Τα ξέρετε τα προβλήματα με τους νέους της εποχής μας, έτσι δεν είναι; Τα μειράκια πιστεύουν ότι είναι καλύτερα από εμάς τους μεγαλύτερους, οι έφηβοι μεγαλώνουν πολύ γρήγορα και οι κοπελούδες έχουν πολύ πρόωρη ανάπτυξη… Μήπως δεν αναγνωρίζετε όλες τις λέξεις; Δεν πειράζει, δεν είστε η μόνη / ο μόνος. Είναι παλιοί όροι για τα παιδιά στην εφηβεία, που δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Και δεν είναι μόνον οι δικές μας λέξεις που έχουν πέσει σε αχρηστία.
Ο younker, που χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα από τον Ντίκενς και τον Ντισραέλι, προέρχεται από τον παλαιότερο ολλανδικό όρο Jonker, που σήμαινε νεαρός ευγενής, και τον αντίστοιχο γερμανικό Junker για τον νεαρό πρώσο αριστοκράτη. Και το Backfisch –«ψημένο ψάρι» στην κυριολεξία– εμφανίστηκε σε γερμανικά μυθιστορήματα ενηλικίωσης των αρχών του 20ού αιώνα για να περιγράψει ένα χαρούμενο (σε βαθμό τρέλας), αυθόρμητο και περιπετειώδες κορίτσι, που είχε την ανεξαρτησία μιας ενήλικης σε συνδυασμό με την απερισκεψία και την άγνοια κινδύνου ενός παιδιού.
Ωστόσο, από όλες αυτές τις λέξεις, μόνο ο έφηβος και η έφηβη διατηρήθηκαν, χρησιμοποιούνται, μάλιστα και σε άλλες γλώσσες, ενώ ο αντίστοιχος αγγλικός teenager έχει παρεισφρήσει στη δική μας.
Η εφηβεία ήταν θεσμός την αρχαιότητα. Μέχρι τα εφτά, αγόρια και κορίτσια μεγάλωναν μαζί παίζοντας στον γυναικωνίτη. Στη συνέχεια, τα αγόρια πήγαιναν στο σχολείο με τη συνοδεία του παιδαγωγού τους, όπου εκπαιδεύονταν να γίνουν ελεύθεροι πολίτες, ενώ τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και τη διδασκαλία τους (ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό, οικιακά) αναλάμβαναν οι μητέρες τους. Και τα φτωχά αγόρια δούλευαν κοντά στον πατέρα τους, στα μαγαζιά ή στα χωράφια τους, μαθαίνοντας την εργασία του. Στην Αθήνα, η αγωγή κρατούσε μέχρι τα 18, οπότε οι νεαροί έδιναν τον Ορκο των Αθηναίων Εφήβων στο ιερό της Αγραύλου, στα βόρεια της Ακροπόλεως.
Σε όλη την ιστορία, οι λέξεις και οι κατηγορίες, που χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τους νέους, έχουν εξελιχθεί σημαντικά, λόγω των μετασχηματισμών στον πολιτισμό, την εργασία, την εκπαίδευση και την επιστημονική διορατικότητα, γράφει στο BBC ο Ρίτσαρντ Φίσερ. Πώς έχουν διαμορφώσει αυτοί οι παράγοντες τους όρους που χρησιμοποιούμε για τους εφήβους σήμερα; Και πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν ξανά οι κατηγορίες για τους νέους στο μέλλον καθώς τα κοινωνικά πρότυπα αλλάζουν και οι επιστήμονες ανακαλύπτουν νέα πράγματα;
Η ιδέα του teenager και τα εφηβικά χρόνια, όπως τα βιώνουν σήμερα οι νέοι και όπως τα βιώσαμε κι εμείς κάποτε, είναι πολιτισμική επινόηση του 20ού αιώνα, και σίγουρα, αν κάποιος μπορούσε να ταξιδέψει πίσω στον χρόνο και να αναπτύξει στους παλιότερους τη σύγχρονη έννοια του εφήβου, θα τους φαινόταν σαν εξωγήινος.
Το 1500, για παράδειγμα, οι περισσότεροι έφηβοι ήταν εργάτες, στρατολογημένοι ήδη από την ηλικία των επτά ετών, σύμφωνα με τον ιστορικό της παιδικής ηλικίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, Χιου Κάνινγκχαμ.
Στις αγροτικές οικονομίες, μπορεί να δούλευαν στα χωράφια στηρίζοντας το εισόδημα της οικογένειας, αλλά καθώς η εκβιομηχάνιση εξαπλώθηκε τον 18ο και τον 19ο αιώνα, πολλοί έφηβοι έγιναν εργάτες σε εργοστάσια μαζί με ενήλικες. Στα τέλη του 1800, γράφει ο Κάνινγκχαμ στο βιβλίο του «Children and Childhood in Western Society Since 1500», στις ΗΠΑ τα παιδιά συνεισέφεραν περίπου το ένα τρίτο του οικογενειακού εισοδήματος όταν ο πατέρας τους ήταν στα 50 του. Η εκπαίδευση δεν ήταν υποχρεωτική και μόνο οι πιο πλούσιοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις παροχές «της μαμάς και του μπαμπά» για τροφή και στέγη.
Ωστόσο, το βιοτικό επίπεδο του αναπτυγμένου κόσμου και οι εκπαιδευτικές πολιτικές άρχισαν να αλλάζουν στις αρχές του 20ού αιώνα και οι νέοι μπορούσαν να ζουν όλο και περισσότερο κάτω από τα φτερά των γονιών ή των κηδεμόνων τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με οικονομική και συναισθηματική υποστήριξη. Η έννοια του όρου teenager (εφήβου) άρχισε να χρησιμοποιείται πιο συχνά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και υπήρχαν διάφοροι λόγοι για αυτό.
Στις πλούσιες χώρες, ήταν πολύ πιο πιθανό ένα νέο άτομο να συνεχίσει να πηγαίνει στο σχολείο στα εφηβικά του χρόνια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η φοίτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο έγινε υποχρεωτική μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Και στις ΗΠΑ, τα ποσοστά αποφοίτησης από το γυμνάσιο αυξήθηκαν από λιγότερο από 10% στις αρχές του αιώνα σε περίπου 60% στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην Ελλάδα, πάλι, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, η υποχρεωτική εκπαίδευση επεκτάθηκε μέχρι το 15ο έτος της ηλικίας. Το 1967, η δικτατορία την κατήργησε, επαναφέροντας την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση για να επανέλθει στα εννέα χρόνια, με νόμο του 1976.
Teenager: Μια επινόηση για λόγους εμπορικούς
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιστορικοί σημειώνουν επίσης ότι η κοινωνική στάση απέναντι στα δικαιώματα των νέων μεταβλήθηκε σε πολλά δυτικά έθνη: η αίσθηση ότι οι νέοι είχαν καθήκον να υπηρετούν τους γονείς τους αποδυναμώθηκε και οι δικές τους επιθυμίες και αξίες άρχισαν να ακούγονται περισσότερο.
Το εμπόριο ήταν ο τομέας που «άκουγε» περισσότερο αυτές τις ανάγκες. Στη δεκαετία του 1950, οι εταιρείες συνειδητοποίησαν ότι οι έφηβοι θα μπορούσαν να είναι παράγοντες επιρροής. Ηταν σε θέση να καθορίζουν τις τάσεις και να διαδίδουν τις μόδες και επομένως μπορούσαν να αποφέρουν μεγάλα κέρδη. Οπως σημείωνε το 1958 σε ένα άρθρο του ο New Yorker: «Σε κάποιο βαθμό, η αγορά για εφήβους –και, στην πραγματικότητα, η ίδια η έννοια του εφήβου– έχει δημιουργηθεί από τους επιχειρηματίες που την εκμεταλλεύονται».
Εκείνη την εποχή το πιο σημαντικό ήταν η εμπορευματοποίηση της επανάστασης, των hot-rods και του rock ‘n’ roll. Η αντίληψη, λοιπόν, του «cool έφηβου», που καθορίζει τις τάσεις και έχει επιρροή, ήταν –και εξακολουθεί να είναι– τόσο δημιούργημα του εμπορίου και των μέσων ενημέρωσης όσο και μια αντανάκλαση της πραγματικότητας. Η εφηβική μουσική, η μόδα και η γλώσσα, υπερτροφοδοτούμενες από βιομηχανίες, που ιδρύθηκαν ακριβώς για να επωφεληθούν από αυτές, έχουν συνεχή αντίκτυπο στην υπόλοιπη κοινωνία.
Τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστές και επώδυνες συμπεριφορές. Για παράδειγμα, το 1955, μια γυναίκα έγραψε σε μια στήλη της βρετανικής εφημερίδας Daily Mirror, παραπονούμενη για τον γιο της: «Είναι αναιδής και σκυθρωπός, μουτρωμένος… γιατί να αλλάξει ένα αγόρι έτσι; Με οποιαδήποτε ερώτηση ενοχλείται. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που εισπράττω είναι ένα ευγενικό “ναι” ή ένα “όχι”, και στη χειρότερη ένα θυμωμένο βλέμμα, που μου λέει ξεκάθαρα να ασχολούμαι με τη δουλειά μου».
Ολα αυτά σημαίνουν ότι ο έφηβος, όπως τον ξέρουμε, ήταν σε μεγάλο βαθμό μια επινόηση του 20ού αιώνα, γράφει ο Ρίτσαρντ Φίσερ στο BBC. Το ερώτημα είναι, θα αλλάξουν ξανά οι αντιλήψεις για τους νέους στο μέλλον; Και πώς;
«Επαναστάτης χωρίς αιτία», μια έννοια ξεπερασμένη
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπήρξαν μερικές ενδιαφέρουσες αλλαγές στα χαρακτηριστικά του εφήβου. H Τζιν Τουένγκε, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, σημειώνει ότι οι έφηβοι ωριμάζουν πιο αργά σε σύγκριση με τους ομολόγους τους του 20ού αιώνα. Ενας τυπικός 17-18χρονος στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι τώρα λιγότερο πιθανό να έχει δοκιμάσει αλκοόλ, να έχει κάνει σεξ ή να έχει αποκτήσει άδεια οδήγησης, σε σύγκριση με έφηβους παρόμοιας ηλικίας μόλις πριν από 20 χρόνια. Ενα παιδί 13-14 ετών είναι λιγότερο πιθανό να δουλεύει ή να έχει βγει ραντεβού. Εν τω μεταξύ, άλλα μέτρα πρώιμης ενηλικίωσης, όπως η εφηβική εγκυμοσύνη, έχουν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η Τουένγκε επισημαίνει μια σειρά από λόγους για τους οποίους η ενηλικίωση επιβραδύνεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τεχνολογία και το Διαδίκτυο έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, πράγμα που σημαίνει ότι η αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους συμβαίνει κυρίως από το σπίτι, μέσω του Διαδικτύου, όπου σεξ, πειραματισμοί και φασαρίες είναι ίσως λιγότερο πιθανό να συμβούν. Για τον λόγο αυτόν, αποκαλεί την τελευταία γενιά των νέων «iGen» και στο βιβλίο της με αυτό τον τίτλο περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, επισημαίνει ότι ορισμένες από αυτές τις τάσεις είχαν ήδη ξεκινήσει πριν από τη διαδικτυακή κουλτούρα του 21ου αιώνα, και έτσι το Διαδίκτυο δεν μπορεί να κατηγορηθεί πλήρως.
Η υπόθεση της αμερικανίδας ψυχολόγου είναι ότι οι έφηβοι συμπεριφέρονται διαφορετικά, ανάλογα με το πόσο εχθρικό και απρόθυμο να δικαιολογήσει ή να συγχωρήσει τα λάθη τους είναι το περιβάλλον τους, μια ιδέα που οι κοινωνικοί επιστήμονες ονόμασαν «θεωρία της ιστορίας της ζωής». Σε πιο δύσκολες στιγμές της Ιστορίας, οι έφηβοι αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν πιο γρήγορα, να κάνουν παιδιά νωρίτερα και να εστιάσουν στις βασικές ανάγκες. Τώρα η ζωή στη Δύση είναι γενικά πιο εύκολη και οι οικογένειες –κατά μέσο όρο– πιο πλούσιες, επομένως είναι πιθανό οι έφηβοι να ακολουθήσουν μια «στρατηγική αργής ζωής», καθυστερώντας τη μετάβαση σε συμπεριφορές ενηλίκων.
Οι σύγχρονοι έφηβοι αποζητούν ασφάλεια
«Σε εποχές και μέρη όπου οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, η υγειονομική περίθαλψη είναι καλύτερη και η εκπαίδευση διαρκεί περισσότερο, οι άνθρωποι συνήθως επιλέγουν να κάνουν λιγότερα παιδιά και να τα αναθρέψουν πιο προσεκτικά», εξηγεί η Τουένγκε. Και προσθέτει ότι η τελευταία γενιά εφήβων μπορεί να δίνει επίσης μεγαλύτερη έμφαση στην ασφάλεια, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, πράγμα που ενθαρρύνει τους γονείς ή τους κηδεμόνες τους να τους κρατούν μακριά από τη σκληρότητα του κόσμου των ενηλίκων για μεγαλύτερο διάστημα.
Τι μπορεί να σημαίνει για τους εφήβους η επικράτηση αυτής της τάσης; Κατ’ αρχάς μπορεί να υποδηλώνει ότι η έννοια του 20ού αιώνα για έναν έφηβο «επαναστάτη χωρίς αιτία» είναι ξεπερασμένη. Ενώ πολλοί έφηβοι στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 οδηγούσαν τα δικά τους αυτοκίνητα, έμπαιναν σε μπελάδες και πειραματίζονταν με ποτά και ναρκωτικά, σήμερα τα παιδιά σε αντίστοιχες ηλικίες είναι συχνά πολύ πιο «καθαρά» και συνειδητοποιούν την έννοια της ασφάλειας. Η απερίσκεπτη συμπεριφορά και η παρόρμηση για ανεξαρτησία μπορεί να έρθουν αργότερα.
Οι αντιλήψεις μας για τη νεολαία, λοιπόν, χρειάζονται επικαιροποίηση. Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, η επιστήμη έχει επίσης δείξει ότι η εφηβεία δεν τελειώνει στην ηλικία των 20 ετών, οπότε ένας νέος θεωρείται, συνήθως, ενήλικος: το σώμα του έχει ολοκληρωθεί, μπορεί να ψηφίσει, να παντρευτεί και πολλοί έχουν ήδη μπει στο χώρο εργασίας. Τα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι η εφηβεία συνεχίζεται μέχρι την ηλικία περίπου των 24 έως 25 ετών.
Η ενηλικίωση έρχεται μετά τα 25
Στα τέλη των 19 ετών η ανάπτυξη και η ωρίμανση του εγκεφάλου απέχει πολύ από την ολοκλήρωση. Ορισμένοι ερευνητές βλέπουν τώρα το διάστημα από τα 20 μέχρι τα 25 ως ένα σημαντικό στάδιο κοινωνικής ανάπτυξης, στη διάρκεια του οποίου οι νέοι εξακολουθούν να μαθαίνουν για την οικειότητα, τη φιλία, την οικογένεια, την αυτοέκφραση και την πολιτική και κοινωνική συνείδηση, και έτσι αξίζουν περισσότερη υποστήριξη και προστασία από κοινωνία από ό,τι έχουν σήμερα.
Μήπως θα άξιζε, λοιπόν, να οριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια αυτή η ξεχωριστή δημογραφική ομάδα; Μήπως θα άξιζε να τους επιτραπεί να καθυστερήσουν την είσοδό τους στον πλήρως ενήλικο κόσμο της ζωής και της εργασίας; Μπορεί σε κάποιους να φαίνεται σαν χάιδεμα, αλλά και πάλι, οι πρόγονοί μας θα έλεγαν το ίδιο για το πώς συμπεριφερόμαστε στους εφήβους, γράφει ο ο Ρίτσαρντ Φίσερ.
Σημάδια μιας πολιτιστικής αλλαγής παρατηρούνται ήδη, στην Ελλάδα μάλιστα είναι έντονα. Το φαινόμενο «μπούμερανγκ» περιγράφει την πρόσφατη αύξηση του αριθμού των νεαρών ενηλίκων που επιστρέφουν στην οικογενειακή εστία για να ζήσουν με τους γονείς τους μετά το τέλος των πανεπιστημιακών σπουδών (ή δεν φεύγουν ποτέ) μη μπορώντας να αντέξουν οικονομικά ένα ενοίκιο η μια δική τους ιδιοκτησία. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Loughborough, περίπου 3,5 εκατ. άγαμοι νεαροί ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο ζουν τώρα με τους γονείς τους, ποσοστό κατά το ένα τρίτο περισσότερο από μια δεκαετία πριν. Οι οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ παλαιότερων και νεότερων γενεών απλώς ενίσχυσαν αυτήν την τάση.
Είναι πιθανό, εξάλλου, ότι οι αλλαγές, που προκαλούνται από τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, θα αρχίσουν σύντομα να παίζουν επίσης ρόλο. Καθώς οι γονείς εργάζονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μπορεί να είναι σε θέση να στηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους, περισσότερο από ό,τι οι συνταξιούχοι. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Λίντα Γκράτον και ο Αντριου Τζ. Σκότ του London Business School υποθέτουν ότι σύντομα η μακροζωία θα αρχίσει να κάνει τη «ζωή των τριών σταδίων» –εκπαίδευση, εργασία, συνταξιοδότηση– να φαίνεται επίσης ξεπερασμένη. Και όπως υποστηρίζουν στο βιβλίο τους «The 100-Year Life», αυτό μπορεί να επιφέρει ιδιαίτερα μεγάλες αλλαγές στις πολιτιστικές προσδοκίες των νέων στα 20 τους.
«Πρέπει να επανεξετάσουμε την άποψη ότι στα 20 μας θα πρέπει να πάμε αμέσως από το σχολείο στην καριέρα. Σε μια ζωή 100 χρόνων, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι χρειάζεται να αφιερώσουμε μια περίοδο των νιάτων μας σε ένα νέο στάδιο, την εξερεύνηση», γράφουν οι Γκράτον και Σκοτ. «Οι αποφάσεις νωρίς στη ζωή επηρεάζουν το σύνολο της υπόλοιπης… επομένως είναι μάλλον παράλογο να περιμένουμε από άτομα στα τέλη της εφηβείας τους και στις αρχές της δεκαετίας των 20 χρόνων τους να παίρνουν αποφάσεις για την κατεύθυνση που θέλουν να πάρει η ζωή τους. Αντίθετα, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα για να εξερευνήσουν τον κόσμο και να δοκιμάσουν διαφορετικά μονοπάτια».
Το περίεργο είναι ότι δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ένας όρος για να περιγράψει αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής, μετά την εφηβεία και πριν από τα 25 και την ενήλικη ζωή. Ορισμένοι ερευνητές την αποκαλούν «παρατεταμένη εφηβεία», αλλά ίσως χρειάζεται κάτι πιο χαρακτηριστικό. Στο κάτω-κάτω, η Ιστορία έχει δείξει ότι οι άνθρωποι πάντα επινοούσαν νέες κατηγορίες για τους νέους, από τους έφηβους της αρχαιότητας, τα μειράκια και τις κοπελούδες μέχρι τους teenagers του περασμένου αιώνα…
Κική Τριανταφύλλη
Πηγή: protagon
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου