Οι ιστορίες του ρεπορτάζ είναι άσχετες από τη συνέντευξη της κυρίας Πιπεράκη.

Οι ιστορίες των παιδιών είναι «πειραγμένες» ελαφρά, ενώ τα ονόματά τους και οι τοποθεσίες έχουν αλλάξει.

Για περιπτώσεις ηλεκτρονικού εκφοβισμού: στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στο 210 6476464, cybercrimeunit.gr.

ΚΕΙΜΕΝΟ: M. HULOT, ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ

Πηγή: ΓΚΡΕΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου