Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Εφηβική κατάθλιψη: Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε;

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Βραχεία Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία για εφήβους με κατάθλιψη. Ένα θεραπευτικό εγχειρίδιο, συζητάμε ξανά σήμερα τις εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι, πάντα αλλά και τώρα, στις νέες συντεταγμένες της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Συχνά οι δυσκολίες αυτές εγκαθίστανται και παγιώνονται, παρεμποδίζοντας τη ζωή των νέων και παρακωλύοντας την υγιή ανάπτυξή τους. Στην κλινική κατάθλιψη στην εφηβεία, τα ανησυχητικά σημάδια είναι μια διάχυτη θλίψη, ευερεθιστότητα και θυμός, απώλεια ενδιαφέροντος και αδυναμία να φανταστούν ή να ονειρευτούν το μέλλον. Η χαμηλή διάθεση μπορεί ακόμη να επηρεάσει την όρεξη για φαγητό, τον ύπνο, τα επίπεδα ενέργειας και συγκέντρωσης, και την αυτοπεποίθησή τους. Πέραν όμως των έκδηλων συμπτωμάτων, η ψυχαναλυτική θεώρηση ενδιαφέρεται για τους ενδοψυχικούς και λιγότερο εμφανείς παράγοντες στην εφηβική κατάθλιψη, τους οποίους με ένα τρόπο θεωρούμε το υπόβαθρό για την ανάπτυξη της καταθλιπτικής νόσου, όπως είναι οι δυσκολίες στις πολύ πρώιμες σχέσεις, ένα μη διαχειρίσιμο πένθος ή άγχη γύρω από τον αποχωρισμό, εσωτερικές συγκρούσεις και αμφίθυμα συναισθήματα, μια αδυναμία έκφρασης του υγιούς, εποικοδομητικού θυμού.

Τι κάνει όμως την εφηβεία μια τόσο σημαντική περίοδο και γιατί θέλουμε να υποστηρίξουμε το έφηβο άτομο; Η εφηβεία αποτελεί μια ευκαιρία στη διαδικασία υποκειμενοποίησης, ως μια αναπτυξιακή συνθήκη όπου προηγούμενες εμπειρίες, αναπαραστάσεις και τρόποι του σχετίζεσθαι βιώνονται ξανά από τους νέους στην προσπάθεια τους να διαμορφώσουν μια νέα αίσθηση εαυτού, την ταυτότητά τους, αλλά και την επιθυμία για τον άλλο. Είναι ταυτόχρονα μια κρίσιμη περίοδος γιατί ο ή η έφηβος μπορεί να πράξει περισσότερο σε σχέση με το μικρότερο παιδί —στη δική μας γλώσσα να εκδραματίσει— αυτά που το απασχολούν ή κόντρα σε αυτά που το απασχολούν, υπό τις πιέσεις της σωματικής ανάπτυξης αλλά και υπό τις δυνατότητες που τους δίνει το νέο τους σώμα. Αυτό το πράττειν μπορεί να είναι τόσο στην κατεύθυνση της ψυχοσεξουαλικής πλευράς της προσωπικότητας όσο και στην κατεύθυνση της διαχείρισης της επιθετικότητας· η δε διαπλοκή αυτών των τάσεων δημιουργεί ενδοψυχικές συγκρούσεις δύσκολες για τον/την έφηβο να διαχειριστεί.

Αυτή η εκδραμάτιση εμφανίζεται με νέους τρόπους και η δυνατότητα δράσης, όταν τα πράγματα δεν έχουν εξελιχθεί ομαλά στα προηγούμενα στάδια, μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για τους νέους. Ο έφηβος, για παράδειγμα, όταν απογοητεύεται ή θυμώνει δεν κάνει μόνο μια έκρηξη, αλλά έχει τη δυνατότητα να φύγει από το σπίτι, να αναζητήσει παράνομες ουσίες, να περπατήσει στις ράγες του τρένου ή να πράξει παρορμητικά με συνομηλίκους του. Επιπλέον, παίρνοντας ως δεδομένες τις διεργασίες αυτονόμησης των εφήβων, η προστασία των εφήβων αλλά και η επικοινωνία μαζί τους απαιτεί ειδικούς χειρισμούς. Αυτό μας οδηγεί σε μια επιπλέον πρόκληση της εργασίας με εφήβους: τη δυσκολία να τους εμπλέξουμε σε μια θεραπευτική διαδικασία. Υπό το πρόσταγμα της διαφοροποίησης και ανεξαρτητοποίησης τους, αλλά και σε μια περίοδο που πολύ λίγα βιώνονται ως εντός του ελέγχου τους, οι έφηβοι συχνά βιώνουν τη δυσκολία της θεραπευτικής σχέσης άλλοτε ως μια διαδρομή που δεν ξέρουν που πηγαίνει ή που θα φτάσει, άλλοτε ως μια παγίδα όπου η έξοδος δεν είναι ορατή. Ενώ για πολλούς μια μακροχρόνια θεραπεία μοιάζει εξωτερικά ως μια εγγύηση ότι δεν θα χάσουν σύντομα και τον θεραπευτή ή τη θεραπεύτρια τους, πολλοί που δυσκολεύονται να διαχειριστούν τον αποχωρισμό ή την απώλεια ασυνείδητα βιώνουν ότι μια θεραπεία χωρίς προκαθορισμένο τέλος είναι μια θεραπεία όπου απρόβλεπτα γεγονότα μπορεί να συμβούν. Επιπλέον, υπό τις χρονικές και οικονομικές πιέσεις με τις οποίες βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας, το κλινικό και ηθικό ερώτημα συχνά είναι όχι «πόσα πολλά μας επιτρέπεται να επιτύχουμε», αλλά «ποιο είναι το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουμε».

Το κλινικό και ηθικό ερώτημα συχνά είναι όχι «πόσα πολλά μας επιτρέπεται να επιτύχουμε», αλλά «ποιο είναι το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουμε».

Στη βραχεία ψυχοθεραπεία, ένα πρόγραμμα 28 εβδομαδιαίων συνεδριών, ο θεραπευτής συνοδεύει τον νέο μέσα στις διεργασίες της απώλειας και προετοιμάζονται μαζί για το τέλος από την αρχή. Αυτό κάνει τη Βραχεία Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία εξαιρετικά χρήσιμη, όχι μόνο στο πλαίσιο των δημόσιων φορέων, αλλά και στην κλινική εργασία με εφήβους στα ιδιωτικά μας γραφεία. Παραμένει δε ένα μοντέλο που διέπεται από κεντρικές ψυχαναλυτικές θέσεις: τη μελέτη ασυνείδητων κινήτρων ή εμποδίων, τη σχέση μεταβίβασης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ατόμου και τη σχέση με τα εσωτερικό αντικείμενα. Διαφοροποιείται όμως από την ανοιχτού τύπου ψυχαναλυτική θεραπεία στα εξής: δίνει στους εφήβους έναν ορίζοντα αρχής, μέσης και τέλους και προσδιορίζει συγκεκριμένους στόχους από τη θεραπεία· αυτοί οι στόχοι, ενώ δεν επηρεάζουν την ανοιχτότητα και την ελεύθερα κυμαινόμενη προσοχή του εκπαιδευμένου θεραπευτή, παρά ταύτα επαναξιολογούνται σε προκαθορισμένες συναντήσεις ανασκόπησης της θεραπείας.

Πολλοί από εμάς θα νιώθαμε μια καχυποψία για την αποτελεσματικότητα του χρονικά ορισμένου αυτού μοντέλου, αν το εγχειρίδιο της Βραχείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας δεν είχε προκύψει από το ενδελεχές συλλογικό έργο έγκριτων ψυχοθεραπευτών παιδιών και εφήβων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα του μοντέλου ελέγχθηκε στη μεγαλύτερη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή που έχει διεξαχθεί στην Ευρώπη πάνω στην εφηβική κατάθλιψη, μια έρευνα που απέδειξε ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία 28 συνεδριών είναι εξίσου αποτελεσματική κλινικά αλλά και ως προς παράγοντες κόστους με τη Συμπεριφορική Γνωσιακή θεραπεία ίδιας διάρκειας.

Περνώντας λοιπόν στο εγχειρίδιο που παρουσιάζουμε σήμερα, η χρησιμότητα του διαφαίνεται όχι μόνο στον άξονα της κλινικής αξίας του μοντέλου, ή τον άξονα της ερευνητικής εφαρμογής και της δυνατότητας διεξαγωγής ποσοτικών και ποιοτικών μελετών που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε περαιτέρω τις θεραπευτικές διεργασίες. Κατά τη γνώμη μου, το βιβλίο αυτό αποτελεί κάτι παραπάνω από μια περιγραφή του μοντέλου της βραχείας ψυχοθεραπείας. Προσφέρει κάτι όχι τόσο συχνό στην ελληνική βιβλιογραφία: μια οργανωμένη περιγραφή όχι μόνο της ψυχαναλυτικής θεώρησης της εφηβικής κατάθλιψης, αλλά και της εργασίας με εφήβους, όχι θεωρητικά, αλλά ακολουθώντας όλα τα βήματα και τις διακλαδώσεις της θεραπευτικής δουλειάς, από την εγκαθίδρυση του θεραπευτικού πλαισίου μέχρι την παράλληλη παιδοψυχιατρική παρακολούθηση, τη θεραπευτική εργασία με γονείς και την εποπτεία των θεραπευτών, ενώ αυτά καταδεικνύονται μέσα από παραστατικά παραδείγματα κλινικών περιπτώσεων. Ελπίζουμε έτσι ότι μπορεί να αποτελέσει μια ζωντανή εσωτερική παρέα για τον θεραπευτή που συχνά βρίσκεται μοναχικά αντιμέτωπος με τις πιο ανέλπιδες ψυχικές καταστάσεις των θεραπευόμενών του προς την εγκαθίδρυση της αντοχής και της ελπίδας.


Της Ελένης Χουρδάκη
Η Ελένη Χουρδάκη, ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και εφήβων, μέλος του Βρετανικού Συλλόγου Παιδοψυχοθεραπευτών (ACP) και της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικης Ψυχοθεραπειας Παιδιού και Εφήβου, και επιστημονική επιμελήτρια της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου.
Το κείμενο αυτό διαβάστηκε το Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2024 στο βιβλιοπωλείο των ΠΕΚ στην Αθήνα, στην παρουσίαση του βιβλίου «Βραχεία Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία για εφήβους με κατάθλιψη». Μπορείτε να δείτε την εκδήλωση εδώ.

Πηγή: ΠΕΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου