Είναι δύσκολο να ετοιμαστείς όταν είναι να γνωρίσεις την Γκρέτα Τούνμπεργκ. Είναι σαν να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη για τις ηθικές επιλογές σου· δέκα λεπτά πριν τη συναντήσω, πρέπει να γκουγκλάρω για να δω αν το (από δεύτερο χέρι) μπλουζάκι μου φτιάχτηκε σε sweatshop, να πετάξω το μισοτελειωμένο κουτάκι κόκα-κόλα διαίτης –το φάρμακο για να καταπολεμήσεις ένα χανγκόβερ– στα σκουπίδια και να αγχωθώ για το αν φαίνεται ότι οι μπότες μου Dr. Martens είναι οι δερμάτινες και όχι η αποδεκτή βίγκαν εναλλακτική. Η συνάντηση με την Γκρέτα Τούνμπεργκ με αξεσουάρ στα οποία οφείλεται η καταστροφή του πλανήτη μας είναι σαν να μυρίζουν πάνω σου τσιγάρο τα παιδιά σου: δεν θέλεις να πέσεις στα μάτια τους. Θέλεις να είσαι καλύτερος άνθρωπος από ό,τι είσαι.
Κάνω την πρώτη μου συνέντευξη με την Τούνμπεργκ –επί του παρόντος, ελλείψει του Iron Man, τη μόνη εναπομείνασα υποψήφια που έχει επιστρατεύσει η ανθρωπότητα για να σώσει ολόκληρο τον κόσμο– στο φεστιβάλ Γκλαστονμπέρι τον Ιούνιο, επειδή τυχαίνει να είμαστε και οι δύο εκεί. Εκείνη για να δώσει μια ομιλία-ορόσημο με στόχο να υποκινήσει 250.000 ανθρώπους να αντιδράσουν οργανωμένα ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Εγώ για να πιω μηλίτη και να δω τους Sugababes.
Αυτή είναι η μοναδική στιγμή που μπορούμε να συντονιστούμε – εκείνη ζει στη Στοκχόλμη και δεν δίνει συνεντεύξεις σε κανέναν που έχει πετάξει για να τη δει. Είναι φυσικό, σύμφωνα με τις αρχές της, να επιτρέπεται να ταξιδέψεις για να τη δεις μόνο με τρένο ή ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Προσωπικά, θα πήγαινα ευχαρίστως και με τα πόδια για να τη δω, καθώς πιστεύω ότι είναι εντυπωσιακή – κατά κάποιον τρόπο μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες των τελευταίων 100 ετών. Όμως αποδεικνύεται ευκολότερο να περπατήσω μέσα από τον λαβύρινθο των καμαρινιών και των σκηνών στα παρασκήνια και να τη βρω μισή ώρα πριν εμφανιστεί απροειδοποίητα στη σκηνή της Pyramid και κάνει πρωτοσέλιδα παγκοσμίως.
«Πως τολμάτε!»
Ποια είναι η Γκρέτα; Αυτή η εξαιρετική φιγούρα που, από την ηλικία των 15 ετών, έχει γίνει πολιτικό πρόσωπο και έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες για την κλιματική αλλαγή στην ιστορία: 4 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στις 20 Σεπτεμβρίου 2019. Θυμάμαι εκείνη την ημέρα, οι έφηβες κόρες μου πήγαν κι αυτές στην πορεία. Το Λονδίνο ακινητοποιήθηκε, ανταποκρινόμενο στο κάλεσμα ενός κοριτσιού που κανείς δεν είχε γνωρίσει, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Το θάρρος φέρνει θάρρος. Παιδιά στάθηκαν μπροστά από τα λεωφορεία στη γέφυρα Γουότερλου και φώναζαν: «Κανένα μέλλον! Καμία αλλαγή! Θέλουν τα πράγματα να μείνουν ίδια!».
Τα παιδιά μου επέστρεψαν στο σπίτι παραζαλισμένα. Δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. «Ήταν όλοι άνθρωποι σαν εμάς», είπαν. «Όλοι ήταν στην ηλικία μας. Όλοι κρατιόμασταν χέρι χέρι και ξαπλώναμε κάτω στον δρόμο. Ένας αστυνομικός ήρθε και ψιθύρισε: “Είμαστε με το μέρος σου, φιλαράκι. Μπράβο σου”». Όλος ο κόσμος γνωρίζει το όνομά της, συμπεριλαμβανομένου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος στη διάρκεια της προεδρίας του φάνηκε να εξοργίζεται προσωπικά μαζί της. Όταν η Τούνμπεργκ ανακηρύχθηκε πρόσωπο της χρονιάς από το Time μετά από μια παθιασμένη, δακρύβρεχτη ομιλία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ –«Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ πάνω. Θα έπρεπε να είμαι πίσω στο σχολείο, στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Και όμως, όλοι εσείς έρχεστε σε εμάς τους νέους για ελπίδα. Πώς τολμάτε! Κλέψατε τα όνειρά μου και την παιδική μου ηλικία με τα κενά σας λόγια»–, ο πιο ισχυρός αρνητής της κλιματικής αλλαγής στον κόσμο έγραψε στο Twitter: «Φαίνεται να είναι ένα πολύ χαρούμενο νεαρό κορίτσι που προσβλέπει σε ένα λαμπρό και υπέροχο μέλλον. Είναι τόσο ωραίο να το βλέπεις!».
Δύο χρόνια αργότερα, όταν ο Τραμπ τελικά απομακρύνθηκε από τον Λευκό Οίκο, η Τούνμπεργκ έγραψε ήρεμα στο Twitter: «Φαίνεται να είναι ένας πολύ ευτυχισμένος ηλικιωμένος άνδρας που προσβλέπει σε ένα λαμπρό και υπέροχο μέλλον. Είναι τόσο ωραίο να το βλέπεις!». Εκτός από όλα τα άλλα που έχει πετύχει η Γκρέτα, οι περισσότεροι κωμικοί πρέπει να παραδεχτούν ότι έδωσε επίσης μία από τις πιο αστείες απαντήσεις όλων των εποχών.
Κάθομαι στο άδειο καμαρίνι της και την περιμένω. Πώς θα είναι αυτός ο διασκεδαστικός άνθρωπος, που είναι ταυτόχρονα απίστευτα ισχυρός αλλά και που μόλις βγήκε από την παιδική ηλικία; Αυτή η φοιτήτρια που απευθύνεται σε κυβερνήσεις, και στο Νταβός, με τα αθλητικά της παπούτσια; Κάποια που έχει δεχτεί τόσο πολλές απειλές θανάτου μετά το πανέξυπνο τρολάρισμα ενός ηλικιωμένου άνδρα με πραγματικές πυρηνικές κεφαλές, που η οικογένειά της αναγκάστηκε να βάλει ασφάλεια έξω από το σπίτι της, αλλά περνάει αυτό το Σαββατοκύριακο κατασκηνώνοντας, ανώνυμα, σε μια σκηνή ανάμεσα σε 250.000 άλλους που έχουν έρθει για να γλεντήσουν;
Όταν μπαίνει στην αίθουσα –μικροσκοπική, μόλις 1,52 μ., με μπλουζάκι, παντελόνι φόρμας, παλιά αθλητικά παπούτσια vegan και αχτένιστα μαλλιά–, έχει έναν πολύ ήρεμο αέρα. Όλοι οι υπόλοιποι την περιτριγυρίζουν για να της πιάσουν κουβέντα, αλλά η Τούνμπεργκ είναι σαφές ότι δεν μιλάει, παρά μόνο αν χρειάζεται. Δεν είναι μια περιπαικτική, περιφρονητική σιωπή – αντιθέτως, είναι μια απίστευτη γαλήνη και αυτοκυριαρχία.
Έχω δει πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους καθώς ετοιμάζονται να βγουν στη σκηνή να βηματίζουν, να προσπαθούν να ανεβάσουν την αδρεναλίνη τους, να κάνουν κουραστικά αστεία ή αλλιώς να βυθίζονται τόσο στο «μέσα τους», που να νιώθεις ασύμβατο το να βρίσκεσαι κοντά τους. Αντιθέτως, η Γκρέτα έχει το είδος της ήρεμης δύναμης που δεν έχω δει ποτέ σε κανέναν άλλο, ειδικά σε κάποιον τόσο νέο και μοναχικό. Απλώς κάθεται και τρώει ένα μήλο, παρακολουθώντας όλους τους άλλους γύρω της.
«Ήρθε η ώρα», ανακοινώνει ο διευθυντής σκηνής. Καθώς αρχίζει να περπατάει προς τη σκηνή, ένα πλήθος ανθρώπων –οι φίλοι της, οι εκδότες του βιβλίου της, η Mary McCartney που τη φωτογραφίζει, οι διοργανωτές του Γκλαστονμπέρι– την ακολουθεί. Αλλά εκείνη προχωρά μόνη της, κρατώντας τις τέσσερις σελίδες Α4 της ομιλίας της, με το είδος της σιγουριάς που προσπαθούν να αποτυπώσουν οι ηθοποιοί όταν υποδύονται την Ελισάβετ Α΄ ή τη Ζαν ντ’ Αρκ. Οπτικά, είναι ένα μικροσκοπικό, ατημέλητο παιδί. Αλλά περπατάει σαν το άτομο που μπορεί να συγκαλέσει μια Γαλαξιακή Δημοκρατία. Είναι σαν μια διασταύρωση μεταξύ της πριγκίπισσας Λέια –ενός άλλου έφηβου κοριτσιού με μια σπουδαία αποστολή– και του Δαλάι Λάμα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω.
Καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά –τα πρόσωπα των 250.000 ανθρώπων που περιμένουν στο βάθος είναι μια ροζ θολούρα–, κάνω μια αναδρομή στη ζωή της μέχρι τώρα: ο μη διαγνωσμένος αυτισμός της, η διατροφική διαταραχή που την οδήγησε στην απώλεια 10 κιλών, η πρώτη σχολική απεργία –μόνη της, με το πλακάτ της, στα σκαλιά του σουηδικού κοινοβουλίου–, ένα ολοένα και αυξανόμενο πλήθος ανθρώπων που την ακολουθούσε, η παγκόσμια σχολική απεργία τον Μάρτιο του 2019 που έβγαλε 1,4 εκατομμύρια παιδιά στους δρόμους, οι ομιλίες της στον ΟΗΕ και στο Νταβός. Οι τρεις υποψηφιότητες για το Νόμπελ Ειρήνης.
Τα εκατομμύρια διαδικτυακά τρολ, bots και υβριστές – ο παρουσιαστής του Talk Radio, Κέβιν Ο’ Σάλιβαν, την αποκάλεσε «σουηδικό καταστροφολογικό καλικάντζαρο», ο Τζέρεμι Κλάρκσον την αποκάλεσε «ένα μικρό κουβαδάκι εγωισμού» που χρειάζεται «μερικές ξυλιές στον πισινό», η Έλεν Ντέιλ στο The Spectator ανυπομονεί να δει την Τούνμπεργκ «να καταρρέει στην εθνική τηλεόραση». Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έκανε το κοινό σε μία από τις συγκεντρώσεις του να γιουχάρει στην αναφορά του ονόματός της – όταν ήταν ακόμα μόλις 17 ετών. Τι έχει περάσει τα τελευταία χρόνια!
Στέκομαι στο πλάι της σκηνής καθώς η Τούνμπεργκ περπατάει. Το μικρόφωνό της δεν δουλεύει· της δίνουν άλλο. Ο άνεμος παρασύρει τα φύλλα της ομιλίας της· εκείνη συνεχίζει ατάραχη. Παρόλο που μπροστά της έχει ένα τεράστιο πλήθος μεθυσμένων ανθρώπων σε ένα φεστιβάλ, εκείνη εκφωνεί την ομιλία της σε απόλυτη σιωπή, συγκεντρωμένη και προσεκτική. Και αρκετές φορές κάτω από αυθόρμητο, έξαλλο χειροκρότημα.
«Αυτό δεν είναι το νέο φυσιολογικό», λέει σαν να βρυχάται. «Δεν έχει γίνει μόνο κοινωνικά αποδεκτό για τους ηγέτες μας να λένε ψέματα, είναι λίγο πολύ αυτό που περιμένουμε να κάνουν. Μας έχει ανατεθεί, σ’ εσάς και σ’ εμένα, η ιστορική ευθύνη να διορθώσουμε τα πράγματα. Μαζί μπορούμε να καταφέρουμε αυτό που φαντάζει αδύνατο. Αλλά μην έχετε ψευδαισθήσεις, κανείς άλλος δεν πρόκειται να το κάνει αυτό για εμάς. Αυτό εξαρτάται από εμάς εδώ και τώρα. Εσείς και εγώ. Πλησιάζουμε στον γκρεμό… Μην τους αφήσετε να μας σύρουν άλλη μία σπιθαμή πιο κοντά στην άκρη. Αυτή τη στιγμή είναι το σημείο που δεν πρέπει να κάνουμε πίσω». Αργότερα το ίδιο βράδυ η ομιλία γίνεται πρωτοσέλιδο σε όλο τον κόσμο. Το πρόσωπο της Τούνμπεργκ βρίσκεται, για άλλη μία φορά, στα εξώφυλλα των εφημερίδων και των περιοδικών. Είναι τάση στο Twitter.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, η Ευρώπη πλήττεται από έναν πρωτοφανή καύσωνα – ένας παγετώνας καταρρέει στις Ιταλικές Άλπεις, το Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφει την υψηλότερη θερμοκρασία του, τα ποτάμια στερεύουν, η Αυστραλία υφίσταται εκτεταμένες πλημμύρες και η Συρία ανακοινώνει επικείμενο λιμό λόγω ξηρασίας. Αν η Τούνμπεργκ είναι «καταστροφολογικός καλικάντζαρος», τότε δεν ξέρω πώς να ονομάσουμε τις ειδήσεις. Ίσως βέβαια προσβάλουμε μόνο τις έφηβες που εγκαταλείπουν το μέλλον τους για να περιγράψουν τι συμβαίνει στον κόσμο. Αυτή είναι λοιπόν η πρώτη Γκρέτα Τούνμπεργκ που συναντώ. Η παγκόσμια ηγέτιδα.
Έφηβη του λοκντάουν
Τη δεύτερη Γκρέτα Τούνμπεργκ τη συναντώ την επόμενη μέρα. Βρισκόμαστε σε ένα μικροσκοπικό τροχόσπιτο σε μια κρυψώνα του χώρου του φεστιβάλ. Η διοργανώτρια Έμιλι Ίβις μάς το άφησε να το χρησιμοποιήσουμε για να «μην ταλαιπωρηθεί η Γκρέτα», αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το χρειαζόμαστε. Αυτή η ήρεμη, αθόρυβη δύναμη που περπατούσε σαν βασίλισσα χθες, έχει κρυφτεί. Πράγματι, στη βόλτα μας προς το τροχόσπιτο πέφτω πάνω σε δύο φίλους που με ρωτούν έκπληκτοι: «Τέλειωσες κιόλας τη συνέντευξη με την Γκρέτα;» – πριν τους συστήσω στη σιωπηλή και σχεδόν αόρατη κοπέλα που στέκεται δίπλα μου.
Σήμερα, έχει κλείσει τον διακόπτη στη χθεσινή Γκρέτα, σ’ αυτήν που θα ανέβαινε στη σκηνή. Σήμερα, είναι μια έφηβη με σύνδρομο Άσπεργκερ, που κάνει κατ’ οίκον μαθήματα, που είχε διατροφική διαταραχή, που επέλεξε κάποτε να είναι μουγκή και που μόλις έγραψε το πρώτο της βιβλίο. Είναι απλώς ένα κορίτσι. Η πριγκίπισσα Λέια εκτός υπηρεσίας. Καθόμαστε, πίνουμε νερό και αρχίζω να τη ρωτάω αυτό που θα ρωτούσα κάθε έφηβο: «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε το Γκλαστονμπέρι; Είναι το πρώτο σου φεστιβάλ;». «Ναι», λέει.
Δεν είναι μόνο το πρώτο της φεστιβάλ, αλλά και η πρώτη της συναυλία – είναι μια έφηβη του λοκντάουν. Όλα αυτά τα χρόνια που κάθε άλλη γενιά περνούσε βγαίνοντας έξω, αυτή τα πέρασε στο σπίτι, περιμένοντας να περάσει ο ιός. Αυτή και οι φίλοι της έχουν κατασκηνώσει «πάνω στον λόφο». Η Γκρέτα πήγε για ύπνο νωρίτερα από όλους τους άλλους. «Το έδαφος έτρεμε εξαιτίας όλου του θορύβου». Φαίνεται ελαφρώς μπερδεμένη από το όλο γεγονός. Αργότερα, όταν πηγαίνουμε βόλτα, μου εκμυστηρεύεται: «Όλοι αυτοί οι κουλ τύποι έρχονται συνέχεια και μου λένε: “Σ’ αγαπάμε, γεια σου, Γκρέτα!”. Και, όταν έχουν φύγει, οι άλλοι μου λένε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πολύ διάσημο συγκρότημα. Λυπάμαι, τους λέω, αλλά δεν τους γνωρίζω». Γελάει. Γελάει πολύ. Μπορεί οι απαντήσεις της να είναι αρκετά σύντομες, αλλά είναι πολύ ανοιχτή και έτοιμη να διασκεδάσει με το οτιδήποτε. Μπορεί να είναι στοχαστική και ακριβής στις απαντήσεις της, αλλά είναι και εντελώς αυθόρμητη. Όλοι οι διάσημοι άνθρωποι έχουν τις έτοιμες απαντήσεις τους – τις κοινότοπες ατάκες που δίνουν σε τυπικές ερωτήσεις. Η Τούνμπεργκ, με έναν μοναδικό τρόπο, δεν το έχει αυτό. Ό,τι λέει είναι καινούργιο, ειλικρινές, ωμό και ανοιχτό.
Προσπαθώ να πάρω μια μυρωδιά της κοινωνικής της ζωής. Έχει μεθύσει ποτέ; Έχει μπει στον πειρασμό να δοκιμάσει να κάνει κάτι παρακινδυνευμένο στο Γκλαστονμπέρι; «Δεν θα έβγαινα ποτέ έξω μεθυσμένη», απαντά. «Δεν θα έκανα ποτέ κάτι… ηλίθιο και δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει επειδή είμαι τέτοιος άνθρωπος ή επειδή δεν θέλω να με “δουν” έτσι. Υποθέτω ότι θα μπορούσε να είναι και τα δύο». «Δηλαδή δεν έχεις μεθύσει ποτέ, τότε;» τη ρωτάω. «Όχι». «Μήπως επειδή γνωρίζεις ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα έλεγαν: “Θέλω να είμαι ο πρώτος άνθρωπος που θα μεθύσει την Γκρέτα Τούνμπεργκ;”». «Ναι!» Γελάει.
«Και έχεις την ίδια ανησυχία όταν μιλάς σε ένα κορίτσι ή σε ένα αγόρι που σου αρέσει; Ότι όλοι θα λένε: “Ω, κοίτα με ποιον συνομιλεί η Γκρέτα Τούνμπεργκ”;».
«Ναι. Αν τους πλησιάσω, είμαι πιο ευάλωτη. Οπότε έχω ανθρώπους που με θαυμάζουν, αλλά είμαι και πολύ πιο ευάλωτη».
«Έχεις λοιπόν δύναμη και επίσης, παραδόξως, καμία δύναμη».
«Ναι».
«Έχεις μιλήσει ποτέ με κάποιο άλλο κορίτσι που έγινε διάσημο όταν ήταν έφηβη; Τη Λίλι Άλεν, ας πούμε, ή την Μπίλι Άιλις, που ξέρουν πώς είναι να σε παρακολουθούν και να σε σχολιάζουν, ακόμα και όταν μεγαλώνεις;»
«Όχι ακριβώς, όχι. Είναι δύσκολο, γιατί από μια άποψη αισθάνομαι ότι είμαι απλώς μια ακτιβίστρια – ξέρουμε πώς να οργανώσουμε μια απεργία, πώς να μιλήσουμε στους πολιτικούς. Αλλά, από την άλλη πλευρά, η θέση μου είναι πολύ διαφορετική [από άλλους ακτιβιστές]. Υπάρχουν πολύ λίγοι που έχουν την εμπειρία να είναι ακτιβιστές της βάσης και ταυτόχρονα να τους παρακολουθούν οι παπαράτσι. Κάποιος μου είπε πρόσφατα ότι είμαι ινφλουένσερ, αλλά δεν μου αρέσει αυτό».
Γράφοντας για το κλίμα
Σε αυτό το δυαδικό σύστημα –του να είσαι ένας από τους πιο διάσημους ανθρώπους στον κόσμο, μια διασημότητα, αλλά χωρίς κανένα από τα προνόμια, την προστασία ή την ανταμοιβή που απολαμβάνει κάθε άλλη διασημότητα– θα επιστρέψουμε. Προς το παρόν, θέλω να τη ρωτήσω περισσότερα για τον πολιτισμό και τη μουσική. Γιατί, ενώ ο εγκλεισμός την κράτησε μακριά από φεστιβάλ, συναυλίες και διασκέδαση, της έδωσε τον χρόνο να γράψει το πρώτο της κανονικό βιβλίο, το The Climate Book, για το οποίο είμαστε εδώ σήμερα για να μιλήσουμε.
«Ώστε είσαι συγγραφέας».
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα. Ακούγεται παράξενο».
«Ε, λοιπόν, είσαι. Συγχαρητήρια! Πώς γράφεις; Ποια είναι η ρουτίνα σου; Πότε γράφεις; Μερικοί άνθρωποι νιώθουν πιο έξυπνοι το πρωί, άλλοι το βράδυ».
«Θα έλεγα ότι είμαι πιο έξυπνη το πρωί». Γελάει, βρίσκοντας αστεία την ερώτησή μου. «Αλλά συνήθως δεν έχω χρόνο, γιατί πρέπει να πάω στο σχολείο. Έγραψα περισσότερο τον χειμώνα, μετά το σχολείο, όταν είχα χρόνο, που δεν ήταν ό,τι καλύτερο, γιατί δεν είμαι βραδινός άνθρωπος. Αλλά έπρεπε να το κάνω».
Τη ρωτάω αν ακούει μουσική ενώ γράφει και μου δείχνει τη μουσική λίστα της: KC and the Sunshine Band, Billie Jean, Blame It on the Boogie, Should I Stay or Should I Go. Ανεβαστικά κομμάτια που ακούγονται δυνατά σε πάρτι. Το τελευταίο τραγούδι, όμως, είναι το Holding Out for a Hero της Μπόνι Τάιλερ και ομολογώ, βλέποντάς το, θέλω να δακρύσω λίγο: η Bonnie τραγουδάει απλώς ότι θέλει να κάνει σεξ με έναν Ηρακλή του δρόμου. Για το έφηβο κορίτσι που το ακούει κατά τη διάρκεια χειμερινού λοκντάουν στη Σουηδία, που αντιμετωπίζει απειλές θανάτου, που γράφει ένα βιβλίο για την προσπάθεια να σώσει τον κόσμο, το τραγούδι μοιάζει λίγο πιο… σημαντικό.
Το The Climate Book προορίζεται να αποτελέσει το εγχειρίδιο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στον κόσμο, γιατί και πώς να το αλλάξουμε. Η Γκρέτα έχει καλέσει κάθε διαθέσιμο εμπειρογνώμονα (τον Tedros Adhanom Ghebreyesus, γενικό διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τον Saleemul Huq, διευθυντή του Διεθνούς Κέντρου για την Κλιματική Αλλαγή και την Ανάπτυξη, τον Rob Jackson, πρόεδρο του Παγκόσμιου Οργανισμού Άνθρακα (Global Carbon Project), τον Lucas Chancel, συνδιευθυντή του Παγκόσμιου Εργαστηρίου ενάντια στην Ανισότητα World Inequality Lab, τη Silpa Kaza από την Παγκόσμια Τράπεζα, τον οικονομολόγο Thomas Piketty) να γράψει γι’ αυτό στο οποίο είναι αυθεντία. Σχεδόν όλοι οι αναφερόμενοι είναι θαλάσσιοι βιολόγοι, ομότιμοι καθηγητές, διευθυντές ερευνών, ιστορικοί, επιδημιολόγοι ή επικεφαλής πανεπιστημίου ή παγκόσμιου οργανισμού.
Το The Climate Book έχει εικόνες από χάσκι που σέρνουν έλκηθρα, προσπαθώντας να διασχίσουν παγετώνες βάθους 3 ιντσών μέσα σε λιωμένο νερό· από διαλυμένα πλαστικά μπουκάλια σαμπουάν στη θάλασσα, τα οποία έχουν διασχίσει τον Ειρηνικό και θα είναι μαζί μας για άλλα 1.000 χρόνια· και μια συλλογή από τα πιο ανησυχητικά γραφήματα που έχουν συγκεντρωθεί ποτέ σε ένα μέρος. Αλλά, παρόλο που είναι ένα σοβαρό βιβλίο, είναι τελικά ένα πολύ ελπιδοφόρο βιβλίο, επειδή τα 18 δοκίμια της Τούνμπεργκ πλαισιώνουν τα πράγματα με έναν μοναδικό τρόπο. Βρήκα ιδιαίτερα ηχηρό το εξής: «Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν ότι, αν ενταχθούν τώρα στο κίνημα για το κλίμα, θα είναι από τους τελευταίους. Αλλά αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, αν αποφασίσετε να αναλάβετε δράση τώρα, εξακολουθείτε να θεωρείστε πρωτοπόροι».
«Αυτό!» λέει. «Ναι! Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να συνεισφέρουν σε τίποτα, ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αλλά, αν κατανοήσουν πλήρως την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης, θα ξέρουν λίγο πολύ τι πρέπει να κάνουν».
Το βιβλίο τελειώνει με δύο πολύ περιεκτικές σελίδες: «Τι μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία» και «Τι μπορείτε να κάνετε ως άτομο»: «Γίνετε ενοχλητικοί. Προκαλέστε. Η δημοκρατία είναι το πιο σημαντικό εργαλείο που έχουμε, υπερασπιστείτε την. Ψηφίστε. Αποφύγετε τις πολιτισμικές συγκρούσεις. Προσπεράστε πρακτικές όπως “κάνουμε μικρά βήματα προς τις σωστές κατευθύνσεις”. Φυτέψτε δέντρα. Επενδύστε στην αιολική και ηλιακή ενέργεια: το θαύμα έχει ήδη συμβεί. Αυτό μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας».
«Ήταν σημαντικό το ότι ήταν προϊόν συνεργασίας», λέει. «Επειδή από την αρχή το μόνο που είπα ποτέ ήταν: “Ακούστε τους επιστήμονες. Ακούστε αυτούς που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή”. Δεν είμαι ειδικός. Δεν έχω την εντολή να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα, η [μόνη] εντολή που έχω είναι να εκφράζω τις δικές μου απόψεις».
Το ζήτημα της αμοιβής
Το βιβλίο πρόκειται να εκδοθεί σε δύο εβδομάδες σε 15 χώρες. Θα ακολουθήσουν και άλλες εκδόσεις. Θα ήθελα να ελπίζω ότι είναι το είδος του βιβλίου που όλοι αισθάνονται ότι πρέπει να αγοράσουν, να διαβάσουν και να προβούν σε δράσεις: αν έχετε προσπαθήσει να ανακυκλώσετε ένα καπάκι καφέ, έχετε αγοράσει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο ή έχετε αρχίσει να χρησιμοποιείτε ένα επαναχρησιμοποιούμενο μπουκάλι νερού, αυτό το βιβλίο γνωρίζει τον συνδυασμό φόβου, ελπίδας και καθήκοντος που σας ώθησε να το κάνετε και έχει ένα εκατομμύριο ακόμη προτάσεις. Θα έπρεπε να αποτελεί βασικό στοιχείο της βιβλιοθήκης, όπως το Χρονικό του χρόνου του Στίβεν Χόκιν ή το Sapiens του Γιουβάλ Νόα Χαράρι. Σε αντίθεση με τον Χόκιν ή τον Χαράρι, ωστόσο, αν το επιδραστικό βιβλίο της Τούνμπεργκ για την κλιματική αλλαγή γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ, δεν θα της αποφέρει χρήματα. «Τα έσοδα που θα βγάλω θα πάνε σε φιλανθρωπικούς σκοπούς», λέει η ίδια. «Θα ήταν ωραίο να έχω χρήματα, αλλά με δωρεές… Για παράδειγμα, αν τα δωρίσω για την αναδημιουργία ή την προστασία της φύσης, μπορώ να ξεκινήσω μια συζήτηση γι’ αυτό. Αν δωρίσω για τους πρόσφυγες, μπορώ να μιλήσω για το γιατί και μετά μπορώ να εξηγήσω».
«Δηλαδή δεν κερδίζεις καθόλου χρήματα από αυτό το βιβλίο;»
«Αν μεταφράσω το βιβλίο από τα αγγλικά στα σουηδικά [σ.σ.: η Γκρέτα γράφει στα αγγλικά], τότε μπορώ να πάρω κάποια αποζημίωση για τον χρόνο που ξοδεύω για να το κάνω αυτό, επειδή δεν το κάνω για την προώθηση. Είναι κάπως σαν μια συγκεκριμένη δουλειά». Είναι η μοναδική φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας που φαίνεται αμήχανη και σαν να ντρέπεται. Ο τόνος της είναι απολογητικός. Είναι σαφές ότι αισθάνεται διχασμένη για το γεγονός ότι κερδίζει ακόμη και μια μικρή αμοιβή για τη μεταφραστική της εργασία. Το μισώ αυτό. Εγώ για εκείνη. Ακόμα και τα κορίτσια που σώζουν τον κόσμο χρειάζονται ένα εισόδημα.
«Έχεις όνειρα για το μέλλον; Πού θα ήθελες να ζήσεις και με ποιον, και τι θα ήθελες να κάνεις εκτός από το να σώζεις τον κόσμο;»
«Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται: “Τι να κάνω με τη ζωή μου;”. Και καταλήγω στο: “Δεν μπορώ να προβλέψω τίποτα. Ας διασκεδάσουμε!”».
Γελάει, λίγο λυπημένη.
«Νομίζω ότι είμαστε λίγο-πολύ ηθικά υποχρεωμένοι να είμαστε ακτιβιστές, αλλά δεν μπορείς πραγματικά να βγάλεις τα προς το ζην από αυτό».
Γελάει ξανά. «Τι εισόδημα έχεις λοιπόν;»
«CSN».
«Τι είναι αυτό;»
«Τα χρήματα που παίρνεις κάθε μήνα για τις σπουδές σου».
«Δηλαδή σαν φοιτητικό επίδομα. Αυτό είναι;»
«Ναι. Για τώρα. Αλλά δεν είναι πολύ βιώσιμο. Οι καλλιτέχνες και οι ινφλουένσερ μπορούν να κερδίζουν χρήματα χωρίς να τους θυμώνει ο κόσμος, αλλά εγώ δεν μπορώ».
Φοβάμαι ότι η τρομαγμένη μητέρα μέσα μου ρωτάει: «Αλλά το θέμα με τα χρήματα είναι ότι σε κρατούν ασφαλή. Είναι σημαντικό για τις γυναίκες. Κι αν χρειαστείς ταξί για να γυρίσεις σπίτι αργά το βράδυ;».
«Πάντα πηγαίνω με τα πόδια. Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική».
«Δεν έχεις πάρει ποτέ ταξί;»
«Υποθέτω ότι αν χρειαζόταν… απλώς δεν έχω νιώσει την ανάγκη. Ίσως θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική. Οι άνθρωποι μου λένε ότι θα έπρεπε».
«Τι γίνεται με την ασφάλεια; Είσαι ένας από τους πιο διάσημους ανθρώπους στον κόσμο. Έχεις συνεχείς απειλές βιασμού και θανάτου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
«Υπήρξε μια περίοδος που είχα ιδιωτική προστασία, αλλά κράτησε μόνο λίγες μέρες».
Αυτό έγινε μετά την επίθεση του Τραμπ εναντίον της. «Υπήρχαν άνθρωποι έξω από το σπίτι μου, οπότε ήταν δικαιολογημένο. Με… βιντεοσκοπούσαν».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Τούνμπεργκ ζει τώρα στο διαμέρισμα ενός φίλου της. Οι διευθύνσεις είναι δημόσιες στη Σουηδία – αν ήταν εγγεγραμμένη ως επίσημη ενοικιάστρια ενός διαμερίσματος ή σπιτιού, όλοι θα ήξεραν πού βρισκόταν. Ακόμα κι έτσι, «μερικές φορές οι άνθρωποι χτυπούν την πόρτα μας και προσπαθούν να μπουν μέσα, πράγμα που δεν είναι πολύ… ευχάριστο». Στην ερώτηση αν φοβάται για τον εαυτό της απαντά: «Απλώς, αν οι άνθρωποι που αγαπώ πάθουν ψυχική ή σωματική βλάβη από αυτό…» και σταματά. Πλέον, νιώθοντας πλήρως θορυβημένη από τη ζωή της, ρωτώ αν έχει «ανθρώπους», μια ομάδα να τη βοηθήσει με το πρόγραμμά της, να οργανώσει τις υποθέσεις της, να την υποστηρίξει με τον τρόπο που υποστηρίζεται κυριολεκτικά κάθε άλλη παγκόσμια προσωπικότητα. Όχι. «Κλείνω μόνη μου τα τρένα και το πού μένω… Φέρνω πάντα το δικό μου φαγητό. Για παράδειγμα, θα μπορούσα να τρώω μόνο ψωμί, απλό ψωμί, κάθε μέρα». Το φοβερό είναι ότι έτσι χρειάζεται να βλέπει η κοινωνία την Γκρέτα Τούνμπεργκ. Έχει δίκιο. Ποια «δουλειά» θα μπορούσε να πάρει, τι χρήματα θα μπορούσε να κερδίσει χωρίς οι άνθρωποι να την αποκαλούν «υποκρίτρια» ή «πουλημένη»; Το πρότυπο που έχουμε για τις νεαρές γυναίκες που θέλουν να σώσουν τον κόσμο είναι ότι πρέπει να είναι ευάλωτες, αυτό είναι το πιο δυνατό τους όπλο. Κοιμάται στους καναπέδες φίλων της, τρώει απλό ψωμί, κλείνει μόνη της εισιτήρια κανονικής θέσης σε τρένο για να πάει, με σακίδιο στην πλάτη, και να εκφωνήσει μια ομιλία σε 250.000 ανθρώπους, η οποία θα αναπαραχθεί παγκοσμίως. Κατανοούμε μια νεαρή γυναίκα όταν λειτουργεί ουσιαστικά στη σφαίρα του μάρτυρα: βασικά ανυπεράσπιστη και καλή και εντελώς άσπιλη από κάθε χρήμα, προστασία ή δύναμη – εκτός από τη δύναμη της δικής της… ανυπεράσπιστης καλοσύνης.
Αυτή η μαρτυρική στάση δεν οφείλεται στην κακή διαπαιδαγώγησή της: «Η οικογένειά μου είναι καλή. Έχει γερά θεμέλια», λέει. Το κίτρινο αδιάβροχο του πατέρα της ήταν που φορούσε σε εκείνες τις πρώτες εμβληματικές φωτογραφίες της σχολικής απεργίας. Εκείνη την εποχή η Τούνμπεργκ λιμοκτονούσε, βρισκόταν στη δίνη μιας διατροφικής διαταραχής και είχε επιλέξει να είναι μουγκή. Η εύρεση ενός σκοπού την έσωσε. Άλλωστε, όποιος νομίζει ότι μπορεί να πει σε ένα 15χρονο κορίτσι τι να κάνει, δεν έχει γνωρίσει ποτέ του 15χρονο κορίτσι.
Όχι, έχει να κάνει με το ποιον ακούμε και γιατί. Η έμφυτη κατανόηση της Τούνμπεργκ για το πώς «πρέπει» να είναι, αν θέλει ακόμα να έχει μια παγκόσμια πλατφόρμα, είναι εντελώς σωστή. Ακόμα και έτσι όπως έχουν τα πράγματα, εξακολουθούν να υπάρχουν τρελές θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το αν νομιμοποιείται να μιλάει. Τις απαριθμεί γελώντας: «Είμαι Ρωσίδα κατάσκοπος· χρηματοδοτούμαι από πλούσιους Αμερικανούς· δεν πιστεύω πραγματικά στην κλιματική αλλαγή».
Και παρόλο που αυτό της έδωσε ένα παγκόσμιο βήμα, η ανησυχία μου είναι αν το να είσαι μια νέα παγκόσμια φιγούρα στην πιο σημαντική συζήτηση που υπάρχει σήμερα, εξαντλεί τις νεαρές παγκόσμιες φιγούρες μας· αν αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν ποτέ να κερδίσουν χρήματα, να είναι ασφαλείς, να σχεδιάσουν το μέλλον τους, να σκεφτούν να κάνουν οικογένεια ή να έχουν οποιοδήποτε από τα πράγματα στα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκουν παρηγοριά και δύναμη, τότε αναρωτιέμαι πόσοι από τους νεαρούς ακτιβιστές μας θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να αγωνίζονται καθώς θα μπαίνουν στα είκοσι και στα τριάντα τους. Θα έπρεπε να μπορείς να σώσεις τον κόσμο και να έχεις αρκετά χρήματα για να πάρεις ένα ταξί. Θα έπρεπε να μπορείς να σώσεις τον κόσμο στα σαράντα σου από το δικό σου σπίτι, συντηρώντας τα δικά σου παιδιά, αν το επιλέξεις. Πρέπει να ζήσουμε σε μια μετα-μαρτυρική εποχή για σπουδαίες, επαναστατικές νέες γυναίκες. Αν η Τούνμπεργκ αγωνίζεται για να ευαισθητοποιήσει το κοινό για το πώς μπορούμε να σώσουμε τον κόσμο, ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τη βοηθήσουμε είναι να αγωνιστούμε για να ευαισθητοποιήσουμε το κοινό για το πόσο άθλια αντιμετωπίζουμε ακόμα τις νεαρές ηρωίδες μας. Μπορούμε να τις υπερασπιστούμε σαν να ήταν οι δικές μας κόρες.
«Έχω κάπου να ζήσω»
Οκτώβριος 2022. Έχουν πλέον περάσει τέσσερις μήνες και η Γκρέτα Τούνμπεργκ στέκεται έξω από το πανεπιστήμιό της ένα ηλιόλουστο αλλά κρύο βράδυ, σε ένα διάλειμμα μεταξύ των μαθημάτων. Συζητάμε για το τι έχει κάνει μετά το Γκλαστονμπέρι, καθώς η έκδοση του βιβλίου της πλησιάζει. Υπάρχουν πολλά να πούμε. Το Πακιστάν έχει υποστεί τις χειρότερες πλημμύρες στην καταγεγραμμένη ιστορία του, όπως και η Φλόριντα, τόσο η νότια Γαλλία όσο και ο Καναδάς έχουν καταστραφεί από πυρκαγιές, η Βρετανία έχει τώρα πρωθυπουργό που σχεδιάζει να επανεκκινήσει το fracking και το «Γκρέτα Τούνμπεργκ» έχει γίνει για άλλη μία φορά παγκόσμιο τρεντ στο Twitter. Γιατί; Επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ μόλις έκανε retweet ένα meme που την κατηγορεί ότι είναι αυτή που σαμποτάρισε τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream.
«Το έκανε όντως αυτό; Δεν το ήξερα!» Η Γκρέτα αρχίζει να γελάει –ένα εντελώς χαρούμενο γέλιο– για σχεδόν ένα λεπτό. «Αυτό είναι τόσο αστείο!»
«Αυτή η οικογένεια έχει πραγματικά προβλήματα μαζί σου», λέω. «Έχουν εμμονή».
«Ναι, φυσικά και το έκανα. Το βομβάρδισα με το πλακάτ μου», λέει πριν γελάσει ξανά.
Χαίρομαι που γελάει. Νόμιζα ότι το ήξερε ήδη, και γενικά θεωρείται κακή συμπεριφορά στο στάρντομ να είσαι ο πρώτος που θα πει σε κάποιον ότι είναι τρεντ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι λίγο σαν να λες σε κάποιον το κακό κουτσομπολιό, αλλά όταν όλος ο κόσμος κουτσομπολεύει εσένα. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι το έχω ήδη κάνει, έχω να της πω και μια άλλη είδηση: υπάρχει μια άλλη θεωρία συνωμοσίας που κάνει τον γύρο του κόσμου, ότι έχει περιουσία άνω του 1 εκατομμυρίου δολαρίων.
«Ναι», λέει αναστενάζοντας. «Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κέρδισα ένα βραβείο που άξιζε 1 εκατομμύριο ευρώ. Έχω κερδίσει πολλά βραβεία που αξίζουν ακόμη περισσότερα συνολικά, αλλά έχω δωρίσει όλα τα χρήματά μου. Φυσικά, δεν τους ενδιαφέρει αυτό».
Αυτή η συζήτηση για τα χρήματα μου επιτρέπει να αναφέρω αυτό για το οποίο ανησυχώ από τότε που τη συνάντησα τον Ιούνιο: ότι, για να αποφύγουν τις κατηγορίες περί υποκρισίας, οι νεαροί ακτιβιστές πρέπει να θυσιάσουν κάθε ελπίδα για ένα «κανονικό» μέλλον. Η Γκρέτα αντιμετωπίζει το ερώτημα με ψυχραιμία και κατά μέτωπο. «Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σκέφτεται αυτά τα πράγματα», λέει απλά. «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι αυτή τη στιγμή έχω όλα όσα χρειάζομαι. Έχω κάπου να ζήσω, φαγητό και πρόσβαση σε βασικά πράγματα».
«Αλλά δεν σε κάνει να θυμώνεις ή να λυπάσαι που πρέπει να εγκαταλείψεις τόσο πολλά; Δεν θέλεις μονάχα να ξεφύγεις από όλο αυτό;»
Κάνει μια παύση. «Δεν νομίζω», λέει τελικά. «Φυσικά, θα ήταν ωραίο να πάω στο δάσος και να μην κάνω τίποτε από όλα αυτά, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί». Κάνει ξανά μια παύση.
Τη φαντάζομαι, μια νεαρή φοιτήτρια, να στέκεται έξω από το πανεπιστήμιό της ανάμεσα στα μαθήματα και να μιλάει στον διεθνή Τύπο αντί να ατμίζει δίπλα σε κάποιους κάδους απορριμμάτων, όπως κάθε φυσιολογικός νέος.
«Αλλά δεν τα κάνουμε όλα αυτά επειδή το θέλουμε», συνεχίζει. «Τα κάνουμε όλα αυτά επειδή, από ό,τι φαίνεται, πρέπει να κάνεις κάτι».
Και έχει, φυσικά, δίκιο. Σκέφτομαι συνέχεια την ατάκα στο Don’t Look Up, όπου –λίγο πριν χτυπήσει ο κομήτης που αγνοήθηκε και του οποίου η σύγκρουση με τη Γη μπορούσε ξεκάθαρα να είχε αποφευχθεί– ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο λέει με ειλικρινή θλίψη: «Πραγματικά τα είχαμε όλα, έτσι δεν είναι; Αν καθίσεις και το σκεφτείς».
Συνεχίζουμε να συζητάμε για λίγο ακόμα, για το λιγότερο αγαπημένο της μάθημα στη σχολή («Οικονομικά. Είναι απλώς… αυτό το πράγμα που εμείς οι άνθρωποι επινοήσαμε και τώρα το λατρεύουμε») και για ένα πρόγραμμα που εκτιμά ότι μέχρι το 2025 οι άνθρωποι θα μπορούν να μιλούν με τις φάλαινες.
«Τι πιστεύεις ότι θα απαντήσουν οι φάλαινες όταν θα ερωτηθούν: Τι γνώμη έχετε για τους ανθρώπους;» της λέω. Η Γκρέτα, με εξαιρετικά καυστικό χιούμορ, απαντά: «Υποθέτω ότι θα εξαρτηθεί από την κάθε φάλαινα ξεχωριστά».
Ο χρόνος μας τελειώνει και την ευχαριστώ. Έπειτα πάω να κάνω ήσυχα ένα τσιγάρο, σκεπτόμενη τι ακριβώς κάνει και με ποιο κόστος. Μετά από λίγα λεπτά ανοίγω το The Climate Book και βρίσκω ένα απόσπασμά της που διαβάζω ξανά: «Αυτή τη στιγμή χρειαζόμαστε απεγνωσμένα ελπίδα. Αλλά η ελπίδα δεν σημαίνει να προσποιούμαστε ότι όλα θα πάνε καλά. Για μένα, η ελπίδα δεν είναι κάτι που σου δίνεται, είναι κάτι που πρέπει να κερδίσεις, να δημιουργήσεις. Δεν μπορεί να κερδηθεί παθητικά, με το να στέκεσαι και να περιμένεις από κάποιον άλλο να κάνει κάτι. Η ελπίδα είναι η ανάληψη δράσης. Σημαίνει να βγαίνεις έξω από το comfort zone σου. Και αν ένα μάτσο περίεργα σχολιαρόπαιδα κατάφεραν να κάνουν εκατομμύρια ανθρώπους να αρχίσουν να αλλάζουν τη ζωή τους, φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε όλοι μαζί αν πραγματικά προσπαθούσαμε». Η ελπίδα δεν είναι απλώς ένα ουσιαστικό. Είναι ρήμα. Πρέπει να ελπίσουμε. Θα μπορούσαμε πραγματικά να έχουμε τα πάντα. Αν καθίσεις και το σκεφτείς.
Άπό την Caitlin Moran / The Times / The Interview People /Απόδοση: Βάλια Δημητρακοπούλου
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου