Έχει τίτλο ιππότη, ένα νησί στην Καραϊβική, έναν πύραυλο και πολλά δισεκατομμύρια, αλλά και πάλι θεωρεί τον εαυτό του λίγο επαναστάτη. Θυμάμαι κάποτε είχα πάει στο σαλέ του στην Ελβετία για να του πάρω συνέντευξη και είχε κατέβει να με συναντήσει με τις κάλτσες. Αυτή τη φορά μιλάμε μέσω ζουμ και ο 71χρονος φορά ένα ξεθωριασμένο πορτοκαλί μπλουζάκι, ολόιδιο με ένα που έχει ο έφηβος γιος μου. Βρίσκεται στο Μαρόκο, στην κάσμπα του στο όρος Άτλας, και φυσικά είναι μαυρισμένος, με τα μαλλιά του ξασπρισμένα από τον ήλιο. Όταν σβήνει την κάμερά του, νομίζεις ότι ακούς τον Τόνι Μπλερ – έτερο εκπρόσωπο της εποχής της Cool Britannia.
Περίπου 400 εταιρείες περιλαμβάνει ο όμιλος Virgin του σερ Ρίτσαρντ Μπράνσον, από γυμναστήρια μέχρι αεροπορική και τράπεζα, αλλά ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ ο «καλοσιδερωμένος» επιχειρηματίας με γραβάτα και κοστούμι. Είναι αυτός που στα ’70s πρόσφερε δισκογραφικό συμβόλαιο στους Σεξ Πίστολς και αυτός που μέχρι σήμερα χαίρεται περισσότερο να πηδάει από αεροπλάνα ή να κάνει πάρτι με τοπ μόντελ παρά να κοιτάζει ισολογισμούς σε μια αίθουσα διοικητικού συμβουλίου. Έχοντας παρατήσει το σχολείο στα δεκαπέντε, ζούσε για χρόνια σε ένα πλωτό σπίτι γιατί δεν είχε χρήματα για κανονική κατοικία – το αποκαλούσε Ντουέντε, που θα πει στα ισπανικά «το πνεύμα», εννοώντας το χάρισμα να μαγνητίζεις τους άλλους με τη γοητεία σου.
Περισσότερο από επιχειρηματίας, ο Μπράνσον είναι μια φίρμα – ένας διαταράκτης, που απολαμβάνει να μπαίνει σφήνα σε μεγάλες επιχειρήσεις. Πιστεύει ακράδαντα ότι βρίσκεται εκτός κατεστημένου και μου λέει ότι ένα πράγμα που έμαθε κατά την πολυετή διαδρομή του είναι πως «είναι εφικτό να είσαι ο Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ και να καταφέρνεις να πληρώνεις τους λογαριασμούς σου στο τέλος του χρόνου». Πρόσφατα επισκέφθηκε την Ουκρανία για να συναντηθεί με τον πρόεδρο Ζελένσκι –την επιτομή του ψυχωμένου αουτσάιντερ– και να δει από κοντά τα αποτελέσματα της «φρικτής εισβολής» του Πούτιν. Συνέχεια ψάχνει για νέες προκλήσεις, διαρκώς δοκιμάζει τα όριά του – είτε πρόκειται να γυρίσει τον κόσμο με αερόστατο είτε να κερδίσει τον Μασκ στη διαστημική τους κόντρα. «Απεχθάνομαι να λέω “όχι”. Με φωνάζουν “Δρ. Ναι”», μου λέει και δηλώνει πεπεισμένος ότι η θετική του προδιάθεση είναι ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του. «Το να είσαι οπτιμιστής είναι πολύ πιο διασκεδαστικό από το να είσαι πεσιμιστής. Ως ηγέτης, είναι πολύ καλύτερο να εστιάζεις στις αρετές των ανθρώπων, να τους επαινείς, να είσαι θετικός. Αυτό τους βγάζει τον καλύτερο εαυτό».
Υπήρξαν βέβαια και φορές που τα χρειάστηκε. Εβδομήντα πέντε φορές για την ακρίβεια κινδύνευσε η ζωή του, επειδή έκανε διάφορες παλαβομάρες, ενώ κάποιες άλλες φλέρταρε με την οικονομική καταστροφή. «Αλλά η ζωή μου ήταν πολύ πιο διασκεδαστική, επειδή έλεγα “ναι” αντί για “όχι”. Όταν ήμουν δεκαέξι, έβγαλα ένα περιοδικό, το Student, και στο οπισθόφυλλο τύπωσα τη φράση: “Οι γενναίοι μπορεί να μη ζήσουν για πάντα, αλλά οι προσεκτικοί δεν ζουν καθόλου”. Αυτό έγινε το σύνθημα της ζωής μου έκτοτε».
Παραδέχεται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ διαφορετικά. Τη μέρα που άφησε το Stowe –το οικοτροφείο όπου φοιτούσε εσωτερικός μέχρι τα δεκαπέντε–, ο αρχιδιδάσκαλος του είπε ότι κάποτε είτε θα γινόταν εκατομμυριούχος είτε θα κατέληγε στη φυλακή. Δεν έπεσε κι έξω. Στα 22 ο Μπράνσον όχι μόνο είχε το δικό του περιοδικό, αλλά είχε ανοίξει και μια αλυσίδα δισκοπωλείων, τη Virgin Records, βάζοντας τα θεμέλια της αυτοκρατορίας του. Κάτι χρόνια μετά, ο διευθυντής του σχολείου τού ζήτησε με επιστολή να γίνει χορηγός σε έναν νέο κοιτώνα θηλέων στο σχολείο. «Του απάντησα “βεβαίως, αρκεί να του δώσετε το όνομα της εταιρείας μου”».
Το σχολείο έκρινε ότι δεν θα ήταν πρέπον να μπει μια επιγραφή με τη λέξη «Παρθέν@» στην είσοδο της νέας πτέρυγας. «Πέρασαν δέκα χρόνια χωρίς να δώσει σημάδια ζωής και ύστερα ομολόγησε πόσο είχε μετανιώσει που δεν είχε δεχτεί την πρότασή μου. Καλοσύνη του, πάντως, που αναγνώρισε ότι το αγόρι εκείνο κάτι είχε καταφέρει. Πρέπει να γίνουν πάρα πολλά ώστε η εκπαίδευση να προσαρμοστεί στο άτομο, αντί της σημερινής προσέγγισης “one size fits all”».
«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΘΕΩΡΟΥΣΕ ΧΑΖΟΥΣ»
Αν και έχει βγάλει δισεκατομμύρια από τον όμιλο που διοικεί τα τελευταία πενήντα χρόνια, ο Μπράνσον επισημαίνει ότι θα «κοβόταν» και σήμερα ως αποτυχημένος από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ταυτίζει την επιτυχία με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις. Ο ίδιος είναι βαριά δυσλεκτικός, αλλά διαγνώστηκε εικοσάρης πια, χρόνια αφότου είχε παρατήσει το σχολείο. Στην ηλικία των οκτώ, θυμάται, είχε κάνει ένα τεστ δείκτη νοημοσύνης και «νομίζω ότι δεν απάντησα ούτε μία ερώτηση». Οι πρώτες του αναμνήσεις από το σχολείο «είναι να κοιτάζω στον μαυροπίνακα και να βλέπω αλαμπουρνέζικα, γι’ αυτό και πήγα να κάτσω στη “γαλαρία”, μπας και μπορώ να αντιγράφω τίποτα κρυφοκοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του μπροστινού, αλλά γενικά δεν καταλάβαινα τίποτα και περίμενα πώς και πώς το διάλειμμα για να βγω και να παίξω». Θυμάται τη ματαίωση που ένιωθε, πασχίζοντας να διαβάσει και να γράψει. Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’50, προτού η δυσλεξία αναγνωριστεί ευρέως. «Τα μπέρδευα όλα. Ο κόσμος μάς θεωρούσε [τους δυσλεκτικούς] χαζούς. Σαφώς και ήμουν τελευταίος στην τάξη μου».
Υπήρχαν και στιγμές βαναυσότητας και ταπείνωσης. «Έτρωγα ξύλο επειδή δεν τα κατάφερνα. Εκείνες ήταν οι εποχές της βέργας στον πισινό. Αυτές οι αναμνήσεις είναι πολύ δυσάρεστες για κάθε παιδί, αλλά για μένα, περιέργως, ήταν ό,τι καλύτερο μου συνέβη ποτέ. Εννοώ ότι στα δεκαπέντε αποφάσισα ότι ο κόσμος χρειαζόταν ένα περιοδικό που θα έβγαινε από νέους ανθρώπους και θα απευθυνόταν σε νέους ανθρώπους, ένα περιοδικό που θα έλεγε ότι δεν θέλουμε να σπαταλήσουμε τον χρόνο μας σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι εξετάσεις, ότι θα έπρεπε να διδαχτούμε πράγματα relevant και ενδιαφέροντα».
Για χρόνια, ο Μπράνσον πίστευε ότι η διαφορετική «καλωδίωση» του μυαλού του ήταν μειονέκτημα, αλλά τώρα θεωρεί τη δυσλεξία του ως μια «υπερδύναμη» που του έδωσε προβάδισμα στη ζωή και στις επιχειρήσεις. «Αν κάτι με ενδιαφέρει στ’ αλήθεια, μπορώ να αριστεύσω», λέει. «Το γεγονός ότι ήμουν δυσλεκτικός σημαίνει ότι από πολύ νεαρή ηλικία διάλεγα φανταστικούς ανθρώπους να έχω γύρω μου. Έμαθα να μοιράζω αναθέσεις. Νομίζω ότι, σε γενικές γραμμές, οι δυσλεκτικοί είναι πιο δημιουργικοί και καλοί στο να βλέπουν τη μεγαλύτερη εικόνα. Σκεφτόμαστε ελαφρώς διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους».
Ως εργοδότης, ο Μπράνσον προσλαμβάνει δυσλεκτικούς και συνεργάζεται με τη φιλανθρωπική οργάνωση Made By Dyslexia, για να ενθαρρύνει και άλλες επιχειρήσεις να κατανοήσουν τα οφέλη της νευροποικιλομορφίας. Περίπου το 40% των υψηλότερα αμειβόμενων CEO είναι δυσλεκτικοί, σύμφωνα με έρευνα του 2019, ενώ το LinkedIn πρόσθεσε πρόσφατα τη «δυσλεκτική σκέψη» στον κατάλογο αναγνωρισμένων δεξιοτήτων του. Μέσα σε λίγες ημέρες, περισσότερα από 10.000 άτομα την είχαν συμπεριλάβει στο προφίλ τους. «Έχω ένα εγγόνι που μόλις διαγνώστηκε ως δυσλεκτικός. Του τηλεφώνησα για να το γιορτάσουμε, του είπα πως είναι κάτι που μοιραζόμαστε εγώ κι αυτός και όχι η υπόλοιπη οικογένεια», λέει. «Αυτό που λέω στους γονείς είναι: “Σκεφτείτε σε τι είναι πραγματικά καλό το παιδί σας και αφήστε το να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, και τα υπόλοιπα θα έρθουν. Αφήστε τα παιδιά να διαπρέψουν στα πράγματα που απολαμβάνουν”».
ΤΟ «ΣΧΟΛΕΙΟ» ΜΠΡΑΝΣΟΝ
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο Μπράνσον πέρασε χρόνο με τα εγγόνια στο σπίτι του στη νήσο Νέκερ της Καραϊβικής και τους έδινε το είδος της εκπαίδευσης που θα ήθελε και ο ίδιος να έχει μικρός. «Βλέπαμε μια κόκκινη ίβιδα, μετά μπαίναμε στο ίντερνετ και μαθαίναμε τα πάντα για τις κόκκινες ίβιδες και το πώς είχαν εξαφανιστεί από τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους πριν από εκατό χρόνια, για να επανεμφανιστούν μόλις πρόσφατα, και πως αν ζευγαρώσουμε μια κόκκινη με μια λευκή θα έχουμε μια ροζ ίβιδα. Στη συνέχεια, προχωρούσαμε στα φλαμίνγκο και στις γιγάντιες χελώνες. Απλά βγαίναμε έξω και παρατηρούσαμε πράγματα ενδιαφέροντα και, δυστυχώς, στο συμβατικό σχολείο δεν γίνεται αυτό».
Επιμένει ότι τα σχολεία πρέπει να αναγνωρίζουν διαφορετικές ιδιότητες και ταλέντα στα παιδιά. «Χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου κάθε νέος θα διαμορφώνεται ώστε να προκόβει στη ζωή του, και αυτό να μην είναι απλώς το αποτέλεσμα των καλών βαθμών που πήρε στις εξετάσεις. Ο Όμιλος Virgin δεν ζητά πλέον από τους υποψηφίους για πρόσληψη τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις και νομίζω ότι και άλλες εταιρείες πρέπει να κάνουν το ίδιο. Κάποιος πρέπει να μιλήσει στους ανθρώπους για να καταλάβει την προσωπικότητά τους, για το τι συμβαίνει στον κόσμο, να διακρίνει το πόσο καλοί είναι στο να παρακινούν και να εμπνέουν τους άλλους». Τα δικά του παιδιά, Χόλι και Σαμ (με τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν, με την οποία είναι παντρεμένος από το 1989), έχουν ιδρύσει μια φιλανθρωπική οργάνωση, την Big Change, για να προωθήσει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Μπράνσον παραδέχεται ότι υπήρξε μια περίσταση όπου η δυσλεξία του παρ’ ολίγον να του στοιχίσει τη ζωή. «Είχα μάθει να πέφτω με αλεξίπτωτο τότε που προσπαθούσα να κάνω τον γύρο του κόσμου με αερόστατο. Πήδηξα λοιπόν στο κενό και ως κλασικός δυσλεκτικός μπερδεύτηκα και τράβηξα το χερούλι που αποσυνδέει το αλεξίπτωτο αντί εκείνο που το ανοίγει». Για καλή του τύχη ακολουθούσε ένας άλλος αλεξιπτωτιστής. «Είδε πού πηγαίνει το χέρι μου, έκανε μια εναέρια βουτιά τύπου Σούπερμαν, με έφτασε και κατάφερε να ανοίξει το βοηθητικό, κι έτσι σώθηκα».
Ποτέ επίσης δεν υπήρξε καλός με τους λογαριασμούς. «Ήμουν πενήντα ετών σε ένα διοικητικό συμβούλιο και τότε πρέπει να είχαμε τον μεγαλύτερο ιδιωτικό όμιλο επιχειρήσεων στην Ευρώπη, και κάποιος μας παρουσίασε κάτι νούμερα και ρώτησα “αυτό είναι καλό για εμάς ή κακό;”. Ένας από τους διευθυντές με πήρε έξω και μου είπε: “Ρίτσαρντ, σε ξέρω τόσα χρόνια, αλλά ποτέ δεν τόλμησα να σε ρωτήσω – σωστά νομίζω ότι δεν ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στα έσοδα και τα κέρδη;”.
Του απάντησα ότι όντως ισχύει, απλώς δεν είχα καταφέρει να το παραδεχτώ. Έβγαλε ένα φύλλο χαρτί και κάτι χρωματιστά μολύβια, το έβαψε μπλε, μου είπε ότι είναι η θάλασσα, μετά πρόσθεσε ένα δίχτυ με κάτι ψάρια μέσα και μου εξήγησε ότι τα ψάρια αυτά είναι το καθαρό μου κέρδος στο τέλος της χρονιάς και όλο το υπόλοιπο είναι μεικτό έσοδο. Από τότε αναφέρομαι κι εγώ σε καθαρό κέρδος και μεικτό έσοδο και συνειδητοποίησα ότι η καθαρή αξία της Virgin δεν είναι ούτε κατά διάνοια κοντά σε αυτό που νόμιζα».
Ωστόσο, ο Μπράνσον είναι πεπεισμένος ότι η δυσλεξία του τον έκανε καλύτερο επιχειρηματία – έχει μια πρωτότυπη αντίληψη, είναι καινοτόμος, δεν φοβάται να πάρει ρίσκα. «Ποτέ δεν είδα τον εαυτό μου ως επιχειρηματία. Είμαι δημιουργός. Το να βγάζω χρήματα δεν είναι για μένα ο αυτοσκοπός. Με ενδιαφέρει να έχουν διάρκεια ζωής όσα δημιουργώ. Δεν έχει καμία σημασία αν έπαιρνες κάτω από τη βάση στα μαθηματικά του δημοτικού, όπως έπαιρνα τόσα χρόνια πριν. Κάποιος άλλος μπορεί να αθροίζει τα νούμερα. Εγώ απλώς έχω να παραδώσω ένα προϊόν που ξεπερνά τις προσδοκίες. Πάρε για παράδειγμα τη Virgin Atlantic – πριν από 38 χρόνια κάναμε υπερατλαντικές πτήσεις με ένα μεταχειρισμένο 747. Όλοι μάς θεωρούσαν τρελούς. Ανταγωνιζόμασταν την British Airways με τα 300 αεροσκάφη. Αν είχα πάει στους λογιστές και τους ζητούσα να κάνουν υπολογισμούς και να μου πουν αν ήταν καλή ιδέα να μπούμε στην πολιτική αεροπορία, θα μου έλεγαν πως δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσουμε».
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ
Ο Μπράνσον γεννήθηκε το 1950 στο Μπλακχίθ στο νοτιοανατολικό Λονδίνο. Ο πατέρας του, Τεντ, ήταν δικηγόρος και η μητέρα του, Ιβ, πρώην ηθοποιός, χορεύτρια μπαλέτου και αεροσυνοδός – την έχασε πέρυσι από κόβιντ, σε ηλικία 96 ετών. Η επίδρασή της στη ζωή του ήταν τεράστια, εκείνη μάλιστα υπήρξε η πρώτη του επενδύτρια: «Βρήκε ένα κολιέ και το παρέδωσε στην αστυνομία, αλλά κανείς δεν το διεκδίκησε, έτσι το πούλησε για 100 λίρες και μου έδωσε τα χρήματα για να με βοηθήσει να ξεκινήσω το περιοδικό». Από μικρή ενθάρρυνε τον γιο της να είναι ανεξάρτητος. «Με έβγαλε από το αυτοκίνητο σε ηλικία πέντε ή έξι ετών και μου είπε να πάω μόνος μου μέχρι το σπίτι της γιαγιάς, που ήταν τέσσερα ή πέντε μίλια μακριά. Θα είχε συλληφθεί σήμερα, αλλά επέζησα και της είμαι ευγνώμων που μας έκανε να σταθούμε στα πόδια μας από μικροί».
Ακόμα και ως μαθητής είχε δείξει επιχειρηματικό ζήλο, αν και τα πρώτα του εγχειρήματα ήταν καταστροφικά. «Είχα ακούσει ότι τα παπαγαλάκια αναπαράγονται τρομερά γρήγορα, οπότε αγόρασα ένα ζευγάρι για να τα εκτρέφω, αλλά μπούκαραν ποντίκια και τα έφαγαν, εκτός κι αν τα άφησε η μητέρα μου, που βαριόταν να τα ταΐζει.
Είχα αγοράσει χίλια δενδρύλλια χριστουγεννιάτικων ελάτων για τρεις λίρες, γιατί σκέφτηκα πως, αν περίμενα πέντε χρόνια να φτάσουν τα δύο μέτρα ύψος, θα έβγαζα καλό κέρδος, αλλά κι αυτά τα έφαγαν κουνέλια. Μιλάμε για τραγικές αποτυχίες», λέει. «Αλλά πρέπει να συμφιλιωθούμε με την αποτυχία. Τόσο πολλοί επιχειρηματίες έφαγαν τα μούτρα τους μια και δυο φορές, αλλά δεν τα παράτησαν και τελικά γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Είναι απίστευτο το πόσα μαθαίνεις από τις αποτυχίες».
Μερικές φορές βέβαια τα όρια ανάμεσα στην αποτυχία και την επιτυχία είναι δυσδιάκριτα, και ο ίδιος έσωσε την παρτίδα παρά τρίχα. Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό; «Έχει να κάνει με τις προσωπικές μου αντοχές και την επιμονή μου, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι περιβάλλομαι από φανταστικούς ανθρώπους, και μαζί χαιρόμαστε τις καλές στιγμές και τα βγάζουμε πέρα στις δύσκολες. Προφανώς η περίοδος της πανδημίας ήταν τρομερά δύσκολη, και όλοι οι κλάδοι που δραστηριοποιούμαστε χτυπήθηκαν, αλλά κάτσαμε και στύψαμε το μυαλό μας, αποφασισμένοι να διαψεύσουμε τις Κασσάνδρες, και η Virgin έμεινε όρθια». H οικονομική κατάσταση μοιάζει ακόμα χειρότερη τώρα – από πολλές απόψεις θυμίζει δεκαετία του ’70, με ενεργειακή κρίση, ακρίβεια και κοινωνική αναταραχή. «Προφανώς και είναι λυπηρό αυτό που συμβαίνει στον κόσμο σήμερα», λέει ο Μπράνσον. «Είχα εναντιωθεί με όλες τις δυνάμεις μου στον πόλεμο του Βιετνάμ, του Ιράκ, της Λιβύης… Παρακολουθώ τι συμβαίνει στην Ουκρανία και θέλω να κλάψω. Και βέβαια οι επιπτώσεις στο κόστος ζωής είναι καταστροφικές». Ένας άλλος εξαιρετικά δυσμενής παράγοντας για το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά τον ίδιο, είναι το Brexit. «Η αποχώρηση από την ενιαία αγορά θα επηρεάσει τον κόσμο πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται. Ήδη συμβαίνει. Οι υπεράκτιες εταιρείες μας, που συναλλάσσονται ελεύθερα με την ΕΕ, πηγαίνουν πολύ καλύτερα».
Η ΘΑΤΣΕΡ, Ο ΜΠΛΕΡ ΚΑΙ Ο ΜΑΣΚ
Τα τελευταία πενήντα χρόνια, ο Μπράνσον έχει επισκεφθεί την πρωθυπουργική εξοχική κατοικία του Τσέκερς και έχει γευματίσει με τουλάχιστον οκτώ πρωθυπουργούς, αποφεύγοντας πάντα την ταύτιση με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, τον είχε ορίσει «τσάρο καθαριότητας», ενώ ο Τόνι Μπλερ το 2000 είχε υποστηρίξει να λάβει τον τίτλο του Σερ για τις υπηρεσίες του στην επιχειρηματικότητα. Σαφώς και βρίσκει απογοητευτικό το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις δεν σκέφτονται μακροπρόθεσμα. «Είναι δύσκολο να είσαι πολιτικός, διορίζεσαι π.χ. υπουργός Παιδείας για μερικά χρόνια και μετά υπουργός σε κάτι άλλο, και με το που μάθεις τη δουλειά πρέπει να αλλάξεις. Στα 55 χρόνια που ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο για δουλειές έχω μάθει τόσο πολλά και πιστεύω ότι κάποιες φορές οι επιχειρηματίες μπορούν να εκτιμήσουν μια κατάσταση με περισσότερη νηφαλιότητα. Οι πολιτικοί πρέπει να είναι ανοιχτόμυαλοι και καλοί ακροατές. Αυτά είναι πολύ σημαντικά χαρίσματα για οποιονδήποτε ηγέτη». Υπάρχουν αντιπαλότητες τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στην πολιτική. Πέρυσι ο Μπράνσον ενεπλάκη σε μια διαστημική «μάχη δισεκατομμυριούχων» με τον Έλον Μασκ, αλλά επιμένει ότι έχουν καλές σχέσεις τώρα. «Είναι φίλος. Όταν ξύπνησα την ημέρα της εκτόξευσης, ήταν εκεί με το μωρό του στην κουζίνα, το βρήκα πολύ γλυκό. Οι αντίπαλοι πρέπει να ανταγωνίζονται σκληρά την ημέρα και το βράδυ να φιλιώνουν». Η διαστημική αποστολή του ήταν, λέει, η πιο συναρπαστική μέρα της ζωής του. «Ας με τσιμπήσει κάποιος να βεβαιωθώ ότι είμαι ξύπνιος», έλεγε. «Κάθε δευτερόλεπτο ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου που είχα από τότε που ήμουν έφηβος, βλέποντας τον Νιλ Άρμστρονγκ και τον Μπαζ Όλντριν να κατακτούν τη Σελήνη».
Τρία από τα πέντε εγγόνια του βρέθηκαν κοντά του για να παρακολουθήσουν την εκτόξευση και «όλα μού είπαν κάτι υπέροχο… Η Έτα, που είναι επτά, νομίζει ότι είμαι ένας πειρατής που τον παράτησαν στη νήσο Νέκερ οι κακοί του σύντροφοι, και με τράβηξε και μου ψιθύρισε στο αυτί λίγο πριν επιβιβαστώ: “Πάπα, ξέρεις ότι θα είσαι ο πρώτος πειρατής που πηγαίνει στο διάστημα;”. Η Λόλα, που είναι τριών, μου είπε: “Πάπα, να γυρίσεις πίσω για μένα”. Ήταν μαγικό. Είμαι φανατικός του Πίτερ Παν και το να “πλέω” στο κενό κοιτάζοντας τη Γη μας από ψηλά ήταν κάτι συγκλονιστικό».
Στις 18 Ιουλίου, ο Μπράνσον έκλεισε τα 72, αλλά δεν σκοπεύει να βγει στη σύνταξη. «Υπήρξα απίστευτα ευλογημένος – από τη δυσλεξία, από τα ελαττώματά μου, από κάποια καλά πράγματα επίσης. Δεν πήγαν όλα όπως τα σχεδίαζα, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε που θα έκανα διαφορετικά. Απλώς συνεχίζω να μαθαίνω και γι’ αυτό η ζωή είναι τόσο συναρπαστική».
Από την Rachel Sylvester / The Times / The Interview People / Απόδοση: Γιώργος Τσίρος
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου