Το ταξίδι με το λεωφορείο από την Αθήνα με προορισμό τη Χειμάρρα διαρκεί περίπου έντεκα ώρες. Καθημερινά εκτελεί το ίδιο δρομολόγιο, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τον σταθμό Λαρίσης και τερματικό σταθμό τον Αυλώνα.
Είναι απόγευμα και άνθρωποι όλων των ηλικιών κουβαλούν τεράστιες βαλίτσες και πολλά δέματα. Καθώς επιβιβάζομαι, συνειδητοποιώ ότι είναι σχεδόν γεμάτο από Έλληνες της Βορείου Ηπείρου που πηγαινοέρχονται τακτικά.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα φτάνουμε στον συνοριακό σταθμό της Κακαβιάς όπου έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι στα ελληνοαλβανικά φυλάκια. Όση ώρα βρίσκομαι εκεί σκέφτομαι ότι αποτέλεσε το πέρασμα χιλιάδων ανθρώπων σε ένα καλύτερο αύριο. Ένα σημείο που ακόμη και σήμερα συμβολίζει τα όνειρα των μεταναστών για μια καινούργια ζωή.
Η διαδρομή είναι ορεινή, έχει πανύψηλα βουνά, χαράδρες, φαράγγια, ορμητικά παγωμένα ποτάμια και φιδογυριστούς δρόμους. Στην Κοιλάδα της Δρόπολης υπάρχουν πάνω από τριάντα ελληνικά χωριά – oι επιγραφές που υπάρχουν σε ορισμένα μειονοτικά χωριά και κωμοπόλεις είναι δίγλωσσες (αλβανικά και ελληνικά). Ωστόσο, μετά τους Αγίους Σαράντα όλα είναι μόνο στα αλβανικά.
Το ταξίδι σ’ αυτά τα μέρη δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο αφού πρόκειται για μια φορτισμένη ιστορικά περιοχή. Εκεί έχουν διεξαχθεί ηρωικές αναμετρήσεις με πολυάριθμους νεκρούς που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940-41. «Τα εδάφη αυτά είναι γεμάτα από οστά Ελλήνων φαντάρων», μου λέει μια ηλικιωμένη κυρία που κάθεται δίπλα μου και έχει καταγωγή από τους Δρυμάδες.
Στην καρδιά της ιστορικής Βορείου Ηπείρου, τη Χειμάρρα, έφτασα πριν ακόμη ξημερώσει. Το επόμενο πρωί, από τις πρώτες περιπλανήσεις που κάνω στα δρομάκια της πόλης συνειδητοποιώ ότι στη Χειμάρρα ακούς σχεδόν μόνο ελληνικά.
Εκεί ζει και δραστηριοποιείται ένα πολύ ζωντανό κομμάτι του ελληνισμού κι αυτό φαίνεται απ’ το γεγονός ότι όλες οι επιχειρήσεις στην πανέμορφη παραλιακή ζώνη, πάνω από 200, ανήκουν σε μέλη της ελληνικής μειονότητας. Όπως μου λένε οι ντόπιοι, τους θερινούς μήνες εξασφαλίζουν περισσότερες από 3.000 θέσεις εργασίας σε πολίτες της Αλβανίας.
Η Χειμάρρα ανήκει στους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς της Αλβανίας. Είναι αμφιθεατρικά χτισμένη και αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες τουρίστες λόγω των εντυπωσιακών ακτών και των απομονωμένων όρμων.
Συνδυάζει αρμονικά το βουνό και τη θάλασσα, εκεί συνυπάρχουν σε κάθε γωνιά τα βαλκανικά στοιχεία, τα άσχημα, ανιαρά κτίρια της σοσιαλιστικής περιόδου και η άναρχη τουριστική ανάπτυξη. Από τη μια βλέπεις σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες και κόκκινες πολυκατοικίες σταλινικού χαρακτήρα και από την άλλη ερειπωμένα κτίσματα, χωμάτινους και χορταριασμένους δρόμους.
Πρόκειται για έναν τόπο με πλούσια ιστορία και πολιτισμό. Οι ιδεολογικές αντιθέσεις, οι διεκδικήσεις, οι εντάσεις, οι διωγμοί, οι εθνοτικές διαφορές, η βία αλλά και οι μνήμες από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Χότζα είναι στοιχεία που συνέθεταν το σκηνικό της καθημερινότητας για πολλά χρόνια. Σε κάθε περιπλάνηση συναντώ ανθρώπους που κουβαλούν τη δική τους ιστορία και δεν παραλείπουν να σου πουν «ότι δεν ξεχνούν».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ενβέρ Χότζα η μειονότητα στερήθηκε μια σειρά δικαιωμάτων. Το 1945 δημεύθηκαν οι ιδιωτικές περιουσίες και μετά το 1991 δεν υπήρξε καμία κρατική μέριμνα για την επίλυσητου δαιδαλώδους προβληματος που δημιουγήθηκε.
Επόμενος σταθμός της επίσκεψής μου είναι η παλαιά πόλη της Χειμάρρας, στην οποία ξεχωρίζει το επιβλητικό Κάστρο, ένα σημαντικό πολιτιστικό μνημείο με σημάδια συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας για περισσότερο από 3.500 χρόνια.
Στα λιθόστρωτα καλντερίμια εντυπωσιάζουν οι πολλές εκκλησιές με σπουδαιότερες την Παναγιά την Κασσωπίτρα και την Εκκλησία των Αγίων Σέργιου και Βάκχου, καθώς και το παλαιό αρχοντικό της οικογένειας Σπυρομήλιου. Οι βραχώδεις λόφοι όπου είναι χτισμένο το Κάστρο της Χειμάρρας προσφέρουν εκπληκτική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τη μια ατενίζεις την παραλία Λιβάδι και το Ιόνιο Πέλαγος και από την άλλη τα όμορφα Κεραύνια Όρη.
Ελληνικό Σχολείο «Όμηρος»
Στα εμβληματικά τοπόσημα της περιοχής ανήκει το εννιατάξιο ελληνικό σχολείο «Όμηρος». Η ώρα είναι οκτώ και η πρωινή ησυχία διαταράσσεται απ’ τις φωνές των παιδιών που καταφθάνουν με το σχολικό πούλμαν. Όπως μου εξηγούν κάτοικοι, από το 2006, που το σχολείο άνοιξε τις πύλες του και υποδέχτηκε τους μικρούς μαθητές, αποτελεί ένα απ’ τα πιο ζωντανά εκπαιδευτικά ιδρύματα της ομογένειας.
Τα τελευταία χρόνια το σχολικό συγκρότημα χρειάστηκε να αναβαθμιστεί μετά από αρκετά χρόνια παραμέλησης. Πλέον έχουν προστεθεί νέοι χώροι προκειμένου να καλυφθούν οι εκπαιδευτικές ανάγκες και να βελτιωθούν οι συνθήκες της σχολικής ζωής. Δίπλα στο σχολείο υπάρχει ένα μικρό καφενείο που λειτουργεί και ως μπακάλικο, καλύπτοντας τις ανάγκες της Πάνω Χειμάρρας.
Η Ελένη Οδυσσέα, καθηγήτρια, επισημαίνει στη συζήτησή μας ότι το σχολείο επαναλειτούργησε μετά από αίτημα του τότε δημάρχου Βασίλη Μπολάνου. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί το πράσινο φως ώστε να ηχήσει το κουδούνι ξανά μετά από 60 χρόνια – τη λειτουργία του είχε αναστείλει η κομμουνιστική κυβέρνηση.
«Για την ελληνική μειονότητα ήταν ένα επιτακτικό αίτημα που προσπαθούσαμε να θέσουμε σε κάθε ευκαιρία μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα. Η αλβανική πλευρά όμως, με διάφορες δικαιολογίες, το απέρριπτε και επικαλούνταν συνεχώς το γεγονός ότι η Χειμάρρα δεν ανήκει στις λεγόμενες μειονοτικές ζώνες. Ωστόσο, τα καταφέραμε μετά από πιεστικές προσπάθειες και λειτούργησε ως ελληνοαλβανικό σχολείο στο πλαίσιο του προγράμματος "Όμηρος" και χρηματοδοτείται μόνο από το ελληνικό Δημόσιο. Όπως και τα υπόλοιπα ελληνικά σχολεία, περιλαμβάνει νηπιαγωγείο, δημοτικό και γυμνάσιο», αναφέρει η κ. Οδυσσέα.
«Ένα ακόμη αίτημα που προσπαθούμε να γίνει δεκτό είναι να αποκτήσουμε και λύκειο, προκειμένου να συστεγαστεί με το γυμνάσιο, και να μείνει εδώ μόνο το νηπιαγωγείο και το δημοτικό», επισημαίνει, προσθέτοντας:
«Τα παιδιά χαίρονται πάρα πολύ που έρχονται σε ένα ελληνικό σχολείο, ενώ αξίζει να πούμε ότι και πολλά παιδάκια από την Αλβανία προτιμούν αυτό το σχολείο γιατί ξεχωρίζει για την ποιότητα της διδασκαλίας. Κι αυτά τα παιδιά, περίπου είκοσι, ενδιαφέρονται να μάθουν την ελληνική γλώσσα γιατί θεωρούν ότι θα τους φανεί αρκετά χρήσιμη».
Ο κ. Ελευθέριος Φωτόπουλος είναι ο διευθυντής του σχολείου «Όμηρος», με καταγωγή από την ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων, συγκεκριμένα από το Πωγώνι.
«Είναι η δεύτερη χρονιά που βρίσκομαι εδώ, σ’ αυτή την εκπαιδευτική νησίδα του ελληνισμού, και συνολικά η τρίτη που είμαι στην Αλβανία, αφού πέρσι είχα θητεύσει στο σχολείο της Κορυτσάς», αφηγείται.
Και συμπληρώνει: «Είναι, καταρχάς, μια ενδιαφέρουσα εμπειρία και επειδή κάθε σχολείο αφορά το μέλλον των παιδιών, ευελπιστούμε ότι θα εξακολουθήσει να αποτελεί φάρο γνώσης για τις επόμενες γενεές. Επίσης, ζούμε σε μια ανεκτική και πολυπολιτισμική κοινωνία και αυτό θα ήθελα να το πω. Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων είναι αρμονική και πρέπει να σημειώσουμε ότι μιλάμε για ένα ελληνοαλβανικό σχολείο όπου διδάσκουν εκπαιδευτικοί προερχόμενοι και από τις δύο χώρες. Για παράδειγμα, αποτελεί βασική προϋπόθεση τα ελληνάκια να διδάσκονται την αλβανική γλώσσα και κατά τη γνώμη μου τέτοιου είδους ενέργειες ενισχύουν τις γέφυρες φιλίας μεταξύ των δύο λαών.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί μεικτοί γάμοι. Στο σχολείο φοιτούν περίπου 160 παιδιά, κάνοντας πράξη ένα επιτυχημένο πρότυπο συμβίωσης, μακριά από στερεότυπα, προκαταλήψεις, ιδεολογικές ή θρησκευτικές διαφορές, εμφορούμενα από μια διάθεση συνεργασίας. Μοιραζόμαστε αυτήν τη γη και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα, γι’ αυτό προτιμώ να στέκομαι σε όσα μας ενώνουν και όχι σε εκείνα που μας χωρίζουν».
Καθώς περιφέρομαι στις πλημμυρισμένες από παιδιά τάξεις συνειδητοποιώ ότι κυριαρχούν το κέφι, ο ενθουσιασμός και η όρεξη των μαθητών για εκπαιδευτικές δράσεις, καλλιτεχνικές και αθλητικές δραστηριότητες.
Η φετινή χρονιά είναι η πρώτη χωρίς μάσκες και συνεχόμενα τεστ. Το περιβάλλον είναι πολύ ελκυστικό, βοηθάει και η τοποθεσία, έτσι η σχολική ζωή κυλά ομαλά. Οι αίθουσες διδασκαλίας είμαι πολύ όμορφα διακοσμημένες, με παιδικές ζωγραφιές κρεμασμένες στους τοίχους. Αρκετοί μαθητές σπεύδουν να αγκαλιάσουν τους δασκάλους τους όταν μπαίνουν στις αίθουσες, τρέχουν στους διαδρόμους κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και εκφράζουν μερικά παράπονα για την εγκατάλειψη του γηπέδου στον προαύλιο χώρο.
«Το πιο ελπιδοφόρο από τη λειτουργία του σχολείου είναι ότι αναπαράγεται, συνεχίζεται και διατηρείται η ελληνική γλώσσα και παιδεία. Επειδή κατάγομαι από τη Χειμάρρα, θέλω να πιστεύω ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει, χωρίς προβλήματα ή εμπόδια. Επίσης, να σημειώσουμε ότι η Πρεσβεία της Ελλάδας στην Αλβανία μεριμνά προκειμένου να λειτουργούν ιδιωτικά φροντιστήρια για μαθητές του λυκείου, ώστε να τους προετοιμάζουμε κατάλληλα για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια», υπογραμμίζει η κ. Οδυσσέα.
Η Άννα Γιόση είναι εκπαιδευτικός που διδάσκει την αλβανική γλώσσα. Οι αλβανικής καταγωγής δάσκαλοι και καθηγητές ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους, αφού φορούν λευκές ποδιές. Καθώς μπαίνω στην τάξη όπου κάνει μάθημα, μαθαίνοντας ότι είμαι δημοσιογράφος, μαζί με τους μαθητές της μου εξηγούν ότι πριν από λίγες μέρες τίμησαν την Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών φτιάχνοντας ένα μικρό δελτίο ειδήσεων σε διαφορετικές γλώσσες.
Τις μέρες που ήμουν εκεί γίνονταν και οι προετοιμασίες για τις εορταστικές εκδηλώσεις της 28ης Οκτωβρίου, η οποία αποτελεί ημέρα μνήμης όχι μόνο για όλους τους Έλληνες αλλά ιδιαιτέρως για τους Βορειοηπειρώτες, αφού η περιοχή τους βρέθηκε στο κέντρο του αγώνα. Γι' αυτή την εκπαιδευτική κοινότητα οι εθνικές επέτειοι πάντα αποτελούσαν έναν τρόπο για να διατηρήσουν την ιστορική μνήμη ζωντανή από γενιά σε γενιά.
Έτσι, τα ποιήματα που θα απαγγείλουν αλλά και τα τραγούδια για την ελευθερία και τον ελληνικό στρατό που θα πουν είχαν ετοιμαστεί, οι σημαίες είχαν τοποθετηθεί σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους και όλα ήταν έτοιμα προκειμένου, ανήμερα της επετείου, μικροί και μεγάλοι μαθητές, μαζί με τους γονείς τους, να γιορτάσουν το γεγονός.
«Είναι μια μέρα τιμής, δόξας και μνήμης που δεν πρέπει ποτέ κανείς να λησμονήσει, γιατί είναι πάντα επίκαιρη και αποτελεί ένα σπουδαίο μάθημα ζωής», θα μου πει η δασκάλα Ελισάβετ Δήμα. «Η Ελλάδα, δυστυχώς, πολλές φορές μάς ξεχνά. Για μας το ότι διδάσκουμε εδώ μάς δίνει δύναμη και κουράγιο και μη λησμονείτε ότι η ελληνική γλώσσα είχε βαρύτατα τραυματιστεί στα σαράντα πέντε χρόνια της απομόνωσης», αναφέρει.
Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, Ανδρέας Ζώτος, επισημαίνει ότι «το σχολείο μας είναι το μέλλον. Αγωνιζόμαστε συνεχώς προκειμένου να συνεχίσουν να μαθαίνουν τα παιδιά μας σωστά ελληνικά και να φοιτήσουν αργότερα σε πανεπιστημιακά τμήματα της Ελλάδας. Οφείλουμε να κρατήσουμε ως κοινότητα ενεργή τη γλώσσα, την Ιστορία, τη θρησκευτική και πνευματική μας παράδοση, τη μουσική, τον χορό, τις γιορτές μας. Δεν είναι αυτονόητα αυτά.
Γι’ αυτό και παλεύουμε με κάθε τρόπο να βοηθήσουμε ώστε να γυρίσουν όσο περισσότερες οικογένειες μπορούν από αυτές που έφυγαν τα τελευταία χρόνια από τη Χειμάρρα. Ευτυχώς, κατά τη διάρκεια της κρίσης επέστρεψαν αρκετά ελληνόπουλα κι αυτό μας δίνει χαρά και ελπίδα. Για όλους τους Χειμαρριώτες είναι αδήριτη ανάγκη η διατήρηση της ελληνικότητας».
Ο γιος του, Λεωνίδας Ζώτος, πήγε στο ελληνικό σχολείο «Όμηρος», αλλά συνεχίζει την εκπαίδευσή του στο αλβανικό σχολείο. «Είναι για μας πολύ δυσάρεστο το γεγονός ότι αναγκαζόμαστε να κάνουμε το λύκειο σε ένα αλβανικό σχολείο. Θα θέλαμε πολύ να υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο και για τις τελευταίες τρεις τάξεις.
Προφανώς, το να μάθεις τη γλώσσα του τόπου στον οποίο διαμένεις είναι μια αναγκαιότητα, αλλά γιατί να μαθαίνουμε αλβανικά αφού είμαστε Έλληνες; Το όνειρό μου είναι να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός και μόλις τελειώσω να επιστρέψω στη Χειμάρρα και να συνεχίσω την τουριστική επιχείρηση του πατέρα μου. Εδώ είναι ο τόπος μας».
Παράρτημα «Ομόνοιας Χειμάρρας»
Αφήνοντας πίσω το σχολείο, πηγαίνω περπατώντας προς το κέντρο της Χειμάρρας, συγκεκριμένα στα γραφεία του παραρτήματος της οργάνωσης «Ομόνοια». Εκεί συναντώ τον πρόεδρο Διονύση Φρέντη Μπελέρη, προκειμένου να συζητήσουμε για τα δικαιώματα της μειονότητας και τα προβλήματα που προκαλούνται από τον αλβανικό επεκτατισμό. Ο χώρος σε προϊδεάζει για τα ζητήματα που απασχολούν την Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Αλβανίας. Οι φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στους τοίχους είναι όλες ανδρών που έχουν σκοτωθεί «επειδή μιλούσαν ελληνικά», σημειώνει ο κ. Μπελέρης.
Έλληνες και Αλβανοί εδώ και πολλά χρόνια διεκδικούν την ίδια περιοχή. Για τους μεν είναι η Νότια Αλβανία και για τους δε η Βόρεια Ήπειρος. Η Ελληνική Εθνική Μειονότητα είναι η μεγαλύτερη αριθμητικά και η σημαντικότερη μειονότητα στην Αλβανία. Είναι γηγενής και αναγνωρισμένη από την Αλβανία ως εθνική μειονότητα. Η οργάνωση «Ομόνοια» και το Kόμμα Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ) εκπροσωπούν κατά κύριο λόγο την Ελληνική Εθνική Μειονότητα στην Αλβανία.
Ο κ. Μπελέρης από την αρχή της συζήτησής μας αναφέρεται στο τεράστιο πρόβλημα των τελευταίων τριών δεκαετιών, που είναι η κατοχή των νόμιμων τίτλων ιδιοκτησίας, οι παράνομες πρακτικές του μηχανισμού του αλβανικού κράτους αλλά και η διαρκής επιδίωξης της κυβέρνησης Ράμα για πληθυσμιακή αλλοίωση της περιοχής.
«Ζούμε μια βελούδινη εθνοκάθαρση», λέει ο κ. Μπελέρης και συμπληρώνει: «Ο Αλβανός πρωθυπουργός προσπαθεί να εκδιώξει τους γηγενείς κατοίκους της Χειμάρρας και στη συνέχεια να εκμεταλλευτεί τη γη τους, να κατεδαφίσει τα σπίτια τους και να απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους. Επίσης, είναι ξεκάθαρος ο πόλεμος που δεχόμαστε, αφού σε κάθε εκλογική αναμέτρηση η επικρατούσα κυβέρνηση φροντίζει να υπάρχει μια σειρά από σοβαρές και επαναλαμβανόμενες παρατυπίες. Το αλβανικό κράτος έχει μια πάγια πολιτική για τον διωγμό και τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου.
Να θυμίσουμε όμως ότι τον Ιούνιο του 2014, όταν η Ε.Ε. ήταν υπό την ελληνική προεδρία, η Αλβανία μπήκε στο καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. χώρας. Κι αυτό που ξεχνάνε είναι ότι η προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση που έχει θέσει η Ε.Ε για να δώσει το πράσινο φως για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία.
Ωστόσο, το αλβανικό κράτος εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά. Σε οποιοδήποτε μέρος της Αλβανίας υπάρχει ελληνική περιουσία, βάλλεται και υπάρχει στόχευση που είναι ξεκάθαρη και δεν κρύβεται.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ο αριθμός των Ελλήνων της Αλβανίας ανέρχεται σε 260.000, ενώ οι Αλβανοί θεωρούν ότι δεν ξεπερνάμε τους 25.000. Από την άλλη, σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί από το ελληνικό υπουργείο Εσωτερικών, έχουν πραγματοποιηθεί περισσότεροι από 65.000 μεικτοί γάμοι. Είναι πιο πολλά αυτά που μας ενώνουν από εκείνα που μας χωρίζουν. Οι έριδες μειώνονται σε σχέση με το παρελθόν και η ειρηνική συμβίωση των δύο λαών είναι πλέον μια πραγματικότητα.
Δυστυχώς, η ανθελληνική ρητορική και τα εθνικιστικά οράματα της Μεγάλης Αλβανίας εκπορεύονται από το πολιτικό προσωπικό και όχι από την κοινωνία, δημιουργώντας γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη αντιπαρατιθέμενων ταυτοτήτων μεταξύ των δύο χωρών.
Εμείς προτείνουμε συνεχώς στην αλβανική κυβέρνηση τη μέση οδό, εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις προς εξομάλυνση των κατάφωρων αδικιών. Ελπίζουμε, τουλάχιστον, η απογραφή, όπως και οι επόμενες δημοτικές εκλογές, να εξελιχθούν ομαλά, χωρίς νοθεία ή αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής».
Λίγο πριν αναχωρήσω για την Αθήνα, σταματώ έξω από μια ερειπωμένη κατοικία. Με κεντρίζουν κάποιοι στίχοι που είναι γραμμένοι σε έναν τοίχο. Είναι ένα απόσπασμα από τον «Κήπο με τις αυταπάτες» του Οδυσσέα Ελύτη: «Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στη μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο».
Στη διάρκεια της επιστροφής στην Ελλάδα Χειμαρριώτες μού διηγούνται συγκινητικά βιώματα και ειλικρινείς ιστορίες θάρρους, διωγμών και απώλειας. Και συνειδητοποιώ ότι όλοι τους είναι άνθρωποι που τα σύνορα διαμόρφωσαν τη ζωή τους.
Πηγή: LIFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου