Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Άποψη: Δημήτρης Κωνσταντάρας "Η αναπηρία της Αρτιμέλειας "

[άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Δημήτρη Κωνσταντάρα για το «meallamatia.blogspot.com»]

Δεν είμαι ανάπηρος, μύωπας είμαι αλλά αρτιμελής. Μόνο που έτσι όπως μεγάλωσα κι έτσι όπως έφτασα εδώ που έφτασα μέσα απ΄ όλα όσα είδα, άκουσα, έμαθα, διάβασα, μου έμαθαν, μου έδειξαν, έχω οδηγηθεί στο αξεκαθάριστο συμπέρασμα ότι εγώ είμαι άτομο με ειδικές ανάγκες και ο φίλος μου ο Βαγγέλης ο Αυγουλάς, που δεν βλέπει, άτομο προνομιούχο.

Οι αρτιμελείς είναι ανάπηροι. Γιατί αυτοί έχουν τις ειδικές ανάγκες. Ανάγκες να καταλάβουν όλους αυτούς που δεν είναι αρτιμελείς. Ενώ οι ανάπηροι, έχουν ειδικές ικανότητες. Ειδικές ικανότητες που οι αρτιμελείς δεν έχουν. Και δεν έχουν επειδή πίστευαν ότι δεν τους χρειάζονταν.

Ξέρετε πολλούς αρτιμελείς, βλέποντες και ακούοντες που μπορούν να παρακολουθήσουν ένα δελτίο ειδήσεων στη Νοηματική; Που να μπορούν να τρέξουν χωρίς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους; Ή να κολυμπήσουν χωρίς να χρησιμοποιούν τα πόδια τους; Που να μπορούν να περπατήσουν σ΄ ένα Αθηναικό πεζοδρόμιο χωρίς να πέσουν κάτω; Ξέρετε πολλούς βλέποντες να μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο με κλειστά τα μάτια και μετά, όπως ο Βαγγέλης, να σου μιλήσουν για τις εικόνες που είδαν;

Ξέρετε πολλούς ακούοντες που να μπορούν, με κλειστά τα αυτιά, να παίξουν κιθάρα;

Μεγάλωσα με μια γιαγιά Ρώσα, παντρεμένη επί 40 χρόνια με το δεύτερο άντρα της, τον μόνο παππού που γνώρισα γι αυτό και τον αποκαλούσα παππού, που ήταν τυφλός βιολιτζής στα πανηγύρια και τις ταβέρνες. Δεν ήταν πάντα τυφλός. Τυφλώθηκε στα 30 του, από ατύχημα. Και συνέχισε να παίζει βιολί καταπληκτικά.

Η γιαγιά μου, η Ρώσα, που δεν έμαθε ποτέ καλά ελληνικά αλλά ξέχασε και τα ρώσικα, όταν τον έχασε, έπαθε καταρράκτη και της έκαναν εγχείρηση, το 1955. Τρομερά χρόνια για τη χειρουργική όπως φαντάζεστε. Με χοντρούς φακούς καταρράκτη λοιπόν, είχε όραση το πολύ 30%. Και δεν έβλεπε. Και πάντα θυμόταν τον παππού.

Αχ Ντιμιτράκι μου…μου έλεγε…γκιατί ντεν το κοίταζα το Μιχάλη να μάτω πως τα κάνει όλα αόμματος; Εγκό ντε μπορώ.

Και μετά μου έλεγε: Ντιμιτράκι, κάνε μια τρεκάλα να πας το κουτσό το Τανάση να πάρεις μια κολόνα πάγκο, πήγκενε και στο κουφό το Γκιόργκο να σου ντόσι τέσερα αβγκά αλλά φώναζε…ντεν ακούει…ντόσε τα ντιο τα αβγκά στη γκαβή τη Βαγγελιό να τα ντόσι στη χαζί την κόρη της τη Ρούλα που ντεν τρώει άλλο,…

Με δυο λόγια…ο Ντιμιτράκης, έφευγε από την ημίτυφλη γιαγιά που θρηνούσε για τον τυφλό παππού και πήγαινε στον κουτσό το Θανάση που πούλαγε πάγο και στον κουφό το Γιώργο το μπακάλη να πάρει αυγά, να δώσει τα δυο στην κυρά Βαγγελιώ τη γκαβή που είχε στραβισμό κι αυτή να τα φτιάξει στην κόρη της τη Ρούλα, που είχε νοητική υστέρηση και έτρωγε μόνο αυγά.

Έτσι μεγάλωσα. Έτσι και μέσα στο ελληνικό θέατρο και τον ελληνικό κινηματογράφο όπου ήταν κανόνας να μιμούνται τους κάθε λογής ανάπηρους και να τους αποκαλούν κούτσαβλους, σακάτηδες, στραβομάρες, γκαβούς, κουφάλογα, βλήτα, ζαβούς για να βγάλουν γέλιο.

Κι ο κόσμος , ο υγιής…ο αρτιμελής…γέλαγε.

Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν περάσει και πενήντα χρόνια. Μέχρι που τέλειωσα το σχολείο, μέχρι που μπήκα στο Πανεπιστήμιο, εγώ ο υγιής, ο αρτιμελής, ένα τέτοιο περιβάλλον είχα δημιουργήσει κι εγώ. Περιβάλλον Καιάδα. Στο σχολείο…δεν είχαμε ούτε τυφλά, ούτε κουφά παιδιά…ούτε παιδιά με κινητικές αναπηρίες, ούτε στο σχολείο, ούτε στο γυμναστήριο, ούτε στο σινεμά.

Ήξερα μόνο το Νους υγιής, εν σώματι υγιεί. Δεν ήξερα το Νους υγιής εν σώματι υγιή ου μόνον.

Όπως διάβασα σε αρκετά άρθρα και συγγράμματα αλλά και στο διαδίκτυο, σε προσωπικά blogs, αυτή ήταν η πραγματική Αρχαία φράση. Και διασώθηκε «κολοβωμένη» γιατί οι πάπυροι και οι επιγραφές που το μαρτυρούσαν, κάηκαν, καταστράφηκαν ή έπαθαν μεγάλες φθορές στη φωτιά της Αλεξάνδρειας . Θα μου πείτε, κάηκαν μόνο οι τρεις τελευταίες λέξεις;

Δεν το αποκλείω. Όποιος θέλει, το πιστεύει.

Ναι, αλλά γενιές και γενιές και γενιές έτσι μεγάλωσαν. Με το κολοβωμένο ρητό, με τα χοντρά αστεία, με την απουσία του ανάπηρου από τη ζωή, από την κοινωνία, με τον οίκτο για τα ανάπηρα παιδιά, με την κοροιδία, με το χλευασμό…. Δεν ξέρω τι ήταν χειρότερο γι αυτούς, ο χλευασμός ή ο οίκτος.

Σήμερα που τόσο πολύ έχουν προχωρήσει προς το καλό τα πράγματα, που πανηγυρίζουμε τόσο για τους Παραολυμπιονίκες που προσπαθούμε να φτιάξουμε πεζοδρόμια και διαβάσεις και αναβατήρες για τους ανάπηρους…έχει βελτιωθεί η κατάσταση. Όχι αρκετά. Σε πολλές περιπτώσεις, όχι εμφανώς. Αλλά έχει βελτιωθεί.

Εγώ πάντως, που πάντα ένοιωθα ότι κάτι χρωστούσα στους ανάπηρους φίλους μου – και έχω πάρα πολλούς, σήμερα αισθάνομαι ανάπηρος επειδή είμαι αρτιμελής. Γιατί ΔΕΝ έχω την ικανότητα να κάνω αυτά που κάνουν, εξ ανάγκης οι ανάπηροι. Γιατί δεν έχω την ίδια θέληση. Γιατί δεν έχω τις ίδιες δυνάμεις. Και κυρίως γιατί η αρτιμέλειά μου, ως η μεγαλύτερη αναπηρία μου, μου έχει στερήσει το κίνητρο να δοκιμάσω τον εαυτό μου και να δω που φτάνουν τα δικά μου τα όρια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου