Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

Αναμνήσεις: Γιατί κάποιες μένουν ζωντανές και άλλες ξεθωριάζουν;

Γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος κρατάει κάποιες φαινομενικά συνηθισμένες στιγμές ενώ αφήνει άλλες να ξεγλιστρήσουν; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο Science Advances, η οποία, όπως ελπίζουν οι ερευνητές, θα έχει ευρύ πρακτικό αντίκτυπο, για παράδειγμα, στον τρόπο με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τη διατήρηση πληροφοριών στους μαθητές τους ή στο πώς οι φροντιστές αλληλεπιδρούν με άτομα με άνοια. 

Στο ερώτημα αυτό κατέληξε ο Λίο Τσένγιανγκ Λιν, υποψήφιος διδάκτορας στο Εργαστήριο Νευροεπιστημών Reinhart στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ο οποίος υπογράφει τη μελέτη μαζί με άλλους ερευνητές του ίδιου πανεπιστημίου, όταν έκανε ένα ταξίδι στο Νιου Χάμσαϊρ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού –πριν από δύο χρόνια– σταμάτησε για να παρακολουθήσει μια ομάδα σκίουρων που έτρεχαν ανάμεσα στα δέντρα. Αυτή η «παιχνιδιάρικη στιγμή» τού έμεινε αξέχαστη. Στο τέλος της ημέρας, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να θυμηθεί εκείνη τη στιγμή «με έντονες λεπτομέρειες», όπως και τα ζώα της φάρμας από την οποία είχε περάσει νωρίτερα μαζί με τους συναδέλφους του, καθ’ οδόν προς τον προορισμό τους. Ηταν σκηνές που ο Λιν πιστεύει ότι κανονικά δεν θα θυμόταν, γράφει στην εφημερίδα The Washington Post η Αναμπελ Τίμσιτ. 

Η έρευνα βασίστηκε στα ευρήματα δέκα μεμονωμένων μελετών με σχεδόν 650 συμμετέχοντες και διαπίστωσε ότι ο εγκέφαλός μας ενισχύει επιλεκτικά ορισμένες αναμνήσεις, όταν αυτές συνδέονται με σημαντικές εμπειρίες, με έναν μηχανισμό γνωστό ως ενίσχυση μνήμης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, λένε οι ερευνητές, ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί μια αναλογική κλίμακα για να αποφασίσει ποιες αναμνήσεις θα διατηρήσει και ποιες όχι. 

Υποστηρίζουν ότι η σύνδεση «εύθραυστων» αναμνήσεων –από κοινά συνήθως γεγονότα– με αξέχαστες ή ικανοποιητικές στιγμές θα μπορούσε να τις αποτρέψει από το να «ξεγλιστρήσουν» και να ξεχαστούν, και ότι όταν αυτό γίνεται με συστηματικό τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει να ενισχυθούν χρήσιμες αναμνήσεις ή να αποδυναμωθούν άσχετες, γράφει η Washington Post. 

«Η μνήμη δεν είναι απλώς μια παθητική συσκευή καταγραφής: Ο εγκέφαλός μας αποφασίζει τι έχει σημασία και τα συναισθηματικά γεγονότα μπορούν να επιστρέψουν στο παρελθόν για να σταθεροποιήσουν εύθραυστες αναμνήσεις», ανέφερε σε δελτίο Tύπου ο Ρόμπερτ Ράινχαρτ, καθηγητής Ψυχολογίας και Εγκεφαλικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και συν-συγγραφέας της μελέτης. «Η μελέτη μας υποδηλώνει ότι η συναισθηματική προβολή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με ακριβείς τρόπους», τόνισε ο αμερικανός καθηγητής. 

Οι ερευνητές διεξήγαγαν τρία δικά τους πειράματα και ανέλυσαν τα δεδομένα επτά ανεξάρτητων πειραμάτων. Οι συμμετέχοντες στα πειράματα της ομάδας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης είδαν διαφορετικές εικόνες, με ορισμένες να παραμένουν «ουδέτερες» και άλλες να συνδέονται με χρηματικά μπόνους ή «ανταμοιβές». Και στη συνέχεια, την επόμενη μέρα, τους δόθηκε ένα τεστ έκπληξης μνήμης. Αλλα πειράματα, με τη χρήση εικόνων οι οποίες σχετίστηκαν με ήπια ηλεκτροσόκ, αναλύθηκαν επίσης ως μέρος του συνόλου δεδομένων. 

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να θυμούνται «εύθραυστα» γεγονότα που συνέβησαν λίγο πριν από ένα συναισθηματικό γεγονός –όπως οι ανταμοιβές ή τα ηλεκτροσόκ– ιδιαίτερα όταν αυτές οι αναμνήσεις είχαν ομοιότητες με το γεγονός, όπως ένα αντίστοιχο χρώμα ή οπτικό σύνθημα. Τα πειράματα έδειξαν επίσης ότι οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να θυμούνται ουδέτερες αναμνήσεις που ήρθαν έπειτα από ένα σημαντικό ή ουσιαστικό γεγονός. 

Τα ευρήματα δείχνουν, ακόμη, ότι «τα συναισθηματικά γεγονότα δεν ενισχύουν εξίσου όλες τις κοντινές αναμνήσεις. Ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί διαφορετικούς κανόνες ανάλογα με το timing», εξήγησε στην Washington Post ο Λίο Τσένγιανγκ Λιν. 

Το φαινόμενο ενίσχυσης της μνήμης μιας ισχυρής εμπειρίας ή γεγονότος εφαρμόστηκε κυρίως σε «εύθραυστες αναμνήσεις που διαφορετικά θα ξεγλιστρούσαν», σύμφωνα με τον Ράινχαρτ. Αν οι δευτερεύουσες αναμνήσεις έφεραν και οι ίδιες συναισθηματικό βάρος, αυτό το αποτέλεσμα μειωνόταν. 

Η μνήμη είναι ένας σημαντικός δείκτης της γνωστικής υγείας, αλλά οι ειδικοί συμφωνούν ότι ανεξάρτητα από την ηλικία μας, μπορεί να κάνει λάθος και είναι εύπλαστη. Κατά τη διάρκεια της ζωής μας, ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται μια ανυπολόγιστη ποσότητα πληροφοριών και αποφασίζει τι να θυμάται και τι να ξεχνά, συνήθως δίνοντας προτεραιότητα σε πληροφορίες που είναι ξεχωριστές και συναισθηματικά φορτισμένες. Ακόμα και τότε, όμως, οι αναμνήσεις μας υπόκεινται σε αλλαγές. 

Καθώς οι νευροεπιστήμονες έχουν διευρύνει την κατανόησή τους για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, έχουν επίσης καταλάβει ότι υπάρχουν τρόποι να τον φροντίσουμε και να μειώσουμε τον κίνδυνο απώλειας μνήμης, όπως η τακτική άσκηση, ο επαρκής ύπνος, ο περιορισμός του αλκοόλ και του στρες και η καλλιέργεια κοινωνικών δεσμών. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η νέα μελέτη θα μπορούσε τώρα να προσθέσει μια νέα διάσταση σε αυτές τις προσπάθειες, δείχνοντας πώς οι στοχευμένες στρατηγικές μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους σε όλα τα στάδια της ζωής να διατηρούν καλύτερα τις αναμνήσεις τους. 

Η Μαρία Γουίμπερ, γνωστική νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης στη Σκωτία, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, χαρακτήρισε τα ευρήματα «ενδιαφέροντα». 

«Για μένα, ένα μεγάλο συμπέρασμα είναι ότι οι αναμνήσεις μας δεν είναι σταθερά στιγμιότυπα. Είναι δυναμικές και η μοίρα τους μπορεί να αλλάξει ανάλογα με το τι θα συμβεί στη συνέχεια», ανέφερε στην Washington Post. 

Τέλος, ο Λιν ελπίζει ότι τα ευρήματα της μελέτης θα έχουν επιπτώσεις «στις σχολικές τάξεις, έως και τις κλινικές». Θα μπορούσαν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί προσεγγίζουν τα μαθήματά τους, δήλωσε, επειδή δείχνουν ότι ένας μαθητής μπορεί να έχει καλύτερες πιθανότητες να συγκρατήσει ένα μάθημα Ιστορίας εάν αυτό συνδέεται με μια ικανοποιητική εμπειρία, «όπως η επίλυση ενός παζλ που κερδίζει πόντους ή όταν παρουσιάζεται με μια ιστορία που προκαλεί την περιέργεια». 

Σε κάποιον με άνοια, δε, η εύθραυστη ανάμνηση τού να αφήνει τα γυαλιά του στο τραπέζι, για παράδειγμα, «μπορεί να συγκρατηθεί πιο σταθερά εάν συνδυαστεί με κάτι σχετικό και ουσιαστικό», όπως ένα «αγαπημένο τραγούδι, μια οικογενειακή φωτογραφία ή ακόμα και ένα μικρό δώρο», είπε ο Λιν. 

Ενας περιορισμός της μελέτης είναι ότι δεν μετρά τους υποκείμενους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που προκαλούν ενίσχυση της μνήμης, γράφει η Washington Post. Ο Λιν είπε ότι σύμφωνα με μια γνωστή θεωρία νευροεπιστημόνων που μελετούν τα ζώα, «οι αδύναμες αναμνήσεις μπορούν να “επισημανθούν” και αργότερα να σταθεροποιηθούν εάν ακολουθήσει ένα σημαντικό γεγονός, γνωστό ως “επισήμανση συμπεριφοράς”». Τα ευρήματά του, λέει, ευθυγραμμίζονται με αυτή τη θεωρία και ελπίζει στο μέλλον να χρησιμοποιήσει την απεικόνιση του εγκεφάλου και άλλα εργαλεία για να «παρακολουθήσει τους μηχανισμούς του εγκεφάλου να ξεδιπλώνονται σε πραγματικό χρόνο». 

Η Γουίμπερ, η οποία διεξάγει μελέτες συμπεριφοράς εμπνευσμένες από ζώα, δήλωσε ότι η μελέτη είναι «σημαντική» επειδή οι αποδείξεις της θεωρίας της σήμανσης συμπεριφοράς στους ανθρώπους είναι «ανάκατες». 

«Γι’ αυτό, αυτή η νέα εργασία είναι τόσο σημαντική», τόνισε. 

Η μελέτη περιορίζεται επίσης από τη φύση των πειραμάτων της, τα οποία βασίστηκαν σε σχετικά απλά ερεθίσματα –όπως εικόνες ζώων και εργαλείων– αντί για τα πολύπλοκα σενάρια και τις αλληλεπιδράσεις που οι άνθρωποι συνήθως συναντούν –και θυμούνται ή δυσκολεύονται να θυμηθούν– στην πραγματική ζωή. Το επόμενο βήμα, είπε τέλος ο Λιν, είναι να ελεγχθεί εάν ο εγκέφαλος και η τράπεζα μνήμης αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε καθημερινές καταστάσεις. 

Πηγή: Protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου