Με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τη διαδικτυακή δράση ενός γνωστού συγγραφέα παιδικών βιβλίων, ήρθε στη δημοσιότητα το Child Protection System (CPS). Γράφτηκαν πολλά για τον τρόπο λειτουργίας του (σαρώνει διαρκώς δίκτυα κοινής χρήσης αρχείων για να εντοπίσει διευθύνσεις που κατεβάζουν αρχεία εικόνας και βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών) και για τις ειδικές του ικανότητες (εντοπισμός ακριβείας διαμοιρασμού παράνομου υλικού στο συμβατικό διαδίκτυο και στο dark web, ακόμη και αν οι ιδιοκτήτες χρησιμοποιούν εικονικά ιδιωτικά δίκτυα ή κρύβουν τη διεύθυνσή τους). Πέραν της τεχνικής διάστασης, η ανάδυση στην ελληνική μιντιακή επιφάνεια αυτού του αυτοματοποιημένου συστήματος μας οδηγεί σε μια σειρά από επισημάνσεις που μπορούν να σταθούν διδακτικές πολλαπλώς.
Πρώτον, η τεχνολογία, πολλές φορές, λόγω των κοινωνικά ευεργετικών της αποτελεσμάτων, μπορεί και πρέπει να προσεγγίζεται ως αγαθό δημόσιας χρήσης, προσιτό σε όλους, και δεν πρέπει να γίνεται χρηματιστηριακό προϊόν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τεχνολογία που στηρίζει το CPS αναπτύχθηκε από μια φιλανθρωπική οργάνωση (Child Rescue Coalition), η οποία, ιδία πρωτοβουλία, αποφάσισε να προσφέρει την τεχνογνωσία της δωρεάν σε χιλιάδες ερευνητές και υπηρεσίες διώξεως ηλεκτρονικού εγκλήματος στις ΗΠΑ και σε άλλες 95 χώρες. Θα μπορούσαμε να ωθήσουμε και το δικό μας νεοφυές οικοσύστημα εταιρειών τεχνολογίας προς πιο κοινωνικές κατευθύνσεις και εφαρμογές για να καλύψουν τα μεγάλα κενά κοινωνικής μέριμνας;
Δεύτερον, οποιαδήποτε αυτοματοποιημένη τεχνολογία, όσο αποτελεσματική ή κοινωνικά ωφέλιμη και να είναι, πρέπει να φιλτράρεται και να ελέγχεται από ανθρώπους και τα στοιχεία που συλλέγονται να διασταυρώνονται με άλλου τύπου έρευνες. Παρά τις τρομερές αποκαλύψεις στις οποίες έχει οδηγήσει η συγκεκριμένη τεχνολογία και την τρομακτική ακρίβειά της, ο ρόλος των αρμόδιων ερευνητών παραμένει ιδιαίτερα κρίσιμος, όπως τονίζεται στις σχετικές διεθνείς αναλύσεις. Θα μπορούσαμε να διαθέτουμε εκπαιδευμένα στελέχη όχι μόνο στο επίπεδο του εντοπισμού ύποπτων περιπτώσεων με τη συνδρομή του CPS αλλά και στο επίπεδο της διασφάλισης της ασφαλούς πλοήγησης των παιδιών μας και μιας εν γένει πιο ανθρωποκεντρικής χρήσης των αναδυόμενων τεχνολογιών;
Τρίτον, όταν μια τεχνολογία παρακολούθησης, στην προσπάθειά της να μεγιστοποιήσει τα ευεργετικά της αποτελέσματα, αρχίζει να χρησιμοποιείται κατά τρόπο που παρεκκλίνει από τον αρχικό της σκοπό, δημιουργούνται ανησυχίες για την πιθανή μετατροπή της σε μέσο μαζικής επιτήρησης. Αυτό συμβαίνει ειδικά όταν μια τεχνολογία αποδεικνύεται αποτελεσματική ως προς τον εντοπισμό ιδιαιτέρως απεχθών πράξεων. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου λογισμικού, αρκετοί φορείς, ειδικά στις ΗΠΑ, έχουν κατά καιρούς εκφράσει τις ενστάσεις τους για την υπέρμετρη χρήση του και την έλλειψη πολλές φορές ισχυρών διασφαλίσεων της προστασίας του δικαιώματος της ιδιωτικότητας. Θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε τέτοιου είδους αντίβαρα και στις υπόλοιπες τεχνολογίες παρακολούθησης που βρίσκονται στην επικαιρότητα τον τελευταίο καιρό;
Τέταρτον, καλό να είναι να μην ξεχνάμε ότι η χρησιμοποίηση ενός λογισμικού όπως το CPS δεν μπορεί από μόνο του να λύσει το δαιδαλώδες πρόβλημα της παιδικής κακοποίησης, καθώς τα εκατοντάδες δικαστικά εντάλματα που εκδίδονται με βάση τα στοιχεία που συλλέγει ωχριούν μπροστά στις εκατομμύρια αναφορές για διακίνηση και διαμοιρασμό υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν επίσης την κορυφή του παγόβουνου. Χωρίς συντονισμένες και επαρκώς στελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες, και χωρίς ένα σαφές και επαρκές θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων σε σχέση με την παιδική προστασία, το CPS θα παραμείνει ένα χρήσιμο εργαλείο αποσπασματικού χαρακτήρα που θα αδυνατεί να δώσει δομικές λύσεις σε κοινωνικές παθογένειες που συνεχώς διογκώνονται. Παράλληλα με την αδήριτη ανάγκη να αναπτύξουμε εγχώρια λογισμικά –και όχι μόνο να εισαγάγουμε έτοιμες τεχνολογικές λύσεις– για να ριχθεί φως στα άδυτα του σκοτεινού διαδικτύου, είμαστε έτοιμοι για μια ριζική αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική προστασίας του πιο ανυπεράσπιστου τμήματος της βυθισμένης σε πολλαπλές κρίσεις ελληνικής κοινωνίας;
O δρ. Μιχάλης Kρητικός είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και επίκουρος καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.
Πηγή: LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου