Είναι από τους λίγους σύγχρονους Ελληνες συγγραφείς µε τόσο µεγάλη διεθνή αναγνώριση. Είναι πολυβραβευµένος και πολυµεταφρασµένος και ζει στο Παρίσι και στην Αθήνα. Η συνέντευξη έγινε µε αφορµή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του για παιδιά µε τίτλο «Γιατί κλαις;» (εκδ. Μεταίχµιο), µε το οποίο αναδεικνύει προβλήµατα στη διαµόρφωση της παιδικής προσωπικότητας.
∆εν είναι σπάνιο φαινόµενο συγγραφείς της λογοτεχνίας ενηλίκων να γράφουν λογοτεχνικά κείµενα και για παιδιά. Εσείς πώς αποφασίσατε και στραφήκατε στην παιδική λογοτεχνία;
Κοιτάξτε, δεν στράφηκα ακριβώς στην παιδική λογοτεχνία.
Επειδή είµαι κι εγώ µπαµπάς και όταν τα παιδιά µου ήταν µικρά ήµουν αφόρητος, τους απαγόρευα το ένα και το άλλο, κάποια στιγµή έκρινα ότι ήµουν γελοίος. Και αποφάσισα να κάνω την καρικατούρα του εαυτού µου. Αλλά έβαλα µια γυναίκα να κάνει αυτά τα εφιαλτικά – τις νουθεσίες και τις απαγορεύσεις. Το κείµενο αυτό το έγραψα όταν ήµουν νεαρός, 35 ετών, και είχε δηµοσιευτεί στη «Monde». Παραδόξως είχε τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, παρά αυτόν τον εφιαλτικό χαρακτήρα της µάνας. ∆εν φαντάζεστε πόσες φορές το έχουν µεταδώσει στα ραδιόφωνα. Αλλά το να γράφεις για παιδιά είναι άλλου τύπου δουλειά. Είναι σαν να ρωτάτε έναν αεροπόρο αν µπορεί να οδηγήσει ένα καρότσι. ∆εν ξέρω εγώ να οδηγώ ούτε αεροπλάνο ούτε καρότσι.
Με την ιστορία σας σκιαγραφείτε µια σύγχρονη µητέρα που πνίγει την προσωπικότητα του παιδιού της. Πού νοµίζετε ότι οφείλεται αυτή η συµπεριφορά; Πιστεύετε ότι τείνει να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις στην εποχή µας;
Το βιβλίο είναι µάλλον πολιτικό. ∆ιότι είναι το θέµα του πώς µεγαλώνουν τα παιδιά. Έχω την εντύπωση, δυστυχώς, όχι µόνο εδώ αλλά και στη Γαλλία, ότι η οικογένεια και το σχολείο τείνουν να τα πνίξουν. Τα παιδιά γίνονται ευνουχισµένα πλάσµατα τα οποία θα είναι σε εξάρτηση µονίµως από τη µαµά τους, από την οικογένεια. Βλέπετε τι γίνεται: το όνειρο κάθε οικογένειας είναι να χτίσουν ένα τριώροφο και να ζήσουν όλη τους τη ζωή εκεί µέσα. ∆ηλαδή όλοι οι Έλληνες θέλουν να πεθάνουν µαζί; Τι είναι αυτό το πράγµα; Αυτή η τεράστια ανωµαλία θεωρείται ιδανική για πάρα πολύ κόσµο. Εδώ πέρα έχουµε να αντιµετωπίσουµε ένα πρόβληµα κοινωνικό και πολιτικό. Επειδή αυτά τα παιδιά µεθαύριο θα δεχτούν χωρίς πολύ µεγάλη δυσκολία -όπως τη δέχτηκαν το ’67- µια χούντα. Και είναι ένα στοιχείο της καθυστέρησης της κοινωνίας µας που µε κάνει να αγανακτώ πάρα πολύ. Μαθαίνουν οι άνθρωποι από µικροί να µην αντιδρούν, να δέχονται ένα καπέλωµα. Γίνοµαι έξω φρενών όταν ακούω µανάδες συνεχώς να τηλεφωνούν µε τα κινητά στα παιδιά τους, να ξέρουν κάθε στιγµή πού βρίσκονται. Και µιλάµε για παιδιά τα οποία είναι 15 χρονών. Πιστεύω ότι στο θέµα της οικογένειας είµαστε µια γυναικοκρατούµενη κοινωνία. Οι µπαµπάδες είναι κυρίως τεµπέληδες, δεν συµµετέχουν.
Μέσα από τον λόγο της µητέρας διακρίνει ο αναγνώστης το φαινοµενικό ενδιαφέρον για το παιδί της και τη λεκτική και ψυχολογική βία που του ασκεί. Ποια υπήρξε η βαθύτερη πρόθεσή σας µέσα από αυτό το (τελικά όχι και τόσο παιδικό) βιβλίο;
Η πρόθεσή µου είναι να αντιδράσουν οι µεγάλοι, να αντιδράσουν οι µαµάδες. Μια στιγµή να σκεφτούν ότι υπερβάλλουν, ότι κάνουν κακό στο παιδί. ∆ηλαδή δεν µπορεί µια µάνα και ένας πατέρας να έχουν άλλη φιλοδοξία από το να γίνει το παιδί τους ένα ανεξάρτητο άτοµο. Και µε την καταπίεση τα παιδιά δεν γίνονται ανεξάρτητα άτοµα.
Μήπως όµως στην εποχή µας υπάρχει και ένας ακόµα κίνδυνος; Στην προσπάθεια να αποφευχθούν ανεπιθύµητες συµπεριφορές επιβολής, να χάνονται το µέτρο και η πειθαρχία;
Εάν αφήσουµε τα παιδιά ελεύθερα, ο κίνδυνος είναι µικρότερος από το να τα καταπιέζουµε, όπως κάνουµε. ∆εν θα µε τρόµαζε µια µάνα η οποία δεν θα έπαιρνε όλη την ώρα το παιδάκι της στην αγκαλιά – µιλάω ακόµα και για πολύ µικρές ηλικίες. Από εκεί ξεκινάει: κλαίει το παιδί, αµέσως αγκαλιές και χάδια. Άσε το παιδί να κλάψει λίγο µόνο του, να µάθει να διαχειρίζεται τον πόνο του. Να µη µάθει από µικρό να αναζητάει πάντα τη λύση έξω, ενώ µπορεί να την έχει µέσα του. Πρέπει να το µάθει αυτό το πράγµα το παιδί: ότι µπορεί να κάνει πάρα πολλά µόνο του.
Έχετε µια συγγραφική διαδροµή διεθνώς αναγνωρισµένη. Αλήθεια, πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάτι που σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Από µικρό παιδί αυτό ήθελα να κάνω. ∆ιάβαζα πολύ, θαύµαζα τους συγγραφείς και ήθελα να κάνω κι εγώ βιβλία. Να σκεφτείτε ότι έβαζα τη µητέρα µου και µου έραβε λευκές σελίδες στη ραπτοµηχανή για να σχηµατίσει ένα µικρό βιβλιαράκι. Εγώ το έπαιρνα, έγραφα τον τίτλο στο εξώφυλλο, το όνοµά µου βεβαίως (να µην ξεχνιόµαστε!), έκανα και ένα σχέδιο εξωφύλλου, χωρίς να έχω την παραµικρή ιδέα τι θα έβαζα µέσα. Και µετά ξεκινούσα να γράφω. ∆εν γέµισα ποτέ κανένα, να φτάσω δηλαδή στο τέλος µιας ιστορίας. Αλλά είχα αυτήν τη διάθεση, ήµουν ήδη προσανατολισµένος. Το µόνο πρόβληµα ήταν ότι δεν ήξερα αν είµαι ικανός να το κάνω. Και αυτό ποιος το ξέρει, ποιος θα σου πει; Κανείς. Πρέπει µόνος σου κάποια στιγµή να πεις άντε, τώρα στρώνοµαι κι ο Θεός βοηθός.
Έπειτα από τόσα χρόνια εµπειρίας, έχετε καταλήξει τι ιδιαίτερο έχει η έµπνευση, εκείνη η στιγµή που αρχίζετε τη σύνθεση µιας ιστορίας;
Η λέξη έµπνευση µου φαίνεται αµφίβολη – καταλαβαίνω και δεν καταλαβαίνω τι σηµαίνει. Έρχονται οι ιδέες, αλλά αυτό είναι ζήτηµα χρόνου, επιµονής. Καθισµένος γράφεις τα βιβλία, γι’ αυτό πρέπει να αφιερώνεις χρόνο. Είναι σαν να λέµε ότι είναι δυνατόν ένας οικοδόµος να χτίσει µια πολυκατοικία δουλεύοντας µόνο τα Σαββατοκύριακα. ∆εν γίνονται αυτά τα πράγµατα. Το µυθιστόρηµα είναι πολυκατοικία. Θέλει άπειρες πληροφορίες, θέλει πάρα πολλή σκέψη, θέλει χρόνο, και ποτέ δεν είσαι βέβαιος ότι είσαι στον σωστό δρόµο. Εγώ δεν βαδίζω βάσει ενός σχεδιαγράµµατος. Έχω γενικά δύο κεντρικές ιδέες – η µία µπορεί να είναι ένα θέµα έρευνας όπως το αναζητάει µια κυρία, π.χ. ποια ήταν η πρώτη λέξη της ανθρωπότητας. Μου γεννήθηκε µια φορά αυτή η ανεξήγητη περιέργεια. Και µίλησα µε γλωσσολόγους, παλαιοντολόγους, µε έναν σωρό κόσµο – αυτό το στοιχείο της έρευνας µε συναρπάζει. Η άλλη κεντρική ιδέα είναι πιο µυθιστορηµατική, είναι σχέσεις ανθρώπινες, οικογενειακές, ταξίδια, διάφορα πράγµατα τα οποία στην πορεία τα µπλέκω µαζί. Πάντως στο ξεκίνηµα δεν γνωρίζω πώς θα τελειώσει η ιστορία και δεν ξέρω και ποια θα είναι η ιστορία. Αυτό το βρίσκω βηµατάκι βηµατάκι. Αλλά θέλω να ξέρω ότι αυτό το λίγο που γράφω είναι σωστό και στη θέση του. Με διευκολύνει για τη συνέχεια. Αρχίζω να αισθάνοµαι ότι κάπου θα πάω. Αρχίζω να ξέρω τι είδους βιβλίο γράφω – το ύφος, ο ρυθµός και τα θέµατα που σας έλεγα.
Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Τι διακινδυνεύετε γράφοντας;
Όταν τελειώνω ένα βιβλίο είµαι χαρούµενος και µετά µε πιάνει η αγωνία τι άλλο βιβλίο θα γράψω. Αυτό µε βασανίζει επί µήνες, κατά τους οποίους ψάχνω, αναρωτιέµαι και φοβάµαι ότι έχω στερέψει. Ότι δεν έχω πια ιδέες. Αυτό που διακυβεύεται είναι µια κατάθλιψη. Είναι µεγάλος κίνδυνος αυτός, επειδή σε αναιρεί τελείως. Και αυτό γιατί τη δουλειά µου δεν µου τη δίνει κανείς· εγώ είµαι η δουλειά µου. Εµένα η λογοτεχνία δίνει κάποιο νόηµα στη ζωή µου – το να µπορείς να φτιάξεις την ιστορία και κάποια στιγµή να την τελειώσεις.
Ποιος είναι ο µεγαλύτερος µύθος για εσάς τους συγγραφείς;
Ο µεγαλύτερος µύθος, τον οποίο µε τα χρόνια τείνουµε να πιστέψουµε, είναι ότι το µυθιστόρηµα είναι η ζωή. Μέσα στο µυθιστόρηµα ζω κι εγώ – η πραγµατικότητα µου φαίνεται πάρα πολύ ανιαρή. Βέβαια µπορείς να ακούσεις έναν διάλογο, κάτι να συγκρατήσεις και να το βάλεις σε ένα βιβλίο. ∆εν λέω ότι η πραγµατικότητα είναι στείρα, όχι. Αλλά δεν σε διευκολύνει, διότι η πραγµατικότητα είναι βαρετή σαν ένας τηλεφωνικός κατάλογος.
Έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας σε σχέση µε το πώς βλέπετε τα πράγµατα στον κόσµο;
∆εν πιστεύω πολύ στη λογοτεχνία που γράφεται για να υποστηρίξει πολιτικές ιδέες. Συνήθως είναι καλή η πρόθεση, µε ασήµαντο αποτέλεσµα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να γράφω για κάποιους χαρακτήρες βιβλίου που ζουν στο σήµερα και να µην ασχοληθώ µε τους πρόσφυγες στη Μυτιλήνη. Το βιβλίο που γράφω τώρα δεν έχει ως θέµα τους πρόσφυγες. Αλλά κάποια στιγµή θέλω κάποιος να αναφερθεί σε αυτό. Και θέλησα να τους γνωρίσω. Ετσι πήγα εκεί για πέντε µέρες. ∆εν µπορείς να αδιαφορείς, όπως δεν µπορείς να αδιαφορείς για τη Χρυσή Αυγή ή για τον ρατσισµό – πολύ άγρια πράγµατα και πολύ ανησυχητικά.
Πώς βλέπετε τα πράγµατα στις µέρες µας; Ποιο θεωρείτε ότι είναι το µεγαλύτερο πρόβληµα της ελληνικής κοινωνίας σε αυτήν τη συγκυρία;
Η έλλειψη κοινωνικής συνείδησης. Πρέπει να διδαχτούµε ότι έχει σηµασία για όλους µας το κοινό καλό. Η Ελλάδα είναι διαιρεµένη σε οικογένειες, η καθεµία κοιτάζει τα συµφέροντά της και από κει και πέρα υπάρχουν η αδιαφορία και η απόρριψη. Ένα ακόµη µεγάλο πρόβληµα είναι η παιδεία. Εγώ θα ήθελα να εισαχθεί η λέξη φαντασία στα σχολεία. Θα ήθελα να βάζουν στα παιδιά να γράφουν ό,τι θέλουν ελεύθερα. Πιστεύω ότι είναι απαραίτητη µια τελείως νέα αντιµετώπιση του εκπαιδευτικού συστήµατος και να προχωρήσει αποφασιστικά ο διαχωρισµός Εκκλησίας – Κράτους. Να φύγει επιτέλους η Εκκλησία από το υπουργείο Παιδείας. Τι δουλειά έχει εκεί; Απ’ τη µια να λέµε στα παιδιά ότι τον άνθρωπο τον έπλασε ο Θεός και απ’ την άλλη ότι είναι προϊόν εξέλιξης; Πώς συµβιβάζονται αυτά τα πράγµατα;
Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήµερα;
Το να κάνω καλά τη δουλειά µου. Το οφείλω στον εαυτό µου, το οφείλω στους άλλους. Είναι το ελάχιστο που µπορώ να προσφέρω και θα ήµουν ασυγχώρητος εάν δεν το έκανα.
Τι σηµαίνει να είναι κανείς συγγραφέας στις µέρες µας; Ποια είναι η θέση του στη σύγχρονη εποχή;
Ένα πρόβληµα της εποχής µας είναι ότι κανείς δεν ακούει κανέναν. Όλοι µιλάνε. Νοµίζω ότι ο ρόλος του συγγραφέα πριν ακόµα αρχίσει να γράφει και όταν δεν γράφει είναι τουλάχιστον αυτό: να ακούει τους άλλους µε προσοχή. Είναι σπουδαία αρετή το να είσαι καλός ακροατής. Στις µέρες µας είναι σχεδόν συγκινητικό.Το µυθιστόρηµα είναι πολυκατοικία. Θέλει άπειρες πληροφορίες, θέλει πάρα πολλή σκέψη, θέλει χρόνο, και ποτέ δεν είσαι βέβαιος ότι είσαι στον σωστό δρόµο.
Γιώργος Βαϊλάκης
Πηγή: Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου