Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΑΕΙ: Βαθιά ριζωμένα τα προβλήματα

Πολλοί φοιτητές, λίγοι καθηγητές, ελλιπής παρακολούθηση των μαθημάτων, μη αξιοποίηση της βιβλιογραφίας –πλην του μοναδικού συγγράμματος και των σημειώσεων των συμφοιτητών–, χαμηλοί δείκτες αποφοίτησης. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς τον αριθμό των φοιτητών αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας. Επίσης, η χώρα μας πιάνει τους στόχους ως προς τον αριθμό πτυχιούχων στις δυναμικές ηλικιακές ομάδες. Αλλά αυτά μοιάζουν βιτρίνα, η οποία κρύβει τα ποιοτικά προβλήματα που έχει το μαζικό πανεπιστήμιο, τα οποία έχουν επιβαρυνθεί από την υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση λόγω της δημοσιονομικής κρίσης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) αναλογικά με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας, η Ελλάδα φέρεται να έχει το υψηλότερο συγκριτικά πλήθος εγγεγραμμένων φοιτητών (7,4%). Το ποσοστό της Ελλάδας βρίσκεται πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 28, ο οποίος υπολογίζεται στο 3,8%. Μόνη χώρα που ξεπερνάει την Ελλάδα στην Ευρώπη (και όχι στην Ε.Ε.) είναι η Τουρκία με 9,48%. Παράλληλα, το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 30-34 που είναι απόφοιτοι ΑΕΙ στην Ελλάδα έχει φθάσει σε 44%, ξεπερνώντας κατά πολύ τον εθνικό στόχο για το 2020 – στο 32%. Ο μέσος όρος συνολικά για τα μέλη της Ε.Ε. είναι 41%, ξεπερνώντας τον στόχο του 40%.

Ομως, παρατηρείται ποιοτικό έλλειμμα στους φοιτητές, με αρκετούς απλώς να ενδιαφέρονται μόνο για το πτυχίο. Λίγοι παρακολουθούν σταθερά τα μαθήματα, πολλοί μελετούν από σημειώσεις, ακόμη λιγότεροι αξιοποιούν στη μελέτη τους βιβλιογραφία, ελληνική ή ξένη. «Στο πανεπιστήμιο πολλοί φοιτητές μελετούν από φωτοτυπίες των σημειώσεων φοιτητών που πηγαίνουν στις παραδόσεις, κρατούν σημειώσεις και τις πουλάνε για αναπαραγωγή» παρατηρεί στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Λουκάς Βλάχος. Φέτος μάλιστα έχει παρατηρηθεί, όπως ανέφερε στην «Κ» ο Αλέξανδρος Παπαζήσης, πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων (ΣΕΕΒΙ), «μεγάλο ποσοστό –ξεπερνά το 50%– φοιτητών να μην έχει προμηθευτεί τα βιβλία του έως τώρα». «Οι εκδότες μάς αναφέρουν ότι μικρός αριθμός φοιτητών προσήλθε για να παραλάβει το βιβλίο προτίμησης. Είναι κρίμα και ανησυχητικό που δεν ενδιαφέρονται ούτε καν να έχουν ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη τους. Θυμάμαι στη θέση τους, δηλώναμε κάποια επιπλέον μαθήματα που μπορούσαμε, μόνο και μόνο για να πάρουμε τα βιβλία!» προσθέτει στην «Κ» πανεπιστημιακός στο ΑΠΘ.


Ενα ακόμη στοιχείο που υποδηλώνει το ποιοτικό έλλειμμα των ΑΕΙ είναι πως ελάχιστοι είναι οι φοιτητές που χρησιμοποιούν βιβλιογραφία –ελληνική ή ξένη– για τη μελέτη τους, εκτός από το βασικό σύγγραμμα του βιβλίου. «Οι απόφοιτοι Λυκείου γνωρίζουν αγγλικά και θα μπορούσαν να μάθουν να χρησιμοποιούν τη βιβλιογραφία ως πηγή μελέτης. Αυτό όμως πρέπει να το διδαχθούν στο πανεπιστήμιο. Μιλάμε για ακαδημαϊκή εξειδικευμένη εκπαίδευση», τονίζει στην «Κ» η Θάλεια Χατζηγιάννογλου, σύμβουλος Β΄ για την Αγγλική Γλώσσα στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).Ποιοτικό έλλειμμα

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με την καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευγενία Μπουρνόβα, «σχεδόν ένας στους τρεις φοιτητές που δίνει εξετάσεις σε μαθήματα βαθμολογείται πολύ χαμηλά, δηλαδή με 1, 2 ή 3». «Δύο αλλαγές για μία ουσιαστική μεταρρύθμιση στα πανεπιστήμια είναι η παρακολούθηση να καταστεί υποχρεωτική και τα τμήματα να είναι ολιγομελή, κάτι που θα είναι προς όφελος των φοιτητών» παρατηρεί η κ. Μπουρνόβα. Η χώρα μας ωστόσο έχει τη χειρότερη αναλογία φοιτητών / διδασκόντων στην Ε.Ε. Στα ελληνικά ΑΕΙ αντιστοιχούν 40 φοιτητές ανά διδάσκοντα.

Τα ελληνικά ΑΕΙ στις διεθνείς αξιολογήσεις

Μέτρια τα πηγαίνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια στις διεθνείς αξιολογήσεις. Με βάση την ετήσια έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) πανεπιστήμια όπως το Παν. Αθηνών, το ΕΜΠ, το ΑΠΘ και το Παν. Κρήτης βρίσκονται στις πρώτες θέσεις, ωστόσο σημειώνονται αρκετές διακυμάνσεις ως προς τη σειρά κατάταξης ανάλογα με τον οίκο αξιολόγησης. Οι κύριες διεθνείς κατατάξεις είναι των οίκων ARWU, THE, QS, SCImago, URAP και Webometrics. Μελετώντας τη θέση των ελληνικών πανεπιστημίων, διαπιστώνεται ότι στο σύνολό τους βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις, κυρίως στον οίκο SCImago και Webometrics. Αντίθετα σε πιο χαμηλές θέσεις βρίσκονται στους οίκους ARWU, ΤΗΕ και QS. Πιθανώς η έρευνα φήμης των οίκων THE και QS, καθώς και η μεγάλη εστίαση σε αριθμό κατόχων Nobel του οίκου ARWU να αποτελούν τους λόγους για τις χαμηλότερες θέσεις. Αντιθέτως, όταν υπάρχει ένα μεγαλύτερο εύρος κριτηρίων που βασίζονται κυρίως σε δημοσιεύσεις, ετεροαναφορές και backlinks (επίδραση ιστοσελίδας), τα ελληνικά πανεπιστήμια μπορεί να σημειώνουν αναλογικά υψηλότερη θέση.

Οπως λέει η ΕΘΑΑΕ, η εξασφάλιση υψηλής θέσης στις λίστες παγκόσμιας κατάταξης λειτουργεί θετικά στην ενίσχυση της δημόσιας εικόνας και της φήμης ενός πανεπιστημίου. Επηρεάζει την προσέλκυση υψηλού επιπέδου ποιότητας ακαδημαϊκού προσωπικού και φοιτητών (ιδίως από το εξωτερικό), καθώς και τη σύναψη διεθνών συνεργασιών. Επίσης, αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει την υψηλή ποιότητα του διδακτικού και ερευνητικού επιπέδου ενός ΑΕΙ.

Οι μεθοδολογίες που δημοσιοποιούνται καθώς και η δυνατότητα ελέγχου της εγκυρότητας των περισσότερων δεικτών παρέχουν ένα πλαίσιο διασφάλισης. Παρ’ όλα αυτά, οι μέθοδοι αξιολόγησης έχουν δεχθεί κριτική καθώς μπορεί να ευνοούν αφενός τα αγγλόφωνα πανεπιστήμια και αφετέρου κάποιες επιστήμες, στις οποίες ο αριθμός διεθνών δημοσιεύσεων είναι αυξημένος. Παράλληλα, τα κριτήρια ορισμένων οίκων αξιολόγησης, όπως η έρευνα φήμης, μπορεί να ευνοούν τα πιο δημοφιλή πανεπιστήμια και να μην είναι απολύτως αντικειμενικά. Σε γενικές γραμμές, όμως, η αξιολόγηση των διεθνών οίκων βασίζεται κατά κύριο λόγο σε μετρήσιμα, συγκρίσιμα και αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ελέγξιμα μέσω του Διαδικτύου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου