«Η βιβλιοθήκη είναι σημείο συνάντησης. Ενα μέρος που διώχνει τον φόβο, δημιουργώντας κοινότητα αισθημάτων, την πεποίθηση ότι μοιραζόμαστε τα ίδια πράγματα ανεξάρτητα από το χρώμα και την προέλευσή μας. Το βιβλίο πρωτοστατεί αλλά η σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του Διαδικτύου έχει αλλάξει οριστικά τη μορφή των βιβλιοθηκών. Και οι αλλαγές είναι συνταρακτικές. Η παρέμβαση στην πόλη με ένα τέτοιο κτίριο είναι πρωτίστως κοινωνική και λειτουργική και, πιθανόν, αρχιτεκτονική». Χρειάζεται άραγε το σχόλιο ενός κορυφαίου αρχιτέκτονα, του Ρέντσο Πιάνο, ο οποίος σχεδιάζει τη νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου, για να αντιληφθούμε πόσο αναπόσπαστο στοιχείο της εξέλιξης και του πολιτισμού είναι οι χώροι αυτοί;
Στην Ελλάδα της κρίσης και των αυξανόμενων αντιθέσεων, η άνθηση και ο μαρασμός εναλλάσσονται χωρίς ενδιάμεσα στάδια. Από τη μία, η υποδειγματική, με διεθνή αναγνώριση Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας· από την άλλη, ο Οργανισμός Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών σε αδιέξοδο. Πριν από λίγες ημέρες οι υπεύθυνοι του Οργανισμού μαζί με εργαζόμενους έδωσαν συνέντευξη Τύπου αναζητώντας εναγωνίως λύση. Από το 2008 η δημόσια χρηματοδότηση (από το υπουργείο Παιδείας κατά βάση) συρρικνώθηκε. Τα ετήσια λειτουργικά έξοδα των 28 βιβλιοθηκών που αριθμεί ο οργανισμός είναι ένα εκατ. ευρώ. Φέτος, εκταμιεύτηκαν 245 χιλ. ευρώ. Οι μισές, κινδυνεύουν να κλείσουν.
Στη Μύκη Ξάνθης, στα Πομακοχώρια, σε ένα μειονοτικό χωριό, που δεν έχει ούτε παιδική χαρά, εδώ και ένα χρόνο η βιβλιοθήκη δεν λειτουργεί. «Τα παιδιά, όταν με βλέπουν στον δρόμο, με ρωτούν αν υπάρχει κάποιο νέο. Ντρέπομαι που τα αντικρίζω», είπε η υπεύθυνη. Αιτωλοακαρνανία, Ημαθία, Σάμος, Ιωάννινα, Σύρος, Κύθηρα, Σέρρες, Εβρος... Με παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες που φυτοζωούν ή, απλώς, δεν ζουν. Εξυπηρετούν 2.400 παιδιά σε καθημερινή βάση, δανείζοντας περίπου 700 βιβλία τη μέρα.
Λίγο, πολύ; Πώς αξιολογείται η προσφορά, η επένδυση στο παρόν και στο μέλλον, η προσπάθεια για διαμόρφωση πολιτών με κρίση και συνείδηση; Πώς μετριέται η αξία, η πραγματική επιθυμία για αλλαγή και πρόοδο; Πόσο συναρτάται, εντέλει, με το «δημόσιο» συμφέρον μια μικρή εστία εκπαίδευσης και πολιτισμού σε ένα απομακρυσμένο χωριό; Ενα ντοκιμαντέρ για τη Βιβλιοθήκη της Βέροιας, υποδειγματικά σκηνοθετημένο από την Κατερίνα Ευαγγελάκου, δίνει απαντήσεις. Οχι, δεν πρόκειται μόνο για εμμονή ορισμένων ανθρώπων με πάθος και πείσμα. Με τον διευθυντή της, Γιάννη Τροχόπουλο, έφτασε να συναγωνίζεται μεγαθήρια του εξωτερικού, τιμήθηκε από το Ιδρυμα Μπιλ και Μελίντας Γκέιτς (με χρηματικό έπαθλο ενός εκατομμυρίου ευρώ) «για τη δημιουργική χρήση της τεχνολογίας στην ικανοποίηση των οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αναγκών περισσότερων από 180.000 ανθρώπων». Λέει ο Γ. Τροχόπουλος («Κ» 22/08/2010): «Οταν στη Βιβλιοθήκη της Βέροιας δημιουργήθηκε ένας φορέας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, προσφέροντας υπηρεσίες ποιότητας, αποκαλύφθηκε ότι ο Ελληνας δεν είχε ουσιαστικές διαφορές από τον αντίστοιχο Δανό».
Από τους 60.000 κατοίκους που έχει η πόλη, οι 30.000 είναι ενεργά μέλη της βιβλιοθήκης. Ενας οδηγός ταξί δηλώνει ότι διαβάζει, ανάμεσα στις διαδρομές, από Αρκά μέχρι «Αρης, ο αρχηγός των ατάκτων». Χαμογελάει. Η αφήγησή του δεν έχει καμία εκζήτηση. Το ίδιο και ενός εμπόρου, που διαθέτει τυροκομικά και αλλαντικά προϊόντα. Την ώρα της δουλειάς μιλάει στην κάμερα, περιγράφοντας πώς έχει αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι του και στη ζωή του. Είναι όλη η οικογένεια μέλη της βιβλιοθήκης. Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση αντλεί από τη συμμετοχή των παιδιών του.
Η μαρτυρία των ίδιων των παιδιών στο ντοκιμαντέρ έχει αμεσότητα και χαλαρότητα. Δεν απαγγέλλουν τα «καλά», καταγράφουν μια καθημερινότητα. Της πόλης, τη δική τους, της βιβλιοθήκης. Αξεδιάλυτα. Συμπορεύονται, συνυπάρχουν. Συγγραφείς, βιβλιοθηκονόμοι, εθελοντές, εργαζόμενοι, συνθέτουν μια μικρή πολιτεία. Καθόλου ιδανική. Υπαρκτή. Παρούσα, εξελισσόμενη, παραγωγική. Επιθυμία όλων «να βελτιώσουν τις ζωές τους». Κι αυτό συμβαίνει. Αβίαστα. Χωρίς μεγάλες εξαγγελίες για ανατροπές. «Αρκεί να μπαίνουν οι άνθρωποι στη βιβλιοθήκη για διάφορους λόγους», σχολιάζει ο διευθυντής. Οικειότητα, η λέξη-κλειδί.
Η βιωσιμότητα της Βέροιας εξασφαλίζεται, πλέον, με ευρωπαϊκά προγράμματα-κονδύλια. Και το ερώτημα, διατυπωμένο από τον Γ. Τροχόπουλο: Σε τι υπολείπονται οι κάτοικοι των διπλανών πόλεων για να μην έχουν παρόμοιες υπηρεσίες; «Αν δεν μπορεί η πολιτεία -που θα έπρεπε- μπορούμε μόνοι μας». Μισή αλήθεια. Γιατί η Βέροια έχει ανοίξει πλέον το βήμα της, είναι ισότιμος συνομιλητής σε ένα διεθνές περιβάλλον. Ομως η Μύκη Ξάνθης, για παράδειγμα, δεν έχει τον ίδιο εξοπλισμό ούτε τα ίδια εφόδια. Εδώ, η πολιτεία έχει τον κύριο λόγο. Οπως και σε άλλες απομακρυσμένες περιοχές, όπου μόνο οι προσωπικές πρωτοβουλίες και προσπάθειες δεν επαρκούν.
Αν δεν υπάρχει πολιτική για τη διάσωση 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών σε όλη την Ελλάδα, ένα σχέδιο όχι απλώς επιβίωσης αλλά ανάπτυξης, τότε οφείλουμε να ανησυχούμε για τις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας, κατ’ αρχάς. Μπορεί αυτήν την εποχή τα ζητήματα της εκπαίδευσης να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των αρμοδίων, όμως ποιος μπορεί να ορίσει με ασφάλεια πως η απώλεια παρόμοιων βιβλιοθηκών δεν έχει κόστος; Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης που όλα στενεύουν, λίγα απομένουν να προσφέρουν ευρυχωρία, καλλιεργώντας επιθυμίες, δυνατότητες, σχέσεις. Ψάχνοντας ένα βιβλίο, βρίσκεις κι ένα άλλο. Η διαδικασία δεν αλλάζει, όπου κι αν βρίσκεσαι. Αρκεί να είναι ανοικτή και προσβάσιμη. Δηλαδή, δημόσια.
Πηγή: Καθημερινή
Από τους 60.000 κατοίκους που έχει η πόλη, οι 30.000 είναι ενεργά μέλη της βιβλιοθήκης. Ενας οδηγός ταξί δηλώνει ότι διαβάζει, ανάμεσα στις διαδρομές, από Αρκά μέχρι «Αρης, ο αρχηγός των ατάκτων». Χαμογελάει. Η αφήγησή του δεν έχει καμία εκζήτηση. Το ίδιο και ενός εμπόρου, που διαθέτει τυροκομικά και αλλαντικά προϊόντα. Την ώρα της δουλειάς μιλάει στην κάμερα, περιγράφοντας πώς έχει αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι του και στη ζωή του. Είναι όλη η οικογένεια μέλη της βιβλιοθήκης. Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση αντλεί από τη συμμετοχή των παιδιών του.
Η μαρτυρία των ίδιων των παιδιών στο ντοκιμαντέρ έχει αμεσότητα και χαλαρότητα. Δεν απαγγέλλουν τα «καλά», καταγράφουν μια καθημερινότητα. Της πόλης, τη δική τους, της βιβλιοθήκης. Αξεδιάλυτα. Συμπορεύονται, συνυπάρχουν. Συγγραφείς, βιβλιοθηκονόμοι, εθελοντές, εργαζόμενοι, συνθέτουν μια μικρή πολιτεία. Καθόλου ιδανική. Υπαρκτή. Παρούσα, εξελισσόμενη, παραγωγική. Επιθυμία όλων «να βελτιώσουν τις ζωές τους». Κι αυτό συμβαίνει. Αβίαστα. Χωρίς μεγάλες εξαγγελίες για ανατροπές. «Αρκεί να μπαίνουν οι άνθρωποι στη βιβλιοθήκη για διάφορους λόγους», σχολιάζει ο διευθυντής. Οικειότητα, η λέξη-κλειδί.
Η βιωσιμότητα της Βέροιας εξασφαλίζεται, πλέον, με ευρωπαϊκά προγράμματα-κονδύλια. Και το ερώτημα, διατυπωμένο από τον Γ. Τροχόπουλο: Σε τι υπολείπονται οι κάτοικοι των διπλανών πόλεων για να μην έχουν παρόμοιες υπηρεσίες; «Αν δεν μπορεί η πολιτεία -που θα έπρεπε- μπορούμε μόνοι μας». Μισή αλήθεια. Γιατί η Βέροια έχει ανοίξει πλέον το βήμα της, είναι ισότιμος συνομιλητής σε ένα διεθνές περιβάλλον. Ομως η Μύκη Ξάνθης, για παράδειγμα, δεν έχει τον ίδιο εξοπλισμό ούτε τα ίδια εφόδια. Εδώ, η πολιτεία έχει τον κύριο λόγο. Οπως και σε άλλες απομακρυσμένες περιοχές, όπου μόνο οι προσωπικές πρωτοβουλίες και προσπάθειες δεν επαρκούν.
Αν δεν υπάρχει πολιτική για τη διάσωση 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών σε όλη την Ελλάδα, ένα σχέδιο όχι απλώς επιβίωσης αλλά ανάπτυξης, τότε οφείλουμε να ανησυχούμε για τις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας, κατ’ αρχάς. Μπορεί αυτήν την εποχή τα ζητήματα της εκπαίδευσης να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των αρμοδίων, όμως ποιος μπορεί να ορίσει με ασφάλεια πως η απώλεια παρόμοιων βιβλιοθηκών δεν έχει κόστος; Ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης που όλα στενεύουν, λίγα απομένουν να προσφέρουν ευρυχωρία, καλλιεργώντας επιθυμίες, δυνατότητες, σχέσεις. Ψάχνοντας ένα βιβλίο, βρίσκεις κι ένα άλλο. Η διαδικασία δεν αλλάζει, όπου κι αν βρίσκεσαι. Αρκεί να είναι ανοικτή και προσβάσιμη. Δηλαδή, δημόσια.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου